«Βρισκόμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Σημειώθηκε αποσυμπίεση, πρέπει να επιστρέψουμε».

Αυτό ήταν το αγωνιώδες μήνυμα που έστειλε το περασμένο Σάββατο στον πύργο ελέγχου του διεθνούς αεροδρομίου του Πόρτλαντ ο κυβερνήτης της πτήσης 1282, λίγα μόλις λεπτά μετά την απογείωσή της με κατεύθυνση το Οντάριο της Καλιφόρνια. Είχε προηγηθεί η αποκόλληση ενός παραθύρου και τμήματος της ατράκτου, με έναν ισχυρό κρότο, που άφησε ένα κενό «σε μέγεθος ψυγείου», όπως δήλωσαν κάποιοι από τους 171 επιβάτες, που είχε ως αποτέλεσμα να πέσουν οι μάσκες οξυγόνου και να προκληθεί πανικός στο εσωτερικό του Boeing 737 Max 9 – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που αυτό προσγειώθηκε με ασφάλεια, 20 λεπτά αφότου οι ρόδες του είχαν πάψει να πατούν στο έδαφος.

Ηταν ένα απρόοπτο συμβάν το οποίο, όπως υπογραμμίζουν αρκετοί ειδικοί, επανέφερε τον «εφιάλτη των αιθέρων» για τα Boeing, ενώ μόνο από τύχη δεν προκάλεσε θύματα. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με όσα είπε η επικεφαλής της υπηρεσίας ασφάλειας πολιτικών πτήσεων των ΗΠΑ, Τζένιφερ Χάμεντι, το αεροσκάφος βρισκόταν ακόμη σε φάση ανόδου, κάτι που σημαίνει πως όλοι οι επιβάτες παρέμεναν στις θέσεις τους φορώντας τις ζώνες.

Αντιθέτως, εάν το αεροσκάφος είχε φτάσει στο προβλεπόμενο ύψος και είχε σβήσει η φωτεινή εντολή «προσδεθείτε», τότε αρκετοί θα ήταν όρθιοι και θα τους «ρουφούσε» η τρύπα στην άτρακτο, όπως συνέβη με κάποια κινητά τηλέφωνα και το ρούχο ενός παιδιού, το οποίο η μητέρα του αναγκάστηκε να κρατήσει σφιχτά για να μη φύγει από τη θέση του.

Ολοκαίνουργιο αεροσκάφος

Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, παρότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρξαν νεκροί ή τραυματισμοί (το δεύτερο περιστατικό μέσα σε λίγες μέρες στο οποίο οι επιβάτες αεροσκάφους στέκονται τυχεροί, μετά τη σύγκρουση στο αεροδρόμιο του Τόκιο), η εξέλιξη δεν είναι καλή για την εμβληματική αεροναυπηγική εταιρεία των ΗΠΑ. Ειδικά καθώς επανέφερε στη μνήμη όλων τα δύο φονικά δυστυχήματα του 2018 και του 2019, με πρωταγωνιστές ισάριθμα Boeing 737 Max 8, που είχαν κοστίσει τη ζωή σε 346 συνολικά ανθρώπους και είχαν αναγκάσει τη διοίκησή της και τις αρμόδιες αρχές να «προσγειώσουν» όλα τα Boeing Max σε όλο τον κόσμο και για περίπου δύο χρόνια, προκειμένου να υποστούν τους αναγκαίους ελέγχους.

Αξίζει να σημειωθεί πως το παραλίγο μοιραίο αεροσκάφος ήταν ολοκαίνουργιο, καθώς είχε παραδοθεί στην Boeing μόλις στις 31 Οκτωβρίου 2023.

Η δε εταιρεία έδειχνε να βγαίνει οριστικά από το «τούνελ» και να αφήνει πίσω της τη ζημιά που υπέστη (και στη φήμη της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τον ανταγωνισμό, ειδικά με την ευρωπαϊκή Airbus), βλέποντας τη μετοχή της να ανακάμπτει το 2023 και να ενισχύεται κατά 30%. Ηταν μια καθυστέρηση η οποία, εκτός των άλλων, οφειλόταν και στο γεγονός ότι τα προβλήματα δεν σταμάτησαν – απόδειξη το γεγονός ότι το 2021 ένα πρόβλημα που διαπιστώθηκε στο ηλεκτρικό σύστημα κράτησε καθηλωμένα στο έδαφος επί αρκετές μέρες γύρω στα 100 Boeing Max κάθε τύπου.

Είχαν απολύσει τον διευθύνοντα σύμβουλο

«Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόταν η Boeing ήταν και άλλα προβλήματα με τα αεροσκάφη τύπου Max. Αυτό όμως συνέβη στην αρχή του νέου έτους», σημειώνει χαρακτηριστικά η «Wall Street Journal». Υπενθυμίζεται πως ο όμιλος, μετά τα δύο δυστυχήματα, είχε αναγκαστεί να απολύσει τον διευθύνοντα σύμβουλό του, Ντένις Μίλενμπεργκ, καθώς και να καταβάλει κάπου 2,5 δισ. δολάρια στο αμερικανικό Δημόσιο μετά τον συμβιβασμό στον οποίο κατέληξε με το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Παράλληλα, είχε παραδεχθεί ότι τα στελέχη του είχαν επιχειρήσει συστηματικά να εξαπατήσουν τις αρμόδιες αρχές αναφορικά με τα ζητήματα ασφαλείας που άπτονταν των δύο προαναφερθέντων δυστυχημάτων.