Πριν από 132 χρόνια, το 1891, ο Κωνσταντίνος Καβάφης δημοσίευσε δύο ενδιαφέροντα άρθρα, όπου επιχειρηματολογούσε υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Εκεί παρουσίαζε την έντονη αντιπαράθεση που και εκείνη την εποχή υπήρχε στην Αγγλία μεταξύ των υποστηρικτών της επίσημης θέσης του βρετανικού κράτους και των αντιπάλων τους. Ενα βασικό επιχείρημα των πρώτων, που αναφέρει ο Καβάφης, καταδεικνύει ότι η κτήση των λεγόμενων «ελγίνειων» ήταν ανάλογη, για αυτούς, με την κατοχή των υπερπόντιων αποικιών τους: «Φρον[ούν] ότι εάν επιστραφώσιν αι αρχαιότητες αύται, πρέπει ν’ αποδοθώσιν επίσης η Γιβραλτάρη, η Μελίτη, η Κύπρος, η Ινδική […]». Σε άρθρο του για «Το Κυπριακόν ζήτημα» το 1893, ο Καβάφης ασκούσε πάλι κριτική της βρετανικής αποικιοκρατίας, με διαφορετική, αυτή τη φορά, αφορμή.

Προσφάτως, με μια κίνηση που καταδεικνύει πως τα κατάλοιπα της αποικιοκρατικής αλαζονείας έχουν ακόμη μεγάλη ισχύ – τουλάχιστον σε υψηλούς κύκλους της πολιτικής (και όχι μόνο…) εξουσίας – στην πάλαι ποτέ κραταιά Βρετανική Αυτοκρατορία, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας επέδειξε αλγεινή ελγινολαγνεία. Mε μοναδικά τραγελαφική, για τη διπλωματική πραγματικότητα της σύγχρονης Ευρώπης, αμηχανία, διαμήνυσε την υποτιθέμενη ιδιοκτησιακή σχέση της χώρας του με τα συλημένα από τον περιβόητο συμπατριώτη του μάρμαρα του Παρθενώνα. Με αυτόν τον τρόπο η σημερινή ηγεσία της Βρετανίας κατέδειξε ότι συνεχίζει να δρα ως κληρονόμος μιας εδώ και χρόνια ασπαίρουσας αποικιοκρατικής δύναμης, που μέχρι σήμερα σε μεγάλο βαθμό στηρίζει το παγκόσμιο διπλωματικό της κεφάλαιο, τουλάχιστον σε συγκεκριμένες περιοχές, στις συχνά δραματικές συνέπειες τής για αιώνες κατακτητικής και, κατόπιν, αποδομητικής (βλ. το δόγμα «διαίρει και βασίλευε») πολιτικής της σε πρώην αποικίες της (βλ. π.χ. Κύπρο, Εγγύς και Μέση Ανατολή, Ανατολικοκεντρική Ασία). Θα περίμενε κανείς ότι και μετά το περιβόητο Brexit και υπό το φως κινημάτων αναθεώρησης κατεστημένων ιδεολογικών ιεραρχιών, η ηγεσία μιας τόσο μεγάλης δύναμης θα είχε τουλάχιστον τη φρόνηση να συνεχίσει να καλύπτει τη, διαφαινόμενη, τάση της προς τη Realpolitik με την παραδοσιακή διπλωματικότητα της ελαφράς, έστω, ευφυολογίας (witticism), παρά να απογυμνωθεί διεθνώς, «χωρίς περίσκεψιν…, χωρίς αιδώ».

Ενας λόγος που σχολιάζω κατ’ αυτόν τον τρόπο την «ιδιοκτησιακή» προσκόλληση της σημερινής βρετανικής πολιτικής ηγεσίας στο πολιτιστικό κεφάλαιο των μαρμάρων του Παρθενώνα είναι επίσης για να προβάλω, εμμέσως, και την εθελοτυφλία όσων βάλλουν, βασιλικότεροι του βασιλέως, κατά του αιτήματος της ελληνικής πλευράς για την επιστροφή τους στην κοιτίδα τους, χαρακτηρίζοντάς το εθνικιστικό και παρωχημένο, άμεσα συνδεδεμένο με την κατασκευή και το ιδεολόγημα της νεοελληνικής ταυτότητας, χωρίς ωστόσο, ταυτόχρονα, να σχολιάζουν καθόλου την ιμπεριαλιστική πολιτιστική πολιτική και την άκρως «καπιταλιστική», ωφελιμιστική εκμετάλλευση της παγκόσμιας ιστορίας εκ μέρους μιας μεγάλης διεθνούς δύναμης, όπως η Μεγάλη Βρετανία. (Αλήθεια, γιατί η αγγλική, για παράδειγμα, ή η γερμανική, η ιταλική, ή όποια άλλη «εθνική ταυτότητα» θεωρούνται μη κατασκευασμένες; Αυτές είναι, άραγε, …«αχειροποίητες», αναγόμενες σε κάποιες άχρονες, μεταφυσικές απαρχές;) Το παράδοξο είναι ότι τέτοιες κριτικές του ελληνικού αιτήματος και, παράλληλα, τέτοια αποφυγή σχολιασμού της βρετανικής αποικιοκρατικής στάσης επιχειρούνται συχνά από διανοούμενους που υποτίθεται ότι υπονομεύουν κέντρα εξουσίας, την ίδια την έννοια και πραγματικότητα της εξουσίας και τις καπιταλιστικές της δομές.

Είναι αλήθεια ότι, ενίοτε, σε κάποιους κύκλους στην Ελλάδα η επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα φαντάζει σαν εθνικιστική πανάκεια που, ως διά μαγείας, θα συμβάλει δραστικά, δήθεν, στο διεθνές γόητρο της χώρας. Αλλά αυτή είναι η εξαίρεση και σήμερα οι Ελληνες, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειοψηφία τους, δεν θεωρούν τα μάρμαρα του Παρθενώνα απαραίτητο συστατικό ή εχέγγυο της όποιας τους ταυτότητας. Κανείς εχέφρων άνθρωπος, τουλάχιστον όσοι, Ελληνες και ξένοι, ηγούνται σήμερα της προσπάθειας επιστροφής των μαρμάρων του Παρθενώνα, δεν έχει, πιστεύω, τέτοιες ψευδαισθήσεις ή επιδιώξεις.

Κοινός αντίπαλος, αν πρέπει να έχουμε κάποιον, είναι οι όποιες εκφάνσεις (γεωπολιτικές, οικονομικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές) τής όντως εδώ και αιώνες βίαιης και καταστροφικής «Realpolitik». Και η Ελλάδα, εν συγκρίσει με πολλές άλλες χώρες, ελάχιστα έχει υπάρξει μέτοχος μιας τέτοιας πολιτικής, τουλάχιστον από τη Μεταπολίτευση και μετά – και το ότι αποτελεί συχνά εύκολο στόχο πολλαπλών, κάποτε άκριτων ή προκατειλημμένων, κριτικών δεν μπορεί να την καταστήσει και το ίδιο υπεύθυνη ή υπόλογη.

Ο Παναγιώτης Ροϊλός είναι καθηγητής Ελληνικών Σπουδών, κάτοχος της Εδρας Γ. Σεφέρη στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και επιστημονικός εταίρος στο Κέντρο Διεθνών Σχέσεων Weatherhead