Η αρχή του 2024 χαρακτηρίστηκε από ένα κύμα ολοένα και πιο απαισιόδοξων προβλέψεων για την οικονομία της Κίνας. Ενώ η κινεζική κυβέρνηση παραμένει αισιόδοξη, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 4,6% φέτος, από 5,4% το 2023. Εν τω μεταξύ στο κινεζικό χρηματιστήριο καταγράφεται πτώση των τιμών των μετοχών στο χαμηλότερο επίπεδό τους στα 5 χρόνια. Αλλά οι οικονομικές προοπτικές της Κίνας είναι πιο φωτεινές από όσο φαίνονται.

Το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία βρίσκεται σε μια σχεδόν αποπληθωριστική περίοδο, με τον δείκτη τιμών καταναλωτή και τον δείκτη τιμών παραγωγού σε αρνητικό έδαφος, δίνει τη δυνατότητα στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να εισαγάγουν σημαντικά δημοσιονομικά κίνητρα για την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν για τον πληθωρισμό, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις αποπληθωριστικές πιέσεις, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας (PBOC) θα πρέπει να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική και να θέσει τον στόχο της για τον πληθωρισμό στο 3-4%. Αναγνωρίζοντας την ενδογένεια της προσφοράς χρήματος, η PBOC θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα επιτόκια ως βραχυπρόθεσμο μακροοικονομικό εργαλείο, αντί να κατευθύνει τους οικονομικούς πόρους σε συγκεκριμένους κλάδους και εταιρείες.

Οι επενδύσεις σε υποδομές παραμένουν το πιο αποτελεσματικό μέσο της κυβέρνησης για την τόνωση της οικονομίας όταν η ζήτηση είναι ασθενής. Σε περίπτωση που η κυβέρνηση αντιμετωπίσει δυσκολίες στη χρηματοδότηση επενδύσεων σε υποδομές μέσω της έκδοσης κρατικών ομολόγων, η PBOC θα μπορούσε να εφαρμόσει τη δική της εκδοχή ποσοτικής χαλάρωσης και να αγοράσει δημόσιο χρέος στην ανοιχτή αγορά.

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς ορισμένων οικονομολόγων, η Κίνα δεν αντιμετωπίζει υπερβολικές επενδύσεις σε υποδομές. Στην πραγματικότητα, η χώρα έχει ακόμη ένα μεγάλο κενό υποδομών που πρέπει να κλείσει, ειδικά σε κρίσιμους τομείς όπως η υγεία, η φροντίδα ηλικιωμένων, η εκπαίδευση, η επιστημονική έρευνα, η αστική ανάπτυξη και οι μεταφορές.

Ενώ η κορυφαία προτεραιότητα της κυβέρνησης το 2024 είναι η τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης και η αποκατάσταση της οικονομικής εμπιστοσύνης, η Κίνα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει το υψηλό χρέος της τοπικής αυτοδιοίκησης και μια συνεχιζόμενη κρίση ρευστότητας στον τομέα των ακινήτων που, εάν αφεθεί χωρίς αντιμετώπιση, θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε πλήρη φουσκωμένη κρίση χρέους.

Ευτυχώς, η κινεζική κυβέρνηση έχει τους οικονομικούς πόρους που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις κατά μέτωπο. Εφαρμόζοντας επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές και επιδιώκοντας ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, η Κίνα θα είναι σε καλή θέση να αναστρέψει την οικονομική επιβράδυνση και να διατηρήσει ισχυρή ανάπτυξη για τα επόμενα χρόνια.

Ο Γιου Γιονγκντίνγκ είναι πρώην πρόεδρος του China Society of World Economics και διευθυντής του Institute of World Economics and Politics. Εχει διατελέσει μέλος της επιτροπής χάραξης πολιτικής της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας (2004-2006).