Την απουσία του από το δείπνο που παρέθεσε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στους ηγέτες των Δυτικών Βαλκανίων και κρατών μελών της ΕΕ της περιοχής, παρουσία της ευρωπαϊκής ηγεσίας, σχολίασε με… τόνους λεπτής ειρωνείας ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, με ανάρτησή του.

«Ο λόγος είναι απλός, δεν θέλησα να ανησυχήσω τον οικοδεσπότη και τους καλεσμένους του, προσθέτοντας στον θόρυβο, πριν οι καλοί μου φίλοι που συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα τελειώσουν τη δουλειά τους», ανέφερε ο Ράμα, ο οποίος δεν προσκλήθηκε στο δείπνο από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Ο πρωθυπουργός της Αλβανίας σχολίασε, μάλιστα, πως ελπίζει ότι «η συνάντηση ήταν παραγωγική και, φυσικά», προσέθεσε, «θα προτιμούσα να μην είχα δει το δείπνο να χρησιμοποιείται για να στείλει στην Αλβανία ένα αντιφατικό μήνυμα σε σχέση με τον πολύ πιο φιλόδοξο σκοπό της πρωτοβουλίας, και ελπίζω ότι αυτό το ατυχές γεγονός δεν μπέρδεψε τους αξιότιμους προσκεκλημένους».

Υπενθύμισε ταυτόχρονα ότι τον προσεχή  Οκτώβριο η Αλβανία θα ηγηθεί της Συνόδου της Διαδικασίας του Βερολίνου στα Τίρανα.

Για να σημειώσει χαρακτηριστικά: «Ο αγαπητός μου φίλος και ιδιαίτερα σεβαστός συνάδελφος στην Αθήνα (σ.σ. ο κ. Μητσοτάκης) έχει φυσικά προσκληθεί να συμμετάσχει και δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ να απαντήσω με ‘μία σου και μία μου’, προσκαλώντας στη θέση του την Ελληνίδα Πρόεδρο, για την οποία επίσης τρέφω τον μεγαλύτερο σεβασμό».

Υπενθυμίζεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσκάλεσε τον πρόεδρο της Αλβανίας, αντί του Ράμα, σε αυτή την άτυπη διάσκεψη για τα Δυτικά Βαλκάνια, εξ ου και η «μπηχτή» του πρωθυπουργού της Αλβανίας.

Η ανάρτηση του Έντι Ράμα

Ακολουθεί η απάντησή μου για όλους εκείνους, στην Ελλάδα, την Αλβανία ή αλλού, που σχολίασαν με διάφορους τρόπους ή προβληματίστηκαν από την απουσία μου στην Αθήνα, αλλά και για τους δημοσιογράφους που ζήτησαν τη γνώμη μου και δεν έλαβαν απάντηση πριν από την εκδήλωση.

Ο λόγος είναι απλός: Δεν ήθελα να ενοχλήσω τον οικοδεσπότη και τους καλεσμένους του, προσθέτοντας στον θόρυβο, πριν οι καλοί μου φίλοι που συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα τελειώσουν τη δουλειά τους.

Χαίρομαι που ο Κυριάκος πήρε την πρωτοβουλία «να σπάσει αυγά» με τους άκρως αρμόδιους ηγέτες και να συζητήσουν για το ευρωπαϊκό μέλλον των Βαλκανίων με φόντο τη ρωσική επιθετικότητα. Η περιοχή χρειάζεται την Ελλάδα να συμμετέχει περισσότερο στην κοινή μας πορεία.

Πάντοτε του έλεγα ή σε άλλους Έλληνες φίλους, και το έλεγα και δημόσια σε αρκετές περιπτώσεις, ότι πιστεύω ειλικρινά πως η χώρα τους έχει έναν φυσικό ρόλο να διαδραματίσει στα Βαλκάνια, δεδομένου του προφίλ και της εμπειρίας της στην ΕΕ.

Ελπίζω πάρα πολύ ότι η συνάντηση ήταν παραγωγική και, φυσικά, θα προτιμούσα να μην είχα δει το δείπνο να χρησιμοποιείται για να στείλει στην Αλβανία ένα αντιφατικό μήνυμα σε σχέση με τον πολύ πιο φιλόδοξο σκοπό της πρωτοβουλίας, και ελπίζω ότι αυτό το ατυχές γεγονός δεν μπέρδεψε τους αξιότιμους προσκεκλημένους.

«Καλύτερο να επικοινωνείς κι ας διαφωνείς»

Σε ό,τι με αφορά, το να μιλάς, να επικοινωνείς, να διαφωνείς με φίλους, συμμάχους, εταίρους και γείτονες πρώτα απ’ όλα, είναι η ουσία της διεθνούς πολιτικής και η προσπάθεια, πάντα η προσπάθεια, να μπαίνεις στη θέση τού άλλου, που είναι απαραίτητη. Ακόμη περισσότερο όταν τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν στραβά.

Τον ερχόμενο Οκτώβριο η Αλβανία θα προεδρεύσει της φετινής Συνόδου Κορυφής της Διαδικασίας του Βερολίνου στα Τίρανα. Ο αγαπητός μου φίλος και ιδιαίτερα σεβαστός συνάδελφος στην Αθήνα έχει φυσικά προσκληθεί να συμμετάσχει και δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ να απαντήσω με «μία σου και μία μου», προσκαλώντας στη θέση του την Ελληνίδα Πρόεδρο, για την οποία επίσης τρέφω τον μεγαλύτερο σεβασμό.

Καταλαβαίνω την πίεση από τρίτους, πρόθυμους να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία για να κάνουν «βουνό» ένα μικρό εμπόδιο. Αλλά όλοι μας έχουμε μπροστά μας πολύ μεγαλύτερες προκλήσεις, υπάρχουν πραγματικά βουνά που πρέπει να ανέβουμε.

Αυτό που πρέπει να μας ενώνει σε τέτοιους ταραγμένους καιρούς για το καλό των λαών μας, των χωρών μας, της περιοχής μας, της Ευρώπης μας, είναι μεγαλύτερο από αυτό που μας χωρίζει. Κινδυνεύουν πάρα πολλά σε παγκόσμιο επίπεδο, για να γίνουμε όμηροι εσωτερικών πολιτικών διαφορών.