Μια ντροπιαστική ήττα υπέστη η πρώην κυβερνήτης της Νότιας Καρολίνας, και πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Νίκι Χέιλι, στις προκριματικές εκλογές για το ρεπουμπλικανικό προεδρικό χρίσμα που διεξήχθησαν προχθές στη Νεβάδα: ηττήθηκε (με 32%-61%) από την επιλογή «κανένας από αυτούς τους υποψηφίους», παρά την απουσία του Ντόναλντ Τραμπ από τα ψηφοδέλτια. Οχι ότι τα συγκεκριμένα primaries θα επηρεάσουν κατ’ οιονδήποτε τρόπο τη διαδικασία ανάδειξης του Ρεπουμπλικανού προεδρικού υποψηφίου: λόγω μιας κόντρας ανάμεσα στις αρχές της Νεβάδας και στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, οι 26 μεγάλοι εκλέκτορες της Νεβάδας θα επιλεγούν σήμερα σε caucus, τοπικές κομματικές συνελεύσεις, στις οποίες η Χέιλι δεν συμμετέχει και ο Τραμπ είναι ο μόνος βασικός υποψήφιος.

Ούτως ή άλλως, και παρότι απομένουν τέσσερις εβδομάδες έως την καθοριστική «Σούπερ Τρίτη», ο Τραμπ θεωρείται ήδη στην πραγματικότητα ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος για τον Λευκό Οίκο, τόσο από το ίδιο του το κόμμα όσο και από τον Δημοκρατικό του αντίπαλο, τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Για αυτό χαρακτηρίζεται τόσο κρίσιμος ο ρόλος που θα διαδραματίσει το Ανώτατο Δικαστήριο, σε μια εκλογική μάχη που παραμένει στοιχειωμένη από την προηγούμενη. Οι εννέα δικαστές του ετοιμάζονται να ακούσουν σήμερα τα επιχειρήματα των δύο πλευρών στην υπόθεση Κολοράντο-Μέιν.

Κολοράντο και Μέιν

Οι δύο αυτές Πολιτείες αποφάσισαν ότι ο Τραμπ δεν δικαιούται να είναι υποψήφιος στις ρεπουμπλικανικές προκριματικές εκλογές αφού ενεπλάκη σε ανταρσία την 6η Ιανουαρίου του 2021, όταν ένας φιλοτραμπικός όχλος επιτέθηκε στο Καπιτώλιο θέλοντας να εμποδίσει την επικύρωση της νίκης του Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές του 2020. Μια «αντιδημοκρατική» κύρωση, σύμφωνα με τους δικηγόρους του Τραμπ, που καλούν τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου «να προστατεύσουν τα δικαιώματα των δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών που θέλουν» να τον ψηφίσουν.

Η νομική ομάδα του Τραμπ επιμένει πως το Αρθρο 3 της 14ης Τροπολογίας του αμερικανικού συντάγματος, πάνω στο οποίο βασίστηκαν οι Αρχές του Κολοράντο και του Μέιν προκειμένου να τον αποκλείσουν, δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωσή του, αφού δεν κάνει ρητή αναφορά στο αξίωμα του προέδρου. Επιμένει επίσης πως ο Τραμπ δεν ενεπλάκη σε καμία ανταρσία την 6η Ιανουαρίου. Χάρη στους τρεις δικαστές που διόρισε ο Ρεπουμπλικανός πρώην πρόεδρος, οι συντηρητικοί δικαστές πλειοψηφούν ξεκάθαρα (6-3) στο Ανώτατο Δικαστήριο. Χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα κάτι: οι δικαστές σκέπτονται επίσης το σύνταγμα, όπως και τη θέση τους στην Ιστορία. Επιπλέον, κινδυνεύουν να πέσουν σε μια παγίδα που οι ίδιοι έστησαν, πραγματοποιώντας μια εκστρατεία ακύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν μετά τη δεκαετία του 1960 – όπως το ομοσπονδιακό δικαίωμα στην άμβλωση – στο όνομα μιας «πρωτοτυπικής» (originalist) ανάγνωσης του συντάγματος.

Η ασυλία του πρώην προέδρου

Το Ανώτατο Δικαστήριο θα κληθεί όμως να αποφανθεί και για ένα άλλο σημαντικό ζήτημα: την ασυλία που υποστηρίζει ότι έχει ο Τραμπ, ως τότε πρόεδρος, από τις κατηγορίες για απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος του 2020. O ίδιος ο Τζακ Σμιθ, ο ειδικός εισαγγελέας που έχει αναλάβει την ομοσπονδιακή έρευνα για την 6η Ιανουαρίου, ζήτησε από το σώμα να κρίνει κατεπειγόντως το θέμα αυτό ώστε να μπορέσει να προχωρήσει σε δίκη – η αρχική της ημερομηνία, στις 4 Μαρτίου, ήδη αναβλήθηκε.

Ομοσπονδιακό εφετείο της Ουάσιγκτον έδωσε προχθές μια σημαντική ώθηση σε αυτή τη συζήτηση, κρίνοντας πως ο Τραμπ δεν χαίρει ασυλίας. Οι δικηγόροι του Τραμπ ανακοίνωσαν πως θα εφεσιβάλουν την απόφαση, προσφεύγοντας στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ο χρόνος όμως τρέχει και η αλήθεια είναι πως, παρά τις 91 κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Τραμπ σε τέσσερις διαφορετικές υποθέσεις, οι αμερικανοί ψηφοφόροι πιθανόν να φτάσουν στις προεδρικές κάλπες τον Νοέμβριο αβέβαιοι για την ποινική ενοχή του. Ούτως ή άλλως όμως οι δικοί του ψηφοφόροι είναι πεπεισμένοι πως όλα αυτά είναι ένα κυνήγι μαγισσών σε βάρος του…