Η στρατιωτική συμφωνία την οποία συνήψε τη Δευτέρα το νεότερο κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ με τις ΗΠΑ προκάλεσε τις απειλές της Μόσχας για αντίποινα. Η Ρωσία «δεν θα αφήσει αναπάντητη την ενίσχυση του στρατιωτικού δυναμικού του ΝΑΤΟ στα σύνορά μας, η οποία απειλεί την ασφάλεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας, και θα λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να αντιμετωπίσει τις επιθετικές αποφάσεις της Φινλανδίας και των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ», ανέφερε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, λίγο αφότου είχε κληθεί για εξηγήσεις ο φινλανδός πρέσβης.

Η συμφωνία δίνει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να έχουν ταχεία στρατιωτική πρόσβαση στη Φινλανδία σε περίπτωση σύγκρουσης, ενώ σε αυτήν καταγράφονται 15 εγκαταστάσεις και περιοχές της σκανδιναβικής χώρας – ανάμεσα στις οποίες τέσσερις αεροπορικές βάσεις και ένα λιμάνι – στις οποίες οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θα έχουν ανεμπόδιστη πρόσβαση, ενώ θα μπορούν επίσης να αποθηκεύουν εξοπλισμό και πυρομαχικά.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ουάσιγκτον διατηρεί παρόμοιες συμφωνίες με πολλούς εταίρους της στο ΝΑΤΟ και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, το Κρεμλίνο όμως αποδίδει στην περίπτωση της Φινλανδίας ιδιαίτερη σημασία.

Τα αεροσκάφη F-16

Οσον αφορά, επίσης, την ένταξη της Σουηδίας στη Συμμαχία, σε νέες δηλώσεις του ο Ταγίπ Ερντογάν υπογράμμισε ότι το θέμα αυτό πρέπει να λυθεί παράλληλα με το αίτημα της Τουρκίας για τα μαχητικά F-16. «Ας αφήσουμε τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, και τον υπουργό Εξωτερικών μας, Χακάν Φιντάν, να διεξάγουν ταυτόχρονα αυτή τη διαδικασία. Ετσι, θα έχουμε και εμείς την ευκαιρία να το περάσουμε από το Κοινοβούλιο πολύ πιο εύκολα» είπε επιστρέφοντας από τη Βουδαπέστη.

Ο δε Βλαντιμίρ Πούτιν αναφέρθηκε χθες στο ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, δηλώνοντας πως κάτι τέτοιο «δεν θα είναι αποδεκτό για τη Ρωσία ούτε σε 10 ούτε σε 20 χρόνια». Παράλληλα, στο πλαίσιο συνάντησης που είχε με τη στρατιωτική ηγεσία στο υπουργείο Αμυνας, ανακοίνωσε σχέδια για την αναβάθμιση του πυρηνικού οπλοστασίου της Ρωσίας, ενώ ξεκαθάρισε πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχιστεί, θέτοντας παράλληλα στόχο περαιτέρω αύξησης του αριθμού τόσο των μισθοφόρων όσο και των κληρωτών στις ένοπλες δυνάμεις.