O σιδηροδρομικός σταθμός του Πουκίπσι (Poughkeepsie) δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ότι έχεις φτάσει σε ιστορικό τόπο: ο ντυμένος ξύλο, ψηλοτάβανος χώρος αναμονής των επιβατών με τους πολυελαίους, η πρόσοψη με τα πανύψηλα αψιδωτά παράθυρα, η σκεπαστή πεζογέφυρα με το κομψό μεταλλικό πλαίσιο, όλα δείχνουν να έχουν σταματήσει εκατό χρόνια πριν, τέλεια συντηρημένα όμως.

Το ταξίδι της μίας ώρας και σαράντα λεπτών βόρεια από τη Νέα Υόρκη κατά μήκος του ποταμού Χάντσον είναι αρκετό όχι μόνο για να βυθιστείς στο απαράμιλλης ομορφιάς φυσικό τοπίο, με τους εθνικούς δρυμούς να μην τους χορταίνεις οποιαδήποτε εποχή του χρόνου, αλλά και για να ανοίξεις τους ορίζοντές σου. Όσο απομακρύνεσαι από τη νευρώδη μητρόπολη, τόσο βλέπεις την ιστορία της να αναδύεται ολοένα και καθαρότερα μπροστά σου, αφού η υδάτινη αρτηρία ξεδιπλώνει τη σύνδεση όχι μόνο με την υπόλοιπη Πολιτεία αλλά και τη χώρα.

Η Κοιλάδα του Χάντσον έχει απ’όλα: ορυχεία, εργοστάσια, πόλεις, εταιρείες, πανεπιστήμια. Όλα χάρη στο ποτάμι και στα δάση φαντάζουν ειδυλλιακά, ειδικά όταν τα χαζεύει κανείς μέσα από το βαγόνι του τραίνου που τρέχει ακριβώς δίπλα στο νερό. Ακόμα και το θρυλικό Γουέστ Πόιντ, κουρνιασμένο πάνω σ’έναν καταπράσινο λόφο στην απέναντι όχθη, μοιάζει με γραφικό χωριουδάκι, και όχι με τη Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ.

Αφήνω λοιπόν πίσω μου τον σταθμό και περπατάω προς το κέντρο του Πουκίπσι και, ενώ είμαι “κουρντισμένη” να ζήσω τους Βόρειους και τους Νότιους, φτάνω στη… Λιτλ Ίταλυ: μοσχοβολιστό, οικογενειακό ζαχαροπλαστείο με καντουτσίνι να γλύφεις τα δάχτυλά σου· εγκαταλελειμμένο καφέ παλαιάς κοπής με βιτρίνες που θυμίζουν κάτι από τον δικό μας Βάρσο· χαμηλό σπιτάκι με ξυλόγλυπτη ζουμερή γυναικεία μορφή στην πρόσοψη, σαν σε πλώρη καραβιού.

Προχωρώ και αντιμετωπίζω το εξής πρόβλημα: για να φτάσει ο πεζός στο ιστορικό κέντρο, πρέπει να διασχίσει δυο-τρεις λεωφόρους των πέντε-έξι λωρίδων. Το μάθημα Ιστορίας έχει ήδη αρχίσει: Καλώς Ήλθατε στον Πολιτισμό της Αυτοκίνησης. Ελαφρώς πτοημένη από τα φορτηγά και την κίνηση (απότομη προσγείωση από την παραμυθένια Μικρή Ιταλία), φτάνω στη διασταύρωση των Οδών Main και Market. Παρά το σοκ των αυτοκινήτων παντού, το “νταουντάουν” προσπαθεί να φανεί φιλικό στον επισκέπτη: εξαιρετικά κατατοπιστικοί χάρτες τοποθετημένοι σε κάθε γωνιά αναδεικνύουν σε ζωγραφικές αναπαραστάσεις τα κυριότερα κτίρια, συνοδευόμενοι από κείμενα και φωτογραφίες.

Το Πουκίπσι ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα από τους Ολλανδούς. Με τη στρατηγική του θέση πάνω στον ποταμό, στη μέση της διαδρομής μεταξύ Νέας Υόρκης και Όλμπανυ (πρωτεύουσας της Πολιτείας), γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθιση τον 19ο αιώνα χάρη στη βιομηχανία του (από χυτήρια και πριονιστήρια μέχρι πιλοποιεία και ζυθοποιίες) αλλά και στην εκπληκτική φυσική του ομορφιά, για την οποία το επέλεγε ως τόπο δεύτερης κατοικίας η νεοϋορκέζικη αφρόκρεμα. Ό,τι ανεβαίνει, κατεβαίνει, κι έτσι σήμερα, αν και στην ευρύτερη περιοχή βρίσκεται η ΙΒΜ και τρία κολλέγια, η πάλαι ποτέ “Βασίλισσα του Χάντσον” είναι μάλλον σε παρακμή, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες αναζωογόνησης.

Δεν αρκεί το ταμπλό -ο χάρτης- για να παίξεις το “επιτραπέζιο” της περιήγησης· χρειάζεσαι και “πιόνια”: σε μια φωτογραφία ο Φράνκλιν Ρούζβελτ (γέννημα-θρέμμα της γειτονικής πόλης Χάιντ Παρκ) τοποθετεί τον θεμέλιο λίθο στο ταχυδρομείο του Πουκίπσι, ενώ διαβάζουμε ότι η Έλινορ ήταν αγαπητή στους ντόπιους και εθεάτο συχνά να κάνει τα ψώνια της στο κέντρο. Η εικόνα της Πρώτης

Κυρίας να κυκλοφορεί σε αυτούς ακριβώς τους δρόμους μού δίνει νέα φτερά.

Το Ταχυδρομείο

Αγέρωχο, το ταχυδρομείο (1937) στέκεται σαν φρουρός στο βόρειο όριο του κέντρου. Γκρίζοι πέτρινοι γεωμετρικοί όγκοι, επιβλητικά σκαλιά, τρούλος. Ο Πρόεδρος δεν έθεσε απλώς τον θεμέλιο λίθο – τον διάλεξε κιόλας: επέμεινε να χρησιμοποιηθεί η ντόπια ακατέργαστη πέτρα ως διατήρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της περιοχής. Στην ερώτηση αν χρειάζεται (ή χρειαζόταν κάποτε) τόσο πολύ χώρο το ταχυδρομείο, η απάντηση είναι ότι η αρχιτεκτονική των αμερικανικών ταχυδρομείων είναι συχνά μνημειώδης: το θέμα είναι ιδεολογικό, όχι χρηστικό· το ταχυδρομείο είναι σύμβολο -επικοινωνίας, και δύναμης.

Οι συνειρμοί πάνε αλυσίδα χάρη στα αναγνώσματα και τις εικόνες της αμερικανικής μυθολογίας – “Η ταχυδρομική άμαξα”, “Το σύρμα που τραγουδάει”. Από τον Λούκυ Λουκ μέχρι τα γουέστερν, τα κεφάλαια στην ενότητα “η ανάπτυξη της επικοινωνίας στην Αμερική” παρελαύνουν σαν βαγόνια ενός τραίνου που διασχίζει την ήπειρο.

Η Εφημερίδα

Τι έρχεται μετά την επικοινωνία; Μα φυσικά η ενημέρωση! Απέναντι από το “φρούριο” του ταχυδρομείου, ορθώνεται το εντυπωσιακό “κάστρο” του Τύπου. Τα γοητευτικά ολλανδικά στοιχεία σε ξεγελούν και νομίζεις ότι είναι πολύ παλιό, όμως πρόκειται για αναβίωση του Αποικιακού Ρυθμού (1941). Ωστόσο η ίδια η “Poughkeepsie Journal”, “γεννημένη” το 1785, είναι η παλαιότερη εφημερίδα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

Και ενώ το Ταχυδρομείο είναι δημιούργημα μιας “σοσιαλιστικής”, τρόπον τινά, στροφής της Αμερικής, μέρος του Νιου Ντίαλ, του ομοσπονδιακού προγράμματος για την ανόρθωση της οικονομίας μετά το Κραχ, το κτίριο της εφημερίδας φέρνει στον νου καλπάζοντα καπιταλισμό, με την κινηματογραφική άνοδο (και πτώση) μεγιστάνων του Τύπου.

Σκέφτομαι την Έλινορ: στο πρόσωπό της συναντιούνται και οι δύο όψεις της αυτοκρατορίας. Η Πρώτη Κυρία ήταν… Ρούζβελτ πριν παντρευτεί τον Ρούζβελτ, δηλαδή ανήκε στην υψηλή κοινωνία, όμως στήριξε την καριέρα της στην έννοια της πρόνοιας. Αν και προνομιούχος η ίδια, επέλεξε να στραφεί προς τους κοινωνικά ευπαθείς.

Το Σινεμά

Φυσικό είναι μετά τους κινηματογραφικούς συνειρμούς να φτάσω στο σινεμά. Το Bardavon Opera House άνοιξε τις αστραφτερές πόρτες του το 1869. Δεν παρέμεινε στην όπερα: βωντβίλ, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ, όλα τα είδη που μπορούν να φιλοξενηθούν από ένα κινηματοθέατρο πέρασαν από εκεί, καθώς και αστέρες διαφόρων εποχών, από τον Έντουιν Μπουθ μέχρι την Ισιδώρα Ντάνκαν.

Τη δεκαετία του ’70 κινδύνεψε να κατεδαφιστεί, όμως σώθηκε τελικά, κι έτσι σήμερα, με τα λαμπιόνια του και τη μαρκίζα του που σε ταξιδεύει στη χρυσή εποχή των μιούζικαλ, λειτουργεί ακόμη, δίνοντας άλλη μια πρωτιά αρχαιότητας στο Πουκίπσι: το Bardavon είναι το παλαιότερο θέατρο σε συνεχή λειτουργία στην ιστορία της Πολιτείας της Νέας Υόρκης.

Η Τράπεζα

Και μετά τον ναό της σόου μπίζνες, τι ακολουθεί; Μα φυσικά ο “ναός του εμπορίου”!

Έτσι αποκαλούσαν οι ντόπιοι το κτίριο της τράπεζας. Και είχαν δίκιο: αντικρίζοντας τους θεόρατους κίονες, δεν ξέρεις σε ποια λατρεία είναι αφιερωμένο το νεοκλασικό οικοδόμημα -του Θεού, του χρήματος, της εξουσίας; …Ή μήπως της ομορφιάς; Ενώ η επιγραφή “Poughkeepsie Savings Bank” έχει παραμείνει από το 1912, ο υπότιτλος γράφει HOHA – Hair On Hudson Association. Ναι, εκεί όπου άλλοτε στοιβάζονταν τα δολλάρια, τώρα διδάσκεται η Υψηλή Κομμωτική.

Το Οπλοστάσιο

Αν και Οπλοστάσιο, το κατακόκκινο Armory, από τούβλο και με εντυπωσιακούς πυργίσκους -αληθινό κάστρο αυτό-, σε παρασέρνει σαν φόρεμα εποχής σε ρομαντικές απεικονίσεις του 19ου αιώνα. Στρατιωτικές ασκήσεις και εκκίνηση εκστρατειών αλλά και κορυφαίες κοσμικές και αθλητικές εκδηλώσεις ήταν στο ρεπερτόριο αυτών των στρατιωτικών κτιρίων “πολλαπλών χρήσεων”. Το 1935 ο Πρόεδρος Ρούζβελτ γιόρτασε εκεί τα γενέθλιά του με ένα πάρτυ-έρανο υπέρ της έρευνας για τη θεραπεία της πολυομυελίτιδας.

Και πάνω που ήμουν έτοιμη να επιστρέψω στην αφετηρία του επιτραπέζιου, άρχισε να με τρώει μια υποψία ότι κάτι σημαντικό μου διαφεύγει. “Καλά όλα αυτά, όμως πού έμεναν οι πρωταγωνιστές όλου αυτού του κινηματογραφικού υλικού, οι ήρωες της μυθολογίας; Ασφαλώς και είδα διάσπαρτες όμορφες ιστορικές πολυκατοικίες και εξαίσιες επαύλεις. Όμως δεν έχει απομείνει κάποιο κομμάτι γειτονιάς όπου θα κατοικούσε η ελίτ τον καιρό της ακμής;”

Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το μάτι μου έπεσε σ’ένα κουκλίστικο σπιτάκι, με βεραμάν πρόσοψη και μωβ πόρτα με ασορτί αέτωμα. Στην επόμενη γωνία με τραβάει ένα τούβλινο σπίτι με φρεσκοβαμμένα πράσινα ξύλινα παντζούρια. Πλησιάζοντας για να κρυφοκοιτάξω το ατμοσφαιρικό συντηρημένο εσωτερικό, ανακαλύπτω μια μεταλλική πλάκα που λέει: “No 63, Historic Garfield Place, 1864”.

Από αυτή τη γωνία και πέρα, η μία κατοικία-κόσμημα διαδέχεται την άλλη, σε βαθμό που δεν κρατιέμαι να μείνω σε μια πλευρά του δρόμου αλλά πετάγομαι από τη μια στην άλλη, σε ζιγκ-ζαγκ. Μπλε παραθυρόφυλλα δεξιά· κι άλλη μωβ πόρτα αριστερά, όμως εδώ η πρόσοψη είναι σε γήινους τόνους· πολυτελείς σκεπαστές βεράντες· σοφίτες, φεγγίτες και στέγες με δαντελωτά πλαίσια· κυλινδρικοί και πολυγωνικοί πυργίσκοι. Και το κυριότερο: όλα αυτά τα αρχιτεκτονικά διαμάντια με την ασυναγώνιστη θέα στα βουνά της απέναντι όχθης, δεν έχουν φράχτες· ποζάρουν σε όλο τους το εκλεκτικιστικό μεγαλείο με τους κήπους τους ανοιχτούς, τα λαμπερά γρασίδια τους ελεύθερα. Μόνη τους “περίφραξη” η αγκαλιά των αξιοζήλευτων ψηλών δέντρων.

Όμως το Garfield Place δεν είναι απλά αισθητικός θησαυρός αλλά επίσης χρονοκάψουλα διότι αποτελεί θύλακα προστατευμένο από τη μάστιγα που σαρώνει την υπόλοιπη πόλη: την κίνηση. Ούτε ένα αυτοκίνητο δεν πέρασε όσο έκανα τα ζιγκ-ζαγκ μου, και το μόνο που άκουγα ήταν τα πουλάκια.

Το Garfield Place μάς επεφύλασσε φινάλε κινηματογραφικό μεν, εφάμιλλο δε του “Ψυχώ” παρά της Ντίσνεϋλαντ. Μαθαίνουμε (από την Poughkeepsie Journal φυσικά) ότι το 1931 στον αριθμό 16 της ονειρεμένης οδού ο Γιαπωνέζος μπάτλερ έσφαξε τον επιχειρηματία νοικοκύρη του σπιτιού (της έπαυλης, συγγνώμη), όταν ο τελευταίος τον απέλυσε εν ψυχρώ επειδή δεν του έφτιαξε το νυχτερινό του σάντουιτς (η κινηματογραφική ειρωνεία συνεχίζεται αφού ο λόγος ήταν ότι ο μπάτλερ προτίμησε να πάει σινεμά αντί να υπηρετήσει τη λιγούρα του αφεντικού). Ο βιοπαλαιστής μετανάστης έχασε τα λογικά του υπό το φάσμα της ανεργίας της Μεγάλης Ύφεσης, απεφάνθησαν οι ιστορικοί, και επιτέθηκε στον μεγαλοβιομήχανο με τσεκούρια και μαχαίρια.

Κου ντε τεάτρ: ο μπάτλερ καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά ποιος ελάφρυνε την ποινή του σε ισόβια; Μα φυσικά ο (τότε Κυβερνήτης της Πολιτείας) Φράνκλιν Ρούζβελτ.

Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.