Η μητέρα του δεν θα το έκανε ποτέ – δεν θα ανακοίνωνε ποτέ πως έχει καρκίνο. Θα προτιμούσε, όπως και έκανε, να υπομένει το γήρας και τα όσα φέρνει μαζί του σιωπηλά, κάνοντας το καθήκον της έως την τελευταία στιγμή, υπογράφοντας επίσημα έγγραφα έως και μια ώρα πριν από την ώρα του θανάτου της. Ο Κάρολος, από την άλλη, επέλεξε να είναι ανοιχτός από την αρχή: δημοσιοποίησε μια επέμβαση που θεωρείται ταμπού για τους άνδρες και έπειτα έδωσε εντολή το Μπάκιγχαμ να μιλήσει για την αρρώστια που καλείται να αντιμετωπίσει.

Μπροστά μας βλέπουμε δύο διαφορετικές γενιές να αποφασίζουν τι είδους παράδειγμα ηγεσίας δίνουν – κι ας μην είναι ο βρετανικός θρόνος ένας ρόλος με ουσιαστική πολιτική δύναμη: η βασίλισσα, που όπως ολόκληρη η «Σιωπηλή Γενιά» ανατράφηκε στα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εκείνη που ήπιε το πρώτο της τσάι στο πόστο με πρωθυπουργό τον Ουίνστον Τσώρτσιλ σε μια εποχή που η μεγαλύτερη δύναμη του μονάρχη στη Βρετανία δεν ήταν απλώς να χαιρετάει χαμογελαστά από το μπαλκόνι, δεν θα σκεφτόταν ποτέ να βάλει την προσωπική της περιπέτεια στην κλειδαρότρυπα των ταμπλόιντ – όχι μόνο για λόγους ιδιωτικότητας, αλλά γιατί μεγάλωσε με την πεποίθηση πως η ανθρώπινη φύση της θα έρχεται πάντα δεύτερη, πως είναι εκείνη που αποτελεί το υπόδειγμα.

Από την άλλη, ο σημερινός βασιλιάς είδε στο καθήκον του τον λόγο να μην παντρευτεί εξαρχής τη γυναίκα που ήθελε, είδε τη ζωή των παιδιών του να διαμορφώνεται καθοριστικά από τη διασημότητά τους – και παρ’ όλα αυτά επέλεξε έναν άλλο δρόμο. Οσο άλλαζαν οι δεκαετίες τόσο περισσότερο μπορούσε να είναι ο εαυτός του. Αναδεικνύοντας ως μεγαλύτερο προσόν του πως είναι ένας από τους πολλούς στην προδιαγεγραμμένη μοίρα όλων, στην κοινή εμπειρία που δεν διαφοροποιείται στο ελάχιστο ανάλογα με το αν είναι κανείς βασιλιάς ή κοινός θνητός.

Είναι τόσο σχηματικός ο θεσμός της βρετανικής μοναρχίας, τόσο γνώριμος σε όλον τον κόσμο ως ιστορία και ως ατραξιόν, που διευκολύνει την καταγραφή του διλήμματος για όσους βρίσκονται σε θέσεις πολιτικής ευθύνης ή εκείνους που φιλοδοξούν να τις κερδίσουν: είναι καλύτερο να θεωρείται ένας πολιτικός αρχηγός απρόσιτος, τεχνοκράτης, προσηλωμένος στη δουλειά του ή κερδίζει περισσότερους πόντους όταν αποδεικνύεται άνθρωπος με μίση, πάθη και ελαττώματα, όταν διεκδικεί τις επιλογές του, όταν αρρωσταίνει; Στην Ελλάδα, ανάλογα την εποχή και τα προστάγματά της, ψηφίσαμε και τους δύο τύπους, όμως στη Μεταπολίτευση αγαπήσαμε τον δεύτερο σαφώς περισσότερο. Τόσο πολύ, που αποτελεί ακόμα και σήμερα άπιαστο ιδανικό, κι ας συγκέντρωνε στο εκάστοτε πρόσωπό του περισσότερα ελαττώματα από αυτά που μπορεί να συγχωρέσει κανείς σε έναν απλό άνθρωπο, έναν κανονικό πολίτη.

Θέλουμε, στ’ αλήθεια, έναν ηγέτη κατ’ εικόνα και ομοίωσή μας; Μπορεί να παίζει ρόλο το ταπεραμέντο, μπορεί το ίδιο το πρόσωπο – η Ελισάβετ δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά βασίλισσα. Αυτό όμως στην πράξη αποδεικνύει πως δεν υπάρχει συνταγή. Ή, μάλλον, πως η συνταγή είναι προσωποποιημένη και διαμορφώνεται, αλλάζει, ορίζεται από τις κοινωνίες και τα βιώματά τους. Το καθήκον έχει διαφορετικό βάρος για αυτόν που κάθε φορά αναγκάζεται να το σηκώσει. Και οι νεότεροι έχουν γίνει πιο κυνικοί, δεν θεωρούν πια πως μπορούν να σώσουν τον κόσμο.