Η Γαλλία είναι αντιμέτωπη με μια ακόμη μεγάλη έκρηξη του κόσμου «των προαστίων». Δεν είναι η πρώτη. Και πιθανώς να μην είναι και η τελευταία. Άλλωστε, οι λόγοι που οδηγούν σε αυτές τις εκρήξεις οργής δύσκολα μπορούν να εξαλειφθούν, γιατί έχουν να κάνουν με τον ίδιο τον τρόπο που έχει συγκροτηθεί το γαλλικό κράτος εδώ και δεκαετίες και τον τρόπο που έχει αποτύχει να δώσει στους ανθρώπους που έχουν καταγωγή από τις αποικίες να αισθανθούν ότι είναι ισότιμα μέλη.
Και εδώ μια αναγκαία διευκρίνιση. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς είναι Γάλλοι πολίτες. Οι πιο νέοι δεν είναι καν μετανάστες δεύτερης γενιάς, αλλά τρίτης. Ωστόσο, εξακολουθούν να διαπιστώνουν ότι δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Δεν έχουν τις ίδιες στατιστικές ως προς την εκπαίδευση, ως προς το εισόδημα, ως προς τη θνησιμότητα στην πανδημία. Η πιθανότητα να κάνουν καριέρα σε ανώτερες επαγγελματικά θέσεις είναι πολύ μικρότερες, ακόμη και εάν έχουν τα τυπικά προσόντα.
Και βέβαια δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από την αστυνομία. Όχι πως η Γαλλία έχει κάποια έκρηξη εγκληματικότητας. Το ακριβώς αντίθετο. Στη Γαλλία υπήρξε μια μείωση των ανθρωποκτονιών από το 1995 στο 2009, από 3 σε 1,5 ανά 100.000 πληθυσμού. Μάλιστα, εάν πάμε στις ανθρωποκτονίες από πρόθεση, τότε πάμε στις 0,8 ανά 100.000 πληθυσμού, όταν π.χ. στις ΗΠΑ είναι 5.8.
Ωστόσο, ο κόσμος που μένει στα προάστια αντιμετωπίζεται πολύ πιο επιθετικά. Είναι πολύ πιο πιθανό να τους σταματήσουν για έλεγχο στο δρόμο, οι αστυνομικοί τους μιλούν πιο συχνά στον ενικό από ό,τι στον πληθυντικό (σε μια χώρα που η χρήση του πληθυντικού παραμένει σχεδόν επιβεβλημένη) και τους αντιμετωπίζουν πιο βίαια. Και βέβαια είναι πιο πιθανό να τραβήξουν όπλο σε βάρος τους.
Ένα τοπίο ανισότητας
Μια κοινοβουλευτική έκθεση του 2019 δίνει μια εντυπωσιακή εικόνα των ανισοτήτων σε σχέση με αυτές τις περιοχές. Αφορά την περιφέρεια του Seine-Saint-Denis που περιλαμβάνει κατεξοχήν ένα σημαντικό μέρος από τα προάστια γύρω από το Παρίσι. Το μέσο μηνιαίο εισόδημα ανά νοικοκυριό ήταν στα 1394 ευρώ όταν ο εθνικό μέσος όρος ήταν 1697 ευρώ. Το ποσοστό ανεργίας ήταν στο 12,7%, όταν σε όλη τη χώρα ήταν 9,7%. Το ποσοστό της φτώχειας ήταν στο 28,6% όταν σε όλη τη χώρα ήταν 14,7%. Και το 39% του τοπικού πληθυσμού ζούσε σε μια γειτονιά από αυτές που κρίνονται ότι χρειάζονται κατά προτεραιότητα την κρατική παρέμβαση, όταν ο εθνικός μέσος ήταν τότε στο 13%. Την ίδια στιγμή και παρά την συχνή παρουσία αστυνομικών δυνάμεων σε αυτές τις περιοχές το αίσθημα ανασφάλειας ήταν πιο ανεβασμένο.
Όλα αυτά σε μια περιφέρεια εντός της οποίας υπάρχουν οι 15 από τους 36 δήμους της Γαλλίας που έχουν άνω του 30% του πληθυσμού με αλλοδαπή προέλευση. Στη Λα Κουρνέβ το 88% των παιδιών και των νέων μέχρι τα 25 είχαν ένα γονιό μετανάστη και στην Ωμπερβιλιέ 84%.
Η σημασία της αστυνομοκρατίας
Η αφορμή της έκρηξης ήταν μια επίδειξη αστυνομικής βίας. Οι άνθρωποι που ζουν σε αυτές τις γειτονιές και αυτές τις περιοχές συχνά αισθάνονται η αστυνομία τους φέρεται πιο αυταρχικά. Ο έλεγχος για τροχαίες παραβάσεις είναι ένα συχνό φαινόμενο. Το ίδιο και οι έλεγχοι για ναρκωτικά.
Επιπλέον, η αστυνομία στη Γαλλία έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Ακολουθώντας τάσεις που έχουν καταγραφεί και σε άλλες χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις ΗΠΑ, το πρότυπο της αστυνόμευσης γίνεται όλο και πιο «στρατιωτικοποιημένο». Υπάρχει μεγαλύτερη επένδυση σε «τακτικές» μονάδες, σε ειδικές μονάδες, σε εξοπλισμό στρατιωτικού τύπου, παρά σε μια αστυνόμευση προσανατολισμένη στην κοινότητα. Επιπλέον, ιδίως από το 2015 και μετά πλήθος νομοθετικών παρεμβάσεων έχουν ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομία και τη διεύρυνση της δυνατότητάς της να χρησιμοποιεί βία, ουσιαστικά μια ιδιότυπη «ριζοσπαστικοποίηση του κράτους».
Σε όλα αυτά προστίθεται η ολοένα και πιο συχνή καταφυγή στη βία. Αυτό αφορά τόσο τη βία που είδαμε στις διαδηλώσεις, φαινόμενο που είχε ήδη καταγραφεί και από τη στάση απέναντι στο κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» όσο και τη μεγαλύτερη ευκολία στη χρήση πιθανώς θανατηφόρας βίας που έχουν διαμορφώσει πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Και βέβαια η αστυνομία στη Γαλλία ολοένα και περισσότερο επηρεάζεται από την ακροδεξιά, με αποτέλεσμα ενίοτε οι αστυνομικοί να φέρονται ως εάν να εκπροσωπούν τη μία πλευρά ενός ιδιότυπου εμφυλίου πολέμου που μοιάζει να είναι σε εξέλιξη. Αυτό είχε ήδη φανεί από καιρό όχι μόνο στον λόγο ορισμένων σωματείων αστυνομικών αλλά και σε περιστατικά όπως η μεγάλη διαδήλωση αστυνομικών το φθινόπωρο του 2019.
Με αυτό τον τρόπο, ιδίως για τους νέους στα προάστια, η αστυνομοκρατία φαντάζει η πιο άμεση, ορατή και οπτή αποτύπωση μιας συνολικότερης αδικίας και κακομεταχείρισης που υφίστανται. Και αυτό εξηγεί γιατί υπήρξε και τόσο μεγάλη αντίδραση.
Βοήθησε σε αυτό ότι αυτή τη φορά ήταν πολύ εμφανή η αυθαιρεσία και ότι ο αστυνομικός πυροβόλησε κατά του 17χρονου οδηγού χωρίς να υπάρχει κάποιος πραγματικός κίνδυνος, όπως και το γεγονός ότι όλα αυτά αποτυπώθηκαν σε βίντεο.
Δεκαπέντε μέρες πριν σε ένα ανάλογο περιστατικό, σε ένα προάστιο της Ανγκουλέμε ο 19χρονος Αλχουσεΐν Καμαρά έχασε τη ζωή του πυρά αστυνομικού, πάλι σε διαδικασία ελέγχου ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του. Ωστόσο, δεν υπήρχαν βίντεο, μόνο η επίσημη εκδοχή της αστυνομίας ότι ο Καμαρά «απείλησε αστυνομικό».
Και το αίσθημα αυτό μιας οργής απέναντι στην αστυνομική βία γίνεται ολοένα και πιο έντονο όσο πιο χαμηλά πάμε σε ηλικία. Όπως παρατηρήθηκε, συχνά στις κινητοποιήσεις και τις «ταραχές» συμμετέχουν πολύ νεαρές ηλικίες, συχνά και χωρίς παρουσία ενηλίκων. Αυτό εξηγεί σε κάποιες περιπτώσεις και στην καταφυγή στις καταστροφές ή τις πυρπολήσεις ως τρόπο για να διατυπώσουν την οργή τους.
Συστημικός ρατσισμός
Η αστυνομοκρατία κατανέμεται με ιδιαίτερα άνισο τρόπο με βάση την καταγωγή. Ήδη το 2009 μια έρευνα είχε καταγράψει ότι η πιθανότητα ένας μαύρος να τύχει αστυνομικού ελέγχου ήταν από 3,3 έως 11,5 φορές μεγαλύτερη από ό,τι ένας λευκός, ενώ για έναν άραβα η αντίστοιχη πιθανότητα είναι 1,8 έως 14,8 φορές μεγαλύτερη. Και βέβαια οι άνθρωποι αλλοδαπής καταγωγής αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων αστυνομικής βίας στη Γαλλία.
Αυτή είναι μία ακόμη ένδειξη του προβλήματος που δεν είναι άλλο από αυτό που μπορεί να περιγραφεί ως συστημικός ρατσισμός. Αυτό σημαίνει ένα είδος φυλετικών διακρίσεων που μπορεί να μην έχουν τυπική μορφή, ωστόσο είναι εμπεδωμένο στην ίδια τη λογική των θεσμών, τον τρόπο που διαπαιδαγωγούν τα στελέχη τους, τις τυπικές και άτυπες κουλτούρες και συμπεριφορές τους.
Στην πραγματικότητα, αυτό με το οποίο είναι αντιμέτωπη η Γαλλία και το οποίο εξηγεί και την αμηχανία από τη μεριά του πολιτικού συστήματος είναι ότι παρά τις πολιτικές υποτίθεται της ενσωμάτωσης, παρά τις διάφορες πρωτοβουλίες και παρά έναν εντυπωσιακό αριθμό παρεμβάσεων και ειδικών προγραμμάτων η συνθήκη της ανισότητας, των διακρίσεων και του αποκλεισμού. Το Σεν-Σαιν-Ντενί είχε κάποια στιγμή ίσως και το ρεκόρ των επισκέψεων «επισήμων», όμως αυτό δεν κατάφερε να αντιστρέψει τις αρνητικές κοινωνικές δυναμικές.
Ίσως γιατί το γαλλικό μοντέλο «ενσωμάτωσης», σε μεγάλο βαθμό δεν έχει ξεφύγει από μια αποικιοκρατική λογική που εξακολουθούσε να βλέπει με καχυποψία τον πληθυσμό με καταγωγή εκτός Γαλλίας και ουσιαστικά να ζητά από αυτόν να ενσωματωθεί με όρους πολιτισμικής αφομοίωσης, όπως δείχνουν π.χ. οι ατέρμονες αντιπαραθέσεις για ζητήματα όπως η «μαντήλα» ή η επίμονη αναπαραγωγή ενός κλίματος ισλαμοφοβίας.
Και βέβαια η διαρκώς αυξανόμενη απήχηση της άκρας δεξιάς, όπως φάνηκε και στον πρόσφατο εκλογικό κύκλο, επιβεβαιώνει την ιδεολογική απήχηση ξενοφοβικών τάσεων σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας.
Ακόμη και η χωροταξική κατανομή επιτείνει μια αίσθηση «διαφοράς». Παρότι σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπάρχουν περιοχές που έχουν περισσότερο μεταναστευτικό πληθυσμό, στο Παρίσι, περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ο «Περιφερειακός», ορίζει ένα πραγματικό σύνορο, ένα όριο ανάμεσα σε κόσμους που δεν συναντιούνται τόσο συχνά.
Η έκρηξη ως έκφραση και ως άνοιγμα
Οι «ταραχές» πάντα δημιουργούν μια αμηχανία. Υπάρχει ο φόβος ότι θα ξυπνήσουν «συντηρητικά αντανακλαστικά», ότι «θα ενισχύσουν την ακροδεξιά», ότι θα «έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα».
Από την άλλη μεριά, οι «ταραχές» είναι πάντα ένα πολιτικό φαινόμενο. Δεν εκφράζουν μόνο κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές. Βιώνονται και από όσους συμμετέχουν σε αυτές ως μια σε τελική ανάλυση πολιτική πράξη. Ως αντίδραση, ως τρόπος να τους ακούσουν, ως διάβημα.
Και εάν είναι μια πολιτική πράξη σε τελική ανάλυση αυτό σημαίνει ότι μόνο μια πολιτική απάντηση, μια απάντηση που να αλλάζει όντως το τοπίο, μπορεί να δώσει διέξοδο. Διαφορετικά απλώς ο χρόνος θα κυλάει αντίστροφα μέχρι την επόμενη έκρηξη.
Όμως μέχρι τώρα μια τέτοια διαφορετική δεν ξεδιπλώνεται. Εξ ου και συνδυασμός ανάμεσα στην πραγματική κυβερνητική αμηχανία και την αναγκαστική καταφυγή στο ξεδίπλωμα κυρίως των αστυνομικών δυνάμεων. Που συναντά την αντίστοιχη αμηχανία όσων, είτε από την Αριστερά, είτε από τα συνδικάτα, από τη μια τονίζουν ότι καθαυτή η βία είναι «αναποτελεσματική», την ώρα που γνωρίζουν και τα όρια των πρακτικών που μέχρι τώρα πρότειναν.