Η αύξηση των ατόμων με Σακχαρώδη Διαβήτη (ΣΔ), εντός και εκτός των συνόρων, συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Παρ’ όλα αυτά η επιστημονική κοινότητα επιμένει πως η σωστή διατροφή και η διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους σώματος αποτελούν, μεταξύ άλλων, κινήσεις-κλειδιά τόσο για τη διαχείριση της νόσου όσο και για την πρόληψή της.

Αρκεί κανείς να αναλογιστεί πως στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 12% του πληθυσμού πάσχει από ΣΔ, με τη μεγαλύτερη συχνότητα αύξησης να καταγράφεται κυρίως στους ηλικιωμένους.

Μοιραία, το συνολικό μέσο ετήσιο κόστος για κάθε άτομο με διαβήτη και επιπλοκές υπολογίζεται σε 7.000 ευρώ, ενώ το 12% του προϋπολογισμού για την Υγεία αναλώνεται για την αντιμετώπιση της νόσου και των επιπλοκών της.

Σε κάθε περίπτωση και όπως σημειώνει στο ένθετο «Υγεία» ο κλινικός διαιτολόγος, διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ – μέλος ΔΣ ΕΜΠΑΚΑΝ, Scientific Secretary of DNSG, Χαρίλαος Δ. Δημοσθενόπουλος, «η διαχείριση του διαβήτη βασίζεται σε αποτελεσματικές καθημερινές πρακτικές και στη σωστή εκπαίδευση που μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα με ΣΔ να διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα τον διαβήτη αλλά και τη συνολική υγεία τους».

Στο πλαίσιο αυτό και όπως εξηγεί ο ειδικός, η σωστή διατροφή αποτελεί πάντα τον «ακρογωνιαίο λίθο» της διαχείρισης του διαβήτη, παράλληλα με πολλούς άλλους καθοριστικούς παράγοντες. Μάλιστα, οι σωστές διατροφικές επιλογές δίνουν τη δυνατότητα:

  • για βελτίωση των γλυκαιμικών επιπέδων
  • για μείωση του κινδύνου εμφάνισης επιπλοκών του διαβήτη
  • για βελτίωση της ποιότητας ζωής των ατόμων.

Είναι σημαντικό, δε, να υπογραμμιστεί ότι οι διατροφικές αρχές είναι ίδιες για τα άτομα με ΣΔτ1 και ΣΔτ2, αν και διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό λόγω της διαφορετικής αιτιοπαθογένειας και του τρόπου ρύθμισης και θεραπείας τους. Ετσι στα άτομα με ΣΔ τύπου 1 η παράλληλη χρήση της τεχνολογίας, με τις αντλίες ινσουλίνης αλλά και τις συσκευές συνεχούς καταγραφής γλυκόζης (CGM), οδηγεί πλέον σε μεγαλύτερη ελευθερία ως προς τις διατροφικές επιλογές. Την ίδια στιγμή, στα άτομα με ΣΔ τύπου 2, η ρύθμιση και αντιμετώπιση του υπερβάλλοντος βάρους φαίνεται να αποτελεί τον βασικότερο διατροφικό στόχο.

Η διατροφή ως μέσο πρόληψης

Σχετικά με την πρόληψη του διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2), και όπως σημειώνει ο Χ. Δημοσθενόπουλος, υπάρχουν πολλές ενδείξεις που προέρχονται από μεγάλες μελέτες, όπως το Diabetes Prevention Program (DPP) σύμφωνα με το οποίο μία εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής, με απώλεια βάρους και αύξηση της σωματικής δραστηριότητας, μπορεί να μειώσει την επίπτωση του ΣΔτ2 σε ενηλίκους με παραπάνω βάρος ή παχυσαρκία κατά 58% σε διάστημα 3 ετών.

«Γνωρίζουμε λοιπόν ότι τα άτομα με προδιαβήτη είναι σημαντικό να εντάσσονται σε εντατικά πρoγράμματα αλλαγής τρόπου συμπεριφοράς αλλά και εξατομικευμένα προγράμματα διατροφικής παρέμβασης που να περιλαμβάνουν τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών, τη σωματική δραστηριότητα μέτριας έντασης (τουλάχιστον 150 λεπτά/εβδομάδα) και κυρίως την απώλεια βάρους κατά 7%-10%, έναντι του αρχικού, καθώς και μακροχρόνια διατήρηση αυτού».

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες διατροφικές οδηγίες για τη διαχείριση του διαβήτη που έχουν παραχθεί από τη διεθνή Ομάδα Μελέτης Διαβήτη και Διατροφής (DNSG), τα άτομα που είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα είναι σε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔτ2 και θα πρέπει να στοχεύουν στην απώλεια βάρους έστω και 5% υιοθετώντας μια εντατική παρέμβαση στον τρόπο ζωής τους, που να περιλαμβάνει μία ενεργειακά περιορισμένη διατροφή και συστηματική άσκηση 150′ την εβδομάδα.

Οι υδατάνθρακες

Αρκετές δίαιτες σύμφωνα με τον ειδικό – όπως για παράδειγμα είναι η μεσογειακή, η Nordic (μιμείται τη μεσογειακή διατροφή, όμως αντί για ελαιόλαδο συστήνεται το λάδι κανόλας) και η χορτοφαγική –, με διαφορετικές αναλογίες μακροθρεπτικών συστατικών, υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένων διαιτολόγων μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την απώλεια αλλά και τη συντήρηση του τελικού βάρους. Επιπρόσθετα «ένα ευρύ φάσμα προσλήψεων υδατανθράκων είναι αποδεκτό, αρκεί να καλύπτονται οι συστάσεις σχετικά με τις διαιτητικές ίνες, τα σάκχαρα, τα λίπη και τις πρωτεΐνες, ενώ οι πολύ χαμηλές προσλήψεις υδατανθράκων, όπως με τις κετογονικές δίαιτες, δεν συνιστώνται (τουλάχιστον για μακροχρόνια εφαρμογή)», σημειώνει ο Χ. Δημοσθενόπουλος.

Πιο συγκεκριμένα και όπως ο ίδιος εξηγεί, προτείνονται τρόφιμα που είναι φυσικά πλούσια σε διαιτητικές ίνες και η πρόσληψη διαιτητικών ινών πρέπει να είναι τουλάχιστον 35 γρ. την ημέρα, ενώ πρέπει να κυριαρχούν τα μη επεξεργασμένα δημητριακά ολικής άλεσης, τα λαχανικά, τα όσπρια, οι σπόροι, οι ξηροί καρποί και τα ολόκληρα φρούτα (όχι οι χυμοί) ως πηγή διαιτητικών ινών. Την ίδια στιγμή «η πρόσληψη ελευθέρων ή πρόσθετων σακχάρων θα πρέπει να είναι μικρότερη του 10% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα μη θερμιδογόνα γλυκαντικά σε τρόφιμα και ποτά (χωρίς υπερβολές).

Γενικά η πρόσληψη των υδατανθράκων βασίζεται πλέον στην προσεκτική ποσότητα αλλά στην καλύτερη ποιότητα και δεν ακολουθεί τους αυστηρούς περιορισμούς του παρελθόντος».

Μία σημαντική συμβουλή από τον ειδικό είναι πως «στα άτομα με ΣΔτ1 η καταμέτρηση των υδατανθράκων με γραμμάρια (και λιγότερο με ισοδύναμα) αποτελεί μια χρήσιμη προσέγγιση για τον προσδιορισμό της δόσης ινσουλίνης κατά το γεύμα».

Τα λίπη

Τα διατροφικά λίπη πρέπει να προέρχονται κυρίως από φυτικές τροφές με υψηλή περιεκτικότητα τόσο σε μονοακόρεστα όσο και σε πολυακόρεστα λιπαρά, όπως ξηροί καρποί, σπόροι (π.χ. λιναρόσπορος) και μη υδρογονωμένα φυτικά έλαια.

«Η πρόσληψη κορεσμένων και τρανς λιπαρών θα πρέπει να αντιστοιχεί στο <10% και <1% της συνολικής ενέργειας, αντίστοιχα, ενώ όταν μειώνονται τα κορεσμένα λίπη, η αντικατάσταση θα πρέπει να είναι κυρίως με πολυακόρεστα λίπη φυτικής προέλευσης που περιέχουν τόσο ω-6 όσο και ω-3 λιπαρά οξέα, και μονοακόρεστα λίπη από ξηρούς καρπούς, σπόρους και μη υδρογονωμένα φυτικά έλαια.

Συνεπώς δίνεται έμφαση στην ποιότητα του λίπους και περιορίζουμε την ποσότητά του σε περιπτώσεις αυξημένου σωματικού βάρους (κυρίως στον ΣΔτ2)».

Πρωτεΐνες

Σχετικά με τις πρωτεΐνες, ο Χ. Δημοσθενόπουλος εξηγεί ότι για άτομα κανονικού βάρους με ΣΔ συνιστάται πρόσληψη πρωτεΐνης 10%-20% της συνολικής ενέργειας για άτομα κάτω των 65 ετών με κανονική νεφρική λειτουργία. Ομως, για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω συνιστώνται υψηλότερες προσλήψεις (15%-20% της συνολικής ενέργειας).

Εντούτοις «για άτομα με μέτρια διαβητική νεφροπάθεια συνιστάται πρόσληψη πρωτεΐνης 10%-15% Επίσης είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στις χαμηλές σε λίπος ζωικές επιλογές και κυρίως στις διατροφικές πηγές φυτικών πρωτεϊνών (όσπρια, λαχανικά)».