Αν κανείς παρατηρήσει τις πολεμικές που έχουν ξεδιπλωθεί σε διάφορες χώρες με αφορμή τις αντιδράσεις στις πολεμικές επιχειρήσεις του Ισραήλ στη Γάζα, θα διαπιστώσει ότι συχνά επανέρχεται η θέση ότι πίσω από τις κριτικές στην πολιτική του ισραηλινού κράτους υποκρύπτεται αντισημιτισμός.

Η συζήτηση δεν είναι νέα, εάν αναλογιστούμε την αντιπαράθεση γύρω από το εάν ο «λειτουργικός ορισμός του αντισημιτισμού» της Διεθνούς Συμμαχίας για τη Μνήμη του Ολοκαυτώματος (IHRA) αφήνει περιθώριο να θεωρηθούν αντισημιτικές ορισμένες κριτικές στο Ισραήλ. Ουσιαστικά, είναι η θέση ότι εφόσον το Ισραήλ αποτελεί την εστία του εβραϊκού έθνους, έπεται ότι η έντονη κριτική σε αυτό ή η επερώτηση των όρων υπό τους οποίους αυτό δημιουργήθηκε ισοδυναμεί με αντισημιτική άρνηση του δικαιώματος των Εβραίων να υπάρχουν με τις πολιτικές μορφές που αυτοί έχουν επιλέξει και η διεθνής κοινότητα έχει επικυρώσει. Είναι μια θέση που αντιμετωπίζει το Ισραήλ ως την εβραϊκή εστία και τον κύριο διαχειριστή της πολιτιστικής κληρονομιάς, ταυτότητας και ιστορικής μνήμης του Εβραϊσμού.

Ομως το ερώτημα είναι εάν έτσι προσπερνούμε το ζήτημα που αφορά ενάντια σε τι στράφηκε τελικά ο αντισημιτισμός, στη μορφή που πήρε στα τέλη του 19ου αιώνα και στη διάρκεια του 20ού αιώνα με αποκορύφωμα τη Σοά. Γιατί μια πιο προσεκτική ανάγνωση της Ιστορίας θα δείξει ότι ο αντισημιτισμός του 20ού αιώνα δεν προσπάθησε να εξοντώσει μόνο τον εβραϊκό πληθυσμό της Ευρώπης, αλλά και αυτό που ο ιστορικός Εντσο Τραβέρσο έχει χαρακτηρίσει ως την εβραϊκή νεωτερικότητα, στο βιβλίο του «Το τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας. Ιστορία μιας συντηρητικής στροφής», που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου σε μετάφραση του Νίκου Κούρκουλου.

Ο «μη-εβραίος Εβραίος»

Ο Τραβέρσο επισημαίνει ότι τα στοιχεία που συγκροτούν αυτή την ιδιαίτερη εβραϊκή νεωτερικότητα, δηλαδή ο κοσμοπολιτισμός, η κινητικότητα, η διασπορά, όπως αναδείχτηκαν σε διάφορες μορφές μετά τη Χειραφέτηση, δηλαδή την άρση των νομικών διακρίσεων εναντίον των Εβραίων και την εκχώρηση ίσων δικαιωμάτων με αυτά των υπόλοιπων πολιτών, αποτέλεσαν πλευρές ενός ιδιαίτερου διανοητικού, καλλιτεχνικού και επιστημονικού πλούτου. Αρκεί να σκεφτούμε τη φιγούρα του «μη-εβραίου Εβραίου» που πρότεινε ο Ισαάκ Ντόιτσερ για να «σκιαγραφήσει τη μορφή του διανοουμένου που βρίσκεται σε ρήξη με την κληρονομημένη θρησκεία και κουλτούρα» (σ. 71) και αποτυπώνεται σε μορφές όπως ο Σπινόζα, ο Χάινε, ο Μαρξ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Φρόιντ.

Προφανώς η αντισημιτική βία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των ναζιστικών εργοστασίων θανάτου, δεν περιορίστηκε στις φιγούρες που εκπροσωπούσαν τον εβραϊκό κοσμοπολιτισμό, όμως η εχθρότητα προς τη φιγούρα του Εβραίου ως αυτού που δεν χωράει στον τρόπο που διαμορφώνονταν εθνικά κράτη και εκπροσωπεί έναν μη ανεκτό ριζοσπαστισμό θα είναι βασική διάσταση του ευρωπαϊκού αντισημιτισμού.

Η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, παρότι σε μεγάλο βαθμό αντιμετωπίστηκε ως μια μορφή επανόρθωσης για την ανείπωτη φρίκη της Σοά, διαμορφώνει μια νέα συνθήκη, ακριβώς γιατί ο σιωνισμός αντιμετωπίζει πλέον την εβραϊκότητα ως μία κρατική εθνική ιδεολογία, που εκτός όλων των άλλων καλείται να νομιμοποιήσει το τραύμα στην ίδια την κρατική συγκρότηση του Ισραήλ, δηλαδή το γεγονός ότι ένα μέρος των παλαιστινίων κατοίκων του εκδιώχτηκαν από τη γη τους, όσοι έμειναν μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας και μετά το 1967 είχαμε το ζήτημα των κατεχόμενων παλαιστινιακών περιοχών. Και όπως επισημαίνει και ο Τραβέρσο, η Χάνα Αρεντ σχετικά νωρίς αντιλήφθηκε το πρόβλημα που δημιουργούσε το γεγονός ότι διαμορφωνόταν μια μάζα «παλαιστινίων παριών» (σ. 127).

Ισραηλινός εβραϊκός εθνικισμός

Για τον Τραβέρσο η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και η ανάπτυξή του συμπίπτει με μια εξάντληση της δυναμικής της εβραϊκής νεωτερικότητας, την ίδια ώρα που η μνήμη του Ολοκαυτώματος μετασχηματιζόταν στη «μήτρα μιας πολιτικής θρησκείας […] του ισραηλινού εθνικισμού» (σ. 192). Αξίζει να σημειώσουμε εδώ τη μεταστροφή αυτή, από τη φιγούρα του Εβραίου ως διαρκούς «υπονόμευσης» του έθνους, στη φιγούρα ενός ισραηλινού εβραϊκού εθνικισμού που διεκδικεί νομιμοποίηση ακόμη και για πολεμικές επιχειρήσεις όπως αυτές στη Γάζα. Οπως υπογραμμίζει ο Τραβέρσο «ο διασπορικός εβραϊσμός είχε σταθεί η κριτική συνείδηση του δυτικού κόσμου, το Ισραήλ επιβιώνει σαν ένας από τους μηχανισμούς κυριαρχίας αυτού του δυτικού κόσμου» (σ. 200).

Η ανάδυση της ισλαμοφοβίας

Ολα αυτά συνδυάζονται και με άλλες ιδεολογικές μετατοπίσεις. Την ώρα όπου εξακολουθούν να αναπαράγονται αντισημιτικά στερεότυπα και πρακτικές αναδύεται παράλληλα η ισλαμοφοβία ως κρίσιμη μορφή ρατσισμού στον ευρωπαϊκό χώρο. Οπως σημειώνει ο Τραβέρσο «το πορτρέτο του αραβομουσουλμάνου, όπως το σκιαγραφεί η σύγχρονη ξενοφοβία, δεν διαφέρει από το πορτρέτο του Εβραίου που είχε κατασκευάσει ο αντισημιτισμός στις αρχές του 20ού αιώνα. Οι γενειάδες, τα τεφιλίν και τα καφτάνια των τότε εβραίων μεταναστών από την ανατολική Ευρώπη αντιστοιχούν στις γενειάδες και τις μαντίλες των σημερινών μουσουλμάνων» […] Στο πολιτικό επίπεδο, το φόβητρο της ισλαμικής τρομοκρατίας αντικατέστησε το φόβητρο του εβραιομπολσεβικισμού» (σ. 168).

Αντισημιτικοί τρόποι

Σε μια Ευρώπη όπου ακόμη και οι διεκδικητές της κληρονομιάς του φασισμού (και αντισημιτισμού) του Μεσοπολέμου δηλώνουν υποστηρικτές του Ισραήλ, έχει ενδιαφέρον ότι αυτό δεν έχει να κάνει με την αλληλεγγύη στον αδύναμο και κατατρεγμένο Εβραίο, αλλά πολύ περισσότερο με την υποστήριξη στον Ισραηλινό ως τον ισχυρό μαχητή της Δύσης και των ιδανικών της απέναντι στην εγγενή καθυστέρηση, βαρβαρότητα και δολερότητα του μη λευκού μουσουλμάνου «τρομοκράτη». Κοντολογίς μια αναπαραγωγή τρόπων πολύ κοντινών στον αντισημιτισμό…