Η ικανότητα του Τζο Μπάιντεν για την προεδρία βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της κούρσας για τον Λευκό Οίκο ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Αιτία η έκθεση του ειδικού εισαγγελέα Ρόμπερτ Χουρ, που ερευνά τον χειρισμό απόρρητων εγγράφων – ανέφερε ανησυχητικά κενά μνήμης που αντιμετώπισε ο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια της έρευνας πέρυσι. Η εκτίμηση ότι ο Μπάιντεν βρίσκεται σε σύγχυση – η οποία προκάλεσε την οργισμένη απάντησή του σε μια βιαστικά οργανωμένη συνέντευξη Τύπου – επισκίασε το συμπέρασμα της έκθεσης, που ήταν ότι το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν θα ασκήσει ποινικές διώξεις κατά του προέδρου.

Ωστόσο, δείχνει για άλλη μια φορά ότι η ηλικία – ο Μπάιντεν είναι 81 – αποτελεί το πιο τρωτό σημείο του προέδρου που οδεύει σε μια πιθανή ρεβάνς για τον Λευκό Οίκο απέναντι στον 77χρονο Ντόναλντ Τραμπ. Επίσης, άνοιξε ξανά ερωτήματα σχετικά με το εάν οι Δημοκρατικοί πρέπει να κινηθούν γρήγορα για να βρουν έναν άλλον προεδρικό υποψήφιο. Δημόσια, οι Δημοκρατικοί συνεχίζουν να υποστηρίζουν σθεναρά την υποψηφιότητα Μπάιντεν, κατ’ ιδίαν όμως, γράφει ο Εντουαρντ Λους στους «Financial Times», λένε πράγματα όπως «ήρθε η ώρα να πάρουμε τα κλειδιά του αυτοκινήτου από τον παππού».

Αχαλίνωτες ανησυχίες

Ο Μπάιντεν εισήλθε στην εκλογική χρονιά με τα χειρότερα ποσοστά αποδοχής από οποιονδήποτε εν ενεργεία πρόεδρο στην πρόσφατη ιστορία. Οι μέσοι όροι των εθνικών δημοσκοπήσεων τον δείχνουν επίσης να χάνει από τον Τραμπ εάν γίνονταν σήμερα εκλογές. Οι ανησυχίες για την ηλικία του είναι αχαλίνωτες σε όλο το εκλογικό σώμα, ακόμη και μεταξύ των Δημοκρατικών – και η έκθεση Χουρ λειτούργησε ως επικύρωση των ανησυχιών. Οι εικόνες, τα βίντεο και τα μιμίδια με τις γκάφες και το δύσκαμπτο βάδισμα του Μπάιντεν υπάρχουν παντού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αναμένεται να πολλαπλασιαστούν.

Ακόμα κι έτσι, οι πολιτικές δυνάμεις του Μπάιντεν έχουν υποτιμηθεί στο παρελθόν – κέρδισε τις προηγούμενες εκλογές με μεγαλύτερο ποσοστό από όσο προέβλεπαν οι δημοσκοπήσεις. Εκτός από τη βαθιά πεποίθηση του Μπάιντεν ότι μόνο αυτός μπορεί να νικήσει τον Τραμπ, το κύριο επιχείρημα κατά της αποχώρησής του βασίζεται στην ιστορία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εν ενεργεία προέδρου που αρνήθηκε να θέσει υποψηφιότητα για δεύτερη θητεία ήταν ο Λίντον Τζόνσον το 1968. Ο αντιπρόεδρός του, Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, έχασε τις προεδρικές εκλογές από τον Νίξον.

Υπάρχει αντίπαλος;

Βέβαια, ο Μπάιντεν δεν έχει δείξει καμία διάθεση να παραιτηθεί από την υποψηφιότητά του για επανεκλογή. Εχει την πλήρη στήριξη της Δημοκρατικής Εθνικής Επιτροπής και έχει συγκεντρώσει πολλά κεφάλαια από δωρεές. Μέχρι τα μέσα Μαρτίου αναμένεται να έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό εκλεκτόρων για το συνέδριο στο Σικάγο τον Αύγουστο. Αραγε θα υπήρχε κάποιος άλλος Δημοκρατικός να πάρει τη θέση του και να διεκδικήσει με αξιώσεις τον Λευκό Οίκο;

Η αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις θα ήταν η φυσικός διάδοχος του Μπάιντεν, αλλά τα ποσοστά αποδοχής της είναι επίσης χαμηλά. Κυβερνήτες πολιτειών όπως η Γκρέτσεν Γουίτμερ από το Μίσιγκαν, ο Αντι Μπέσιαρ του Κεντάκι ή ακόμα και ο Γκάβιν Νιούσομ της Καλιφόρνια θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι. Αλλά η διοργάνωση μιας προεδρικής εκστρατείας σε αυτό το σημείο – αργά για τους αμερικανικούς κύκλους εκλογών που διαρκούν περισσότερο από έναν χρόνο – θα ήταν ένα τεράστιο στοίχημα. Αυτοί οι υποψήφιοι ίσως είναι καλύτερα να περιμένουν μέχρι την κούρσα του 2028 για να αποφασίσουν αν θα διεκδικήσουν το χρίσμα. Υπάρχει και η λύση μιας κεντρώας υποψηφιότητας από το κίνημα «No Labels» μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα, που προβάλλει τον Τζο Μάντσιν, τον Δημοκρατικό γερουσιαστή από τη Δυτική Βιρτζίνια. Κανείς όμως από αυτούς δεν φαίνεται ικανός να νικήσει τον Τραμπ.

Η επιλογή είναι δύσκολη. Ατομα στο περιβάλλον του Μπάιντεν λένε ότι το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να τον πείσει να παραιτηθεί είναι η σύζυγός του, Τζιλ Μπάιντεν, η οποία προσπαθεί συνεχώς να περιορίσει τη δημόσια έκθεσή του. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελεί στρατηγική. Το 2020, ο Μπάιντεν μπόρεσε να κάνει καμπάνια στο Zoom λόγω της πανδημίας. Αυτή τη φορά θα χρειαστεί να βγει εκεί έξω.