Οι άνθρωποι λένε ιστορίες. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι μια ιστορία αφηγήσεων. Μικρή σημασία έχει εάν διεκδικούν την αληθοφάνεια ή παραδέχονται ότι αποτελούν μυθοπλασία, εάν μοιάζουν με παραμύθια ή με επιστημονικές πραγματείες, εάν δοκιμάζουν να είναι καθολικές ή ασχολούνται με το μεμονωμένο και επιμέρους. Το είδος μας διαρκώς αφηγείται, πλάθει θρύλους ή ιστορικές μελέτες για τη συλλογική του ύπαρξη. Εχουμε ανάγκη να «λέμε ιστορίες» ακόμη και όταν παραδεχόμαστε, όπως έκανε ο Λιοτάρ το 1979, ότι ζούμε το «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων». Εχουμε μια επίγνωση της ιστορικότητάς μας, ακόμη και στο επίπεδο του υπαρξιακού άγχους που συνεπάγεται ότι η ατομική μας ιστορία συμπεριλαμβάνει ως αναπόδραστο ορίζοντα τον θάνατό μας.

Τα ερωτήματα για την Ιστορία, το νόημά της, τη δυνατότητα ιστορικής αφήγησης κυριαρχούν στον 20ό και τον 21ο αιώνα. Και με αυτά επιλέγει να ασχοληθεί ο Γιοάν Σαπουτό στο βιβλίο του «Η μεγάλη αφήγηση. Εισαγωγή στην ιστορία του καιρού μας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις σε πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Καράμπελα.

Ο Σαπουτό ξεκινά από την Καθολική Εκκλησία, εντοπίζοντας στον 20ό αιώνα, ιδίως μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος, μια κρίση της αντίληψης ότι η Ιστορία είναι το ξεδίπλωμα της θείας πρόνοιας, στοιχείο που οδηγεί αφενός σε μια στροφή προς μια αρνητική ή αποφατική θεολογία, αφετέρου προς μια φαινομενολογία της παρουσίας του θείου, αντί μιας σαφούς διατύπωσης νοήματος της Ιστορίας. Ετσι, εισάγει το ερώτημα εάν η μεταπολεμική περίοδος σηματοδοτεί το τέλος της Ιστορίας και τη χρεοκοπία της αφήγησης. Στέκεται στη μεγάλη άνθηση της μυθιστοριογραφίας στη δεκαετία του 1930, όταν η απώλεια της πίστης οδηγεί π.χ. στο έργο του Μαλρό στην εξιδανίκευση της δράσης του συνειδητού και αποφασισμένου ανθρώπου που θέλει να αφήσει το σημάδι του στην Ιστορία, στοιχείο που μετασχηματίζεται στο αίτημα μιας μη αλλοτριωμένης ύπαρξης που σφραγίζει τον υπαρξισμό τόσο του Σαρτρ όσο και του Καμί.

Κομμουνιστική εσχατολογία

Υπήρξαν, όμως, και οι τοποθετήσεις που επέμειναν σε μια εκκοσμικευμένη εσχατολογία, μια προσπάθεια για μια προσδοκία αιτολογημένη για ένα μέλλον χειραφέτησης, ακόμη και τη στιγμή που όσοι ασπάζονταν αυτή την πεποίθηση εκτελούνταν από τους ίδιους τους συντρόφους τους, που τους αντιμετώπιζαν ως προδότες ή πράκτορες. Με αυτό τον τρόπο ο Σαπουτό αντιμετωπίζει μια ορισμένη κομμουνιστική εσχατολογία, ορατή ακόμη και στις τοποθετήσεις των στελεχών της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας που μέχρι τέλους υπερασπίζονταν ένα καθεστώς καταστολής στο όνομα των συμφερόντων των εργατών.

Ως προς τον ναζισμό ο Σαπουτό στέκεται στο πώς οι Ναζί ασπάζονταν μια αφήγηση που αντιμετώπιζε ακόμη και την αρχαία Ελλάδα ως κατά βάση έργο νορδικών λαών και έβλεπαν την Ιστορία ως το πεδίο ενός εκφυλισμού, προς όφελος του «ιουδαιοχριστιανισμού» και τελικά του «ιουδαιοκομμουνισμού», και μιας επιμειξίας, που επιτέλους μπορούσε να αντιστραφεί. Αντίστοιχα, βλέπει την ιδιαίτερη αναφορά του ιταλικού φασισμού στη ρωμαϊκή αρχαιότητα ως τρόπο εξύμνησης της φασιστικής εκδοχής «ιταλικότητας».

Η κρίση νοήματος που αποτυπώνεται στην επαύριον του Ολοκαυτώματος, πρώτα στη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία, αλλά και με έναν τρόπο στην εξέλιξη της γαλλικής λογοτεχνίας (π.χ. στο «νέο μυθιστόρημα»), η αίσθηση ότι η γλώσσα είναι πια μια διαλυμένη συσσώρευση μονάδων νοήματος, αποτυπώνεται για τον Σαπουτό και στην κυριαρχία μιας εκδοχής θεωρίας της λογοτεχνίας που σε μεγάλο βαθμό υιοθετεί μια μαθηματικοποιημένη γραφή και προσέγγιση (που συνδυάζεται με μια ανάλογη μεταστροφή στον τρόπο διδασκαλίας των Μαθηματικών στην εκπαίδευση).

Οι θεωρίες συνωμοσίας

Από την άλλη, οι θεωρίες συνωμοσίας, στις οποίες αφιερώνει ένα κεφάλαιο ο Σαπουτό, αποτυπώνουν το αποτέλεσμα που μπορεί έχει η αναζήτηση μιας αφήγησης που θέλει να βάλει τάξη σε αυτό που φαντάζει ως ένα χάος καταιγιστικών συμβάντων, μυθοπλασίες που όμως μπορούν να έχουν πολύ πρακτικά αποτελέσματα, εάν δούμε για παράδειγμα όσα έκαναν οι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ στις 6 Ιανουαρίου 2021.

Αυτό φέρνει τον Σαπουτό αντιμέτωπο με το σχήμα για το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων όπως διατυπώθηκε από τον Λιοτάρ αλλά και άλλους αποτυπώνοντας τα όρια των διαφόρων παραλλαγών ιστορικής τελεολογίας ή ακόμη και εσχατολογίας, ένα νήμα που φτάνει μέχρι τη θέση του Φουκουγιάμα για το τέλος της Ιστορίας μέσα από τη νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Μόνο που και αυτό καταλήγει να γίνει ένα νεοφιλελεύθερο storytelling που με τη σειρά του διαψεύστηκε στην κρίση του 2008. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί ότι διάφοροι «-ισμοί» εξακολουθούν να προσφέρουν κάποιο αφήγημα, ακόμη και όταν σημαίνουν την «κεκτημένη βεβαιότητα» και το «ευρεθέν νόημα» του τζιχαντισμού.

Απεγκλωβισμός του παρελθόντος

Παρ’ όλ’ αυτά ο Σαπουτό επιμένει στην υπεράσπιση της ιστορικής αφήγησης ακόμη και ως μελέτης των μη εκπληρωμένων δυνατοτήτων, ως έναν «απεγκλωβισμό του παρελθόντος», που μπορεί να επιτρέψει μια διπλή χειραφέτηση και του παρόντος και του παρελθόντος, και ως άρνηση κάθε μοιρολατρικής προσέγγισης της Ιστορίας και να διατηρήσει ανοιχτό ένα πεδίο δυνατοτήτων και για τους σημερινούς δρώντες.

Για μια ανάκτηση των ανθρωπιστικών σπουδών

Απέναντι στη μονοσήμαντη γλώσσα ενός ψευδοεπιστημονικού τεχνοκρατικού λόγου, ο Σαπουτό υπερασπίζεται τα studia humanitatis, και τη λογοτεχνία ως συνείδηση της γλώσσας που «επιτρέπει να επανοικειοποιηθούμε την ανθρωπιά μας, την αξιοπρέπειά μας, την ελευθερία μας». Υπενθυμίζει ταυτόχρονα ότι τον φραγκισκανό μοναχό που ανακάλυψε το διπλογραφικό σύστημα, θεμέλιο της λογιστικής και κατ’ επέκταση του καπιταλισμού, δεν τον θυμόμαστε. Θυμόμαστε, όμως, τον Μιχαήλ Αγγελο και τον Λεονάρντο ντα Βίντσι.