«Παίζετε μουσική;», ρωτάει ο κύριος από το διπλανό συνεργείο στον Aλιμο. «Ναι», απαντά σεμνά ο Γιάννης Λεμπέσης. «Σας θυμάμαι, σας έχω ακούσει», ανταπαντά ο μάστορας. Πρωί σε καφέ, με τον αναβιωτή και συνθέτη – πιστό και συνεπή καλλιτέχνη του ρεμπέτικου – Γιάννη Λεμπέση, ένας ολόκληρος κόσμος ζωντανεύει. Είναι κατ’ αρχάς ο κόσμος των ρεμπετών που ο Γιάννης γνώρισε, δούλεψε και συνδέθηκαν στενά. Γενίτσαρης, Μοσχονάς, Γεωργακοπούλου, Πολυκανδριώτης, Σκαρπέλης, Τζόβενος, Μητσάκης, Ευσταθίου και πολλοί άλλοι. Είναι εκ παραλλήλου ο κόσμος της αναβίωσης του ρεμπέτικου όπου ο Γιάννης ανήκει και είναι εξέχον μέλος με 43 χρόνια ακάματης εργασίας. Τον ξέρουμε απ’ τα κέντρα της Μεταπολίτευσης, απ’ το Αρχοντικό του Σαράντη πιο πρόσφατα, από την τηλεόραση και από συναυλίες. Δεν υπηρετεί απλώς και μόνον ένα αθάνατο ρεπερτόριο αλλά και παίζει το δικό του έργο πάνω στα πατήματα των δασκάλων του. Με πάνω από 20 δίσκους εξάλλου εγγράφεται πια στους τραγουδοποιούς – συνθέτες και, όχι τυχαία, του προλόγισε την έκδοση με στίχους του ο μεγάλος Κώστας Βίρβος με θερμά λόγια («Σου ‘γραψα ένα τραγούδι», εκδ. Δωδώνη, 1999). Ο Γιάννης Λεμπέσης επίσης είναι ένας συνομιλητής με μεγάλη μνήμη και με την ίδια φλόγα για τη μουσική όπως όταν πρωτοξεκίνησε.

Πάμε να δούμε πόσα χρόνια είστε σε αυτό που λέμε ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι.

Στο πάλκο είμαι 42 συνεχόμενα, χωρίς διακοπές, σε κάποιο από τα λεγόμενα ρεμπετάδικα στην Αθήνα και το καλοκαίρι σε συναυλίες και σε καλά παραδοσιακά πανηγύρια. Στην πραγματικότητα από το 1981.

Εχετε ζήσει ένα μεγάλο κομμάτι της Μεταπολίτευσης και άρα με έναν τρόπο έχετε ζήσει και συνδιαμορφώσει και ένα περιβάλλον αναβίωσης του ρεμπέτικου.

Κατ’ αρχάς είμαι από το χωριό Κρεμαστός, κοντά στην Κύμη Ευβοίας. Εκεί γεννήθηκα, εκεί μεγάλωσα και μόλις τελείωσα το Γυμνάσιο έδωσα στο Πολυτεχνείο και μπήκα στη Σχολή Τοπογράφων Μηχανικών το 1975. Στο Πολυτεχνείο το 99% των παιδιών ήταν από την επαρχία και αυτό σκιαγραφεί και ένα κλίμα. Δούλεψα στο συγκρότημα του Μπότση («Ακρόπολη», «Απογευματινή»). Εκανα ό,τι δουλειά υπήρχε. Από κλητήρας μέχρι τηλέτυπα. Εκεί τότε ακόμη εργάζονταν ιερά τέρατα του Τύπου. Φιλιππόπουλος, Φυντανίδης, Κομίνης, Χαλιβελάκης. Δούλευα για να επιβιώσω. Θυμάμαι όμως τον Χαρίλαο Φλωράκη, ήμουν στην ΚΝΕ τότε, να μας λέει ότι «δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για να έχετε χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματά σας, όσο και να δουλεύετε».

Στο ρεμπέτικο πώς μυηθήκατε;

Τότε. Από μικρός μου άρεσαν τα δημοτικά πολύ. Το ρεμπέτικο δεν το ‘ξερα καλά ακόμα, αλλά από τις άλλες εκτελέσεις από τους μεταγενέστερους. Μια ανακοίνωση στη Σχολή έλεγε για ορχήστρα πρωτοετών και έτσι ξεκίνησα, αλλά είχα και σαν αποστολή να πάω να βρω ποιοι από τους ρεμπέτες (δημιουργούς και τραγουδιστές) ζούσαν τότε.

Και πώς ξεκινά το ταξίδι αυτό;

Ξεκίνησα από τον Πειραιά και ο πρώτος που βρίσκω ήταν ο Μιχάλης ο Γενίτσαρης. Ο επόμενος ο Οδυσσέας Μοσχονάς στο Περιστέρι. Ο δεύτερος μου έδωσε ένα μεγάλο μάθημα: πως δεν υπάρχει μόνον τόνος αλλά πάνω απ’ όλα υπάρχει τρόπος. Ο Μιχάλης ήταν μεγάλη ιστορία. Και μόνον να ξέρεις πως αυτός ο άνθρωπος είχε παίξει με όλους, στον Πειραιά, στην Αγια-Σοφιά, στην Ανάσταση, με τον Μάρκο και όλους, ε, ανατριχιάζεις. Ο Μιχάλης ήταν δύσκολος λόγω χαρακτήρα αλλά και σπουδαίος. Ολα αυτά τότε, το 1975-6. Μετά εντοπίζω στην οδό Φερών, στη Βικτώρια, ένα κατάστημα που διατηρούσε η κόρη της Ιωάννας Γεωργακοπούλου, η Ρένα. Την τελευταία την είχε βρει ο μεγάλος ερευνητής Παναγιώτης Κουνάδης, αυτός μου την υπέδειξε. Τον γνώρισα μέσω του αδελφού του Βαγγέλη που δουλεύαμε μαζί στο συγκρότημα του Μπότση.

Ο Κουνάδης ήταν στην παρέα που βρήκε τον Μάρκο Βαμβακάρη στα μέσα του ’60, μαζί με τον επίσης ερευνητή Νέαρχο Γεωργιάδη, τον Σωτηρόπουλο και άλλους, και βέβαια την παρέα που στήριξε τότε την ελληνική μουσική.

Βέβαια. Ετσι γνώρισα και συνδέθηκα με τον Παναγιώτη Κουνάδη που μάζευε ήδη πολύ υλικό και μου έγραψε εκτελέσεις των πρώτων. Μου γράφει, φίλε Δημήτρη, τέσσερις κασέτες με Μάρκο Βαμβακάρη, Δελιά, Βαγγέλη Παπάζογλου. Πήδαγα στον δρόμο από τη χαρά μου τόσο, που είχα ένα ατύχημα και έσπασα το χέρι μου.

Και παράλληλα συναντάτε πολλούς παλιούς.

Να σου πω κάτι ευτράπελο. Ημουνα ο μοναδικός που ήξερε την ηλικία της Ιωάννας Γεωργακοπούλου γιατί δεν την αποκάλυπτε πουθενά. Και μου λέει: «Θα το πεις όταν φύγω από τη ζωή». Η Ιωάννα γεννήθηκε στις 13/2/1920. Δουλέψαμε μαζί οκτώ χρόνια. Μετά βρήκα έναν τραγουδιστή που μου άρεσε πολύ. Τον Δημήτρη τον Ευσταθίου. Τον Κώστα Ρούκουνα που τραγουδούσε χωρίς να ‘χει χάσει τη φωνή του, τέλεια, στα 80 του. Την Αννα Χρυσάφη. Τον Θόδωρο Πολυκανδριώτη που είχε εκπληκτικό ήχο στο μπουζούκι, έκανε τα πιο ωραία ταξίμια.

Υπήρχε άλλη παρέα μαζί σας που ανακαλύπτατε αυτόν τον κόσμο;

Εγώ, η αδερφή μου η οποία τραγουδούσε, ο Τσέρτος, ο Νταλής ανάμεσα σε άλλους. Ολοι τότε φοιτητές. Οσο για το υλικό που ανακαλύπταμε, μη νομίζεις πως ήταν όπως τώρα που μπορείς να τα βρεις όλα. Τότε δεν έβρισκες τίποτε. Υστερα από λίγο έμαθα πως ζούσε η μεγάλη τραγουδίστρια Νταίζη Σταυροπούλου, είχε παντρευτεί έναν χασάπη στα Καμένα Βούρλα, πήγα αλλά δεν την πρόλαβα, είχε εν τω μεταξύ φύγει απ’ τη ζωή. Λίγο πριν τελειώσω το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, συνάντησα – όλα αυτά από το ’75 μέχρι το ’81 πάντα – στο σπίτι του Κουνάδη τον Κώστα Τζόβενο. Αυτός είναι η αιτία που εγώ είμαι μουσικός. «Εσύ», μου είχε πει, «θα κάνεις αυτή τη δουλειά γιατί έχεις τσαγανό». Με επηρέασε πολύ, όπως και όλοι οι παλιοί βέβαια.

Πώς τους θυμάστε;

Μεγάλοι και σπουδαίοι και φτωχοί οι πιο πολλοί. Αλλος είχε ένα οικοπεδάκι στο Λουτράκι, όπως η Ιωάννα, και εγώ σαν μηχανικός της το διευθέτησα. Μετά ήλθε ο Στρατός για μένα. Αυτό έγινε τον Σεπτέμβριο του 1980 και τελείωσα τον Ιούλιο του 1981. Πήγα Εβρο, σε μια πυροβολαρχία σε ένα βουνό, ήταν δύσκολα πολύ. Κρύο, χιόνια, σκοπιές κάθε μέρα και σχοινάκια. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είχα το μπουζούκι πάντα μαζί μου, μάθαινα και είχα φτάσει να παίζω περίπου 2.000 παλιά ρεμπέτικα και λαϊκά. Ετσι μπήκα στην ορχήστρα του Διδυμότειχου. Από Δευτέρα έως Παρασκευή ήμουνα στη μονάδα μου και από Παρασκευή έως Κυριακή στην ορχήστρα με ένα πολύ ωραίο μπουζούκι, τον Ρώτα που έπαιζε με τη Ρίτα Σακελλαρίου και άλλους καλούς μουσικούς. Τελείωσα το στρατιωτικό και κατεβαίνω στην Αθήνα. Πρέπει τότε να δουλέψω. Λέω «πρέπει να κάνω κάτι σταθερό». Δούλευα ως μηχανικός στο Καματερό στο Σχέδιο Πόλεως, υπήρχε όμως πάντα η τρέλα για τη μουσική. Τότε ήταν τα λεγόμενα ρεμπετάδικα πέριξ των Εξαρχείων, Σεπτέμβρης του 1983.

Πείτε μερικά στέκια τότε.

Κάβουρας, Μποέμισσα, Ρεμπέτικη Ιστορία – ήταν καμιά δεκαριά. Πώς γίνονταν τότε προσλήψεις και οντισιόν των μουσικών και των σχημάτων; Υπήρχε ένας κύριος Πέτρος, καλλιεργημένος πολύ αλλά και λαϊκός. Μέσα στην πλατεία διάλεγε. Και έτσι ξεκινήσαμε στον Κάβουρα – τότε μάλιστα η σεζόν ήταν κάθε μέρα δουλειά. Μετά πήγα στο Γαλάτσι που ήταν τότε μεγάλη πιάτσα με κέντρα (Νταλίκες, Κάστρο, Καλύβα, Ανεση). Εμεινα χρόνια, και κάπου εκεί ξεκινά η μόδα ή ένας τρόπος σε κάθε μαγαζί από τα λεγόμενα «καλά» να υπάρχει ο δάσκαλος και ο μαθητής. Ετσι άρχισα με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου. Μια συνεργασία συνολικά με την Ιωάννα από το 1985 μέχρι το 2007 που έφυγε από τη ζωή. Ηταν αυστηρότατη, πιο αυστηρός άνθρωπος δεν υπήρχε. Και όταν της έλεγα να ακούσει τα δικά μου τραγούδια, έλεγε «θέλω να ακούσω και τα δώδεκα με προσοχή». Κρατώ και τη συνέπειά της. Τώρα, επειδή έχει πολλά τραγούδια στο όνομά της και γίνεται μια κουβέντα γι’ αυτό, θα σου πω…

Ναι, βέβαια.

Τότε, φίλε Δημήτρη, υπήρχε η εξής λογική: δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά έλεγε ο Τσιτσάνης «έχω γράψει τόσα, πάρε, Ιωάννα, αυτά τα δύο στο όνομά σου». Δεν υπήρχε ακόμη η ηθική του πνευματικού δημιουργού. Μου ‘λεγε πάντως η Ιωάννα: «Αν μου γράψει ένα κτήμα ο θείος μου, δεν μου ανήκει πλέον;». Βέβαια η Ιωάννα, να πω παρενθετικά, έχει αφηγηθεί παλιά στα «ΝΕΑ» την ιστορία του Τρελού Τσιγγάνου που ήταν ένας αντάρτης του ΕΛΑΣ τον οποίο εκείνη είχε ερωτευθεί και η ιστορία ενέπνευσε τον Τσάντα (Χαράλαμπος Βασιλειάδης) να γράψει το τραγούδι. Οταν ο Πάνος Γεραμάνης, ο αξέχαστος, που ήμασταν και συγγενείς, έγραψε την άγνωστη ιστορία στα «ΝΕΑ», εκδήλωσε πρόθεση να γνωρίσει την Ιωάννα ο Λέων Καραπαναγιώτης.

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης;

Ο Μιχάλης λοιπόν ήταν ένας μάγκας Πειραιώτης, ατόφιος. Δεν λογάριαζε Χριστό, είχε το πειραιώτικο το παλιό και στο παίξιμό του. Τον αγάπησα, υπήρχε αλληλεκτίμηση, συνεργαστήκαμε πολύ. Από όλους τους παλιούς πήρα. Οπως ο Μιχάλης Δασκαλάκης. Ο Μοσχονάς, που σου είπα πριν, μου είχε πει επίσης πως υπάρχει το κουμπί της διάθεσης πάντα. Του Μιχάλη τού άρεσαν και τα δικά μου τραγούδια.

Πείτε για αυτά, έχετε πολλούς δίσκους.

Το πρώτο το έγραψα το μακρινό 1979. Και στον Στρατό ακόμη είχα σκαρώσει το «Απέναντι στον μιναρέ». Στο κέντρο Κάστρο άρχισα να τα παίζω κι έρχεται ένα βράδυ του 1985 ένας τύπος με μαλλιά, ωραίος. Παίζω τα δικά μου, τον βλέπω να συνωμοτεί με έναν άλλο στο τραπέζι. Με ρωτούν ποιου είναι τα τραγούδια. Του Καπλάνη; Του Τζουανάκου; «Δικά μου», τους λέω. Και ήταν ο Γρηγόρης Φαληρέας και ο αδελφός του Τάσος που είχαν το περίφημο Pop Eleven στο Κολωνάκι. Και κάνουμε τον δίσκο με μουσική, στίχους και ερμηνεία μου, σε παραγωγή τους, τον πρώτο μου, το 1986, με τίτλο «Σας μιλάω σοβαρά». Είχα άγχος και μου λέει τότε ο Τάσος: «Από τον Εβρο μέχρι την Κρήτη υπάρχουν 7.500 δισκάδικα. Αν πουλήσεις ένα κομμάτι ανά μαγαζί, μια χαρά είσαι».

Θέλω να σας κάνω μια γενική ερώτηση, αν επιτρέπετε. Γιατί αγαπάτε τόσο παθιασμένα και σταθερά το λαϊκό και το ρεμπέτικο;

Με όλους αυτούς που γνώρισα, θα σου πω κάτι παράξενο, νόμιζα πως ήμουν σε αυτό το παλιό κλίμα. Στον Πειραιά. Στην Ανάσταση με τον Μάρκο. Τους αγάπησα. Εκ πρώτης όψεως ήταν δήθεν αγράμματοι, αλλά είχαν αυτό το ένστικτο και το κριτήριο. Το ίδιο και ο Μητσάκης που επίσης συνδεθήκαμε πολύ. Εκανε τότε η Ενωση Ζαχαροπλαστών, το 1990, με πρόεδρο τον φίλο μας Χρήστο Κουτσαύτη, μια γιορτή και μου λέει ο Χρήστος: «Ελα, Γιάννη, με τον Μητσάκη μαζί να τον τιμήσουμε». Τον Γιώργο εγώ τον είχα γνωρίσει στο κέντρο Γλάρος. Πήγαμε μαζί και στο ξενοδοχείο Εύβοια Παλάς, όπου ξεκινάμε πρόβες, μας ρωτάει ο Μητσάκης: «Πού είναι η ντραμς;». Ηθελε νέο ήχο! Οταν αρχίσαμε να παίζουμε τα παλιά τα δικά του, έγινε χαμός και εκείνος εντυπωσιάστηκε απ’ τον κόσμο. Του λέω τότε: «Μα, δάσκαλε, δεν το ξέρεις πως αυτά τα κομμάτια σου έχουν γίνει από τα αγαπημένα τους;».

Τα πολλά τελευταία χρόνια ανοίγεστε σε ένα ευρύ ρεπερτόριο, δηλαδή έχετε γράψει και άλλα, και όχι μόνο αμιγώς ρεμπέτικο. Και λαϊκό και δημοτικοφανές.

Ακριβώς. Τα αγαπώ αυτά τα είδη. Εγώ για τα τραγούδια μου, Δημήτρη, να ξέρεις ένα πράγμα: ούτε ψώνιο είμαι ούτε τίποτε – αν και επέμεινα από την αρχή να τα παίζω στα μαγαζιά με όλο το κόστος. Δεν θα πω κουβέντα για τα τραγούδια μου, ότι είναι μεγάλα ή ότι είναι σπουδαία. Αυτό θα το δείξει ο χρόνος. Αλλά πιστεύω ένα πράγμα: ότι έχουν λόγο ύπαρξης. Θα πρέπει να σου πω, συνοψίζοντας, ότι οι μεγαλύτεροι σταθμοί τής μέχρι τώρα πορείας μου είναι: Πολυτεχνείο και γνωριμία μου και φιλία με τον Κουνάδη. Ο Γεώργιος Θεολογίτης Κατσαρός, ο μέγας κιθαριστής απ’ τις ΗΠΑ. Παίξαμε μαζί το 1988, ήταν περίπου 100 ετών, με περισσότερη ενέργεια και όρεξη από εμάς. Αλλος σταθμός για μένα ο Γιώργος Τσαγκάρης, ο συνθέτης και διευθυντής στην ΕΡΑ. Μαζί κάναμε την «Ελλαδογραφία», όλη η ιστορία της Ελλάδας από το 1850 μέχρι το 2008 μέσα από το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, σε σκηνοθεσία Κώστα Κατσουλάκη, κείμενα Γιώργου Τσαγκάρη και τραγούδι εγώ και η ορχήστρα μου. Μετά πέρασα από την τηλεόραση με δική μου εκπομπή. Στο τότε TV Magic. Εκεί έγραψα τον Μοσχονά έξι ώρες, τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο πέντε, τον Γενίτσαρη 20, τη Γεωργακοπούλου 20, τον Κούλη Σκαρπέλη και πολλούς άλλους και άλλες. Eντεκα χρόνια εκπομπή, 550 ώρες. Κάποια διασώθηκαν και ανέβηκαν στο YouTube από φίλους, αλλά το αρχείο δεν υπάρχει πια.

Κρατάτε πάντα την ίδια φλόγα για όλα αυτά, το αισθάνομαι και το ξέρω.

Με την ίδια φλόγα που ξεκίνησα. Είμαι και νιώθω πάντα μαθητής και ακροατής. Και σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη, και αυτό γιατί νιώθω πως μιλάμε την ίδια γλώσσα.