Στο εργαστήριο των κοινωνικών διεργασιών για τις επικείμενες εκλογές, έχει πάντα σημασία να μπαίνεις με τους κατάλληλους ανθρώπους. Είναι οι μέρες τους. Ολοι αυτούς ρωτούν. Και μοιάζουν με γιατρούς με… θερμόμετρο.

Οχι, η κοινωνική δυναμική είναι πάντα πιο περίπλοκη, άρα έχει σημασία η δική τους ανάγνωση. Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο ΠΑΜΑΚ είναι ο ένας. Κατά καιρούς αρθρογράφος στα «ΝΕΑ». Οξυδερκής και με βαθιά γνώση μάς εξηγεί τους όρους του νέου κομματικού φαινομένου, τις ταυτίσεις πολιτών και πολιτικών δυνάμεων, τι είναι το περίφημο Κέντρο και τι κρύβουν οι δημοσκοπήσεις.

Ο Παναγιώτης Κουστένης, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης είναι ο έτερος. Συνεργάτης στο «ΒΗΜΑ», ακριβής στις αναλύσεις του (λεπτολόγος και ως μαθηματικός) αναψηλαψίζει τα διλήμματα της κάλπης, διευκρινίζει το τι σημαίνει η ψήφος των νέων, μας ξεναγεί στις διεργασίες της Ακροδεξιάς. Δύο ματιές στην κάλπη – ή στην εκλογική συμπεριφορά – που είναι σήμερα χρήσιμες και στέκονται ψύχραιμα πέραν των άκοπων προβλέψεων ή των σχηματικών ερμηνειών.  

Γιάννης Κωνσταντινίδης

«Ο μέσος ψηφοφόρος μένει συχνότερα μετέωρος»

Ας ξεκινήσουμε από την άποψη, η οποία εκδηλώνεται κυρίως από μεριάς ΣΥΡΙΖΑ, πως οι κοινωνικές τάσεις είναι πλέον πιο αδιόρατες από όσο στο παρελθόν. Και κατά συνέπεια, οι έρευνες κοινής γνώμης δεν μπορούν να ανιχνεύσουν τις προτιμήσεις που θα εκδηλωθούν στην κάλπη…

Δεν θα έλεγα ότι είναι «αδιόρατες», με την έννοια ότι δεν είναι κρυμμένες από εκείνους που τις αναζητούν ή με την έννοια ότι αυτοί που τις αναζητούν δεν ξέρουν πώς να τις εντοπίσουν. Είναι όμως «αβέβαιες» οι κοινωνικές τάσεις, καθώς τα ίδια τα υποκείμενα της έρευνας αρνούνται πλέον πολύ συχνά να δεσμευτούν ως προς την υιοθέτηση στην πράξη μιας συμπεριφοράς την οποία δηλώνουν ως πιθανή στο πλαίσιο μιας έρευνας. Ας δούμε το παράδειγμα της πρόθεσης ψήφου ως μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Περίπου το 1/4 των ψηφοφόρων που επιλέγουν ένα κόμμα σε μια έρευνα σήμερα δηλώνουν ότι δεν είναι καθόλου σίγουροι για την επιλογή που μόλις έδωσαν. Με άλλα λόγια, θα ήθελαν να έχουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούν την επιλογή τους γιατί προφανώς έχουν στον νου τους και κάποια άλλη ή επίσης την επιλογή να μην προσέλθουν στην κάλπη. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι περίπου το 85% των δειγμάτων δίνουν επιλογή ψήφου, ενώ οι υπόλοιποι δηλώνουν ότι δεν έχουν αποφασίσει ακόμα, καταλαβαίνουμε ότι περίπου το 1/3 του πληθυσμού δεν είναι βέβαιο για την επιλογή που θα κάνει στις 21 Μαΐου. Κατά συνέπεια, οι εκτιμήσεις της εκλογικής απήχησης καθίστανται δυσχερείς και απαιτούν την ενσωμάτωση της αβεβαιότητας ως χαρακτηριστικού της κάθε καταγραφόμενης τάσης. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι καταγραφές της πρόθεσης ψήφου είναι περιττές, σημαίνει όμως ότι πρέπει να είναι πιο προσεκτικές.

Πώς ερμηνεύεται αυτή η αβεβαιότητα όμως; Μήπως έχουν χαθεί οι ταυτίσεις των πολιτών με τα κόμματα;

Σαφέστατα έχουν χαθεί. Και εξαιτίας αυτής της απώλειας, ο μέσος ψηφοφόρος καθίσταται πιο ευάλωτος σε βραχυπρόθεσμες επιδράσεις της συγκυρίας, της επικοινωνίας ή των προσώπων που τυχαίνει να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Ακριβώς επειδή οι επιδράσεις αυτές είναι εφήμερες, ο μέσος ψηφοφόρος μένει συχνότερα μετέωρος ή αποσταθεροποιείται με συνέπεια να μεταβάλλει συχνότερα τις θέσεις του έναντι των κομμάτων. «Και γιατί χάθηκαν οι ταυτίσεις;», θα ρωτούσε κάποιος. Δύο είναι οι πλέον σημαντικοί λόγοι. Πρώτον, στην Ελλάδα οι κομματικές ταυτίσεις είχαν ως βάση τους τον πελατειασμό και όχι κάποια στέρεη ιδεολογική ρίζα. Συνεπώς, η κατάρρευση των ταυτίσεων ήταν ευκολότερη, ιδιαιτέρως μετά το χτύπημα που δέχτηκε ο πελατειασμός από τη δημοσιονομική κρίση. Δεύτερον, η ραγδαία μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών για τους πολιτικούς – ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και της μετέπειτα διαχείρισής της – τους καθιστά επιφυλακτικούς απέναντι ακόμα και στις ίδιες τους τις επιλογές. Εχουν πάντα ένα ερωτηματικό για το κόμμα ή τον άνθρωπο που επέλεξαν να στηρίξουν.

Μιλήσατε για απουσία ιδεολογικής ρίζας των ταυτίσεων του παρελθόντος. Θα λέγατε δηλαδή ότι η κλασική διαίρεση «Αριστερά – Δεξιά» στην Ελλάδα δεν είχε βάση; Δεν καθόριζε τις επιλογές ψήφου η διάκριση των πολιτών στα δύο στρατόπεδα;

Η μετεμφυλιακή διαίρεση διατηρήθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο ως ιστορική αναφορά και ως τέτοια είχε σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση των πολιτικών και εκλογικών προτιμήσεων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ιδεολογικό περιεχόμενο των όρων «Αριστερά» και «Δεξιά» ήταν σαφές στους πολίτες, ή πολύ περισσότερο ήταν συνεκτικό ή συναφές με το περιεχόμενο των όρων σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Με την είσοδο νέων γενεών στο εκλογικό σώμα, η ιστορική βάση της διαίρεσης ατόνησε με αποτέλεσμα το περιεχόμενο των δύο όρων για τον μέσο Ελληνα να αδειάσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας στους τρεις νέους σήμερα αρνείται να χρησιμοποιήσει τον άξονα αυτοτοποθέτησης «Αριστερά – Δεξιά» στις έρευνες. Ακόμα και τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, τα οποία παραδοσιακά έκαναν χρήση του όρου «Αριστερά», σήμερα δεν τον χρησιμοποιούν και τον έχουν αντικαταστήσει με την έννοια της «προοδευτικής διακυβέρνησης».

Αρα και το «Κέντρο» έχει χάσει την αξία του ως έννοια; Συνηθίζαμε να λέμε ότι είναι ο κρίσιμος χώρος για την κατάκτηση της πολιτικής ηγεμονίας.

Ούτε το πολιτικό περιεχόμενο του κεντρώου χώρου ήταν ποτέ απολύτως σαφές στην Ελλάδα. Απόδειξη τούτου ήταν ότι επιλεγόταν συνήθως από πολίτες που δήλωναν ότι δεν αντιλαμβάνονται τους όρους «Αριστερά» και «Δεξιά» και οι οποίοι δεν συνέδεαν καν την κεντρώα θέση με την αξία της μετριοπάθειας, του συμβιβασμού ή της σύνθεσης. Από αυτούς δηλαδή που συχνά αποκαλούμε «απολιτίκ». Αρα ως έννοια, το «Κέντρο» έχει μικρή πολιτική αξία, καθώς μάλιστα οι ελάχιστοι πραγματικά μετριοπαθείς δεν είναι διατεθειμένοι να εμπλακούν στην τεράστια πόλωση που πάντα δημιουργούν οι εκάστοτε δύο βασικοί διεκδικητές στην Ελλάδα λόγω της δομής του συστήματος. Αυτοί που έχουν μεγάλη εκλογική αξία είναι οι «απολιτίκ» που αναφέραμε παραπάνω, αλλά αυτοί λανθασμένα αποκαλούνται «κεντρώοι».

Μιλώντας για το πρόσφατο βιβλίο σας, το «Μόλις αποφάσισα», ισχυριστήκατε ότι στις εκλογές του 2019, το «μόλις» φαίνεται να έπαιξε βαρύτερο ρόλο από το «αποφάσισα». Πότε και πώς θα αποφασίσουν αυτήν τη φορά οι Ελληνες;

Στα διηγήματα του «Μόλις αποφάσισα» περιγράφεται το βράδυ πριν από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019 δώδεκα διαφορετικών ανθρώπων. Σε κεντρικό ή σε παράπλευρο σημείο της σκέψης τους εκείνες τις ώρες βρίσκεται η απόφαση ψήφου, ακόμα και εκείνων που έχουν καθαρή εικόνα των «θέλω» τους. Ολοι διατρέχουν την προσωπική ιστορία τους, τις απόψεις των γύρω τους και – με φίλτρο τον χαρακτήρα τους, γιατί και η προσωπικότητά μας είναι ισχυρός παράγοντας προσδιορισμού των πολιτικών επιλογών μας – και καταλήγουν στην απόφαση της επόμενης ημέρας. Η φράση «μόλις αποφάσισα» περιγράφει αυτόν τον μηχανισμό λήψης της τελικής απόφασης και συνάμα υποδηλώνει την αβεβαιότητα της επιλογής για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως. Αυτό που θα έβλεπα ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτών των εκλογών είναι ότι το βράδυ της 20ής Μαΐου η λειτουργία αυτού του μηχανισμού θα είναι δυσχερέστερη από άλλες φορές, γιατί τόσο οι προσωπικές πολιτικές ιστορίες, όσο και τα ερεθίσματα από το περιβάλλον μας, είναι πλέον πιο πολύπλοκες.