«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα» είναι ο ορισμός που έδινε η ίδια η Κική Δημουλά στην ύψιστη καλλιτεχνική δημιουργία.

Η σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια πέθανε στις 22 Φεβρουαρίου 2020 βυθίζοντας στο πένθος τα ελληνικά γράμματα.

«Δεν θεωρώ ότι υπάρχει θηλυκή και αρσενική τέχνη»

Η ποίηση της Κικής Δημουλά ύμνησε την στέρηση, την απώλεια, την ματαίωση. Το αγαπημένο πρόσωπο που λείπει, η θλίψη του ανικανοποίητου, η απουσία εκφράστηκαν στις ποιητικές συλλογές με τρόπο μαγικό αλλά και ρεαλιστικό.

Χωρίς μελοδραματισμούς και υπερβολές, με συναισθηματικά φορτία που πετυχαίνουν στο τέλος την κάθαρση η ποιήτρια αγαπήθηκε για τον λόγο της και την καθαρότητα της σκέψης της.

Ο χρόνος, η φθορά και η αγωνία που φέρνει αναπόφευκτα η απώλεια γίνονται στοιχεία ενός ποιητικού λόγου που εκφράζεται με τόλμη και πολλές φορές δημιουργεί νέες έννοιες.

Κοινά ανθρώπινα βιώματα με την πένα της αποκτούν φιλοσοφική διάσταση χωρίς ποτέ να χάνουν την αμεσότητα και την αυθεντικότητα.

Σπουδαίες διακρίσεις

Η Κική Δημουλά (Βασιλική Ράδου) έκανε την εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη συλλογή της.

Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη συλλογή «Έρεβος». Το 1972 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Το λίγο του κόσμου», το 1989 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Χαίρε Ποτέ», το 1996 με το Βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τη συλλογή «Η εφηβεία της λήθης» και το 2001 με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, για το σύνολο του έργου της.

Το της απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο. Το 2002 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, η τρίτη μόλις γυναίκα, που έτυχε αυτής της τιμής, από το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Ελλάδας.

Ένα βιογραφικό γραμμένο από την ίδια

Η Κική Δημουλά υπήρξε σπουδαία. Με πλούσιο συγγραφικό έργο και πιστούς αναγνώστες μέχρι το τέλος. Αντί για τα βιογραφικά της στοιχεία πιο πολύ έχει αξία να αναφέρουμε το βιογραφικό που έγραψε η ίδια για τον εαυτό της. Και φανερώνει για ακόμη μια φορά το μεγαλείο της.

«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβλεπες να τηρεί η προσπάθειά σου.

Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.

Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα».

Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο “πρέπει να εργαστείς”, και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια.

Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω.

Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.

Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι “γιαγιά”.

Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου.

«Σωσίβιο ποίημα»

Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.

Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής.

Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.

Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία.

Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου.»