Το ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων ήταν και παραμένει το μεγαλύτερο αγκάθι στις ελληνο-γερμανικές σχέσεις. Ενώ η γερμανική πλευρά θεωρεί το θέμα «λήξαν», για την Ελλάδα παραμένει ανοιχτό. Αλλά τι γνωρίζουν οι Γερμανοί για το θέμα αυτό; Σίγουρα λιγότερα από όσα θα έπρεπε να γνωρίζουν για τις θηριωδίες των ναζί στη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα. Την άγνοια αυτή, όταν δεν είναι εσκεμμένη αποσιώπηση, αντιμετώπισε υπηρετώντας αρχικά στο προξενείο του Ντίσελντορφ και στη συνέχεια στην ελληνική πρεσβεία στο Βερολίνο ο διπλωμάτης Αρης Ραδιόπουλος, συγγραφέας ογκώδους μελέτης των αρχείων του υπουργείου Εξωτερικών για τις γερμανικές αποζημιώσεις («Η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών προς την Ελλάδα», εκδ. Νεφέλη).

«Υπάρχει ανάγκη διευκρίνισης των πραγματικών περιστατικών (συμφωνιών, συνομιλιών κ.λπ.), ώστε οι δύο πλευρές να έχουν κοινά αποδεκτή βάση εκκίνησης για μια συζήτηση απαλλαγμένη στο μέτρο του δυνατού από τα συναισθήματα που αναπόφευκτα συνεγείρει η περίοδος της Κατοχής» είπε ο συγγραφέας στην παρουσίαση της γερμανικής μετάφρασης του βιβλίου στο Βερολίνο, που οργάνωσε η Διεθνής Ενωση Νομικών IALANA και το Ιδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ».

Η μελέτη αναδεικνύει μια βασική παράμετρο διαφοροποίησης της Ελλάδας από άλλες χώρες. «Από το τέλος του πολέμου καμία κυβέρνηση, κανένα κυβερνητικό στέλεχος σε καμία περίπτωση δεν παραιτήθηκε των αξιώσεων για επανορθώσεις και αποζημιώσεις» σημείωσε ο Ραδιόπουλος. Αντιθέτως, «το ζήτημα τέθηκε επανειλημμένα και με διάφορους τρόπους ήδη από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου, προσαρμοσμένο πάντοτε στις συνθήκες της εκάστοτε εποχής. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που μεσολάβησαν, δεν εκπονήθηκε συγκεκριμένη στρατηγική διεκδίκησης, όπως θα μπορούσε».

Μέχρι την επανένωση, η στάση και των δύο γερμανικών κρατών ήταν απορριπτική, από διαφορετική θέση και με διαφορετική επιχειρηματολογία. «Η κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία στις διμερείς διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα για τις τεθείσες υπό μεσεγγύηση περιουσίες Ελλήνων στο έδαφός της επιδίωκε διακαώς ελληνική δήλωση μη έγερσης ζητήματος επανορθώσεων, έστω και αν ήταν άσχετο με το υπό διαπραγμάτευση θέμα, ως διασφάλιση έναντι μελλοντικών σχετικών απαιτήσεων».

Από την άλλη, η Δυτική Γερμανία με την Τελική Πράξη της Συνδιάσκεψης Επανορθώσεων των Παρισίων (1946) εξαναγκάστηκε στην καταβολή επανορθώσεων προς τους δυτικούς συμμάχους και κατέβαλε το 1960 διμερώς στην Ελλάδα αποζημιώσεις 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων για συγκεκριμένες κατηγορίες θυμάτων του ναζισμού – η καταγραφή αμέσως μετά τον πόλεμο ανέβαζε τις ελληνικές απαιτήσεις στα 14 δισεκατομμύρια σημερινά ευρώ. «Τα συνολικά ποσά που έλαβαν η Ελλάδα ως επανορθώσεις και οι πολίτες της ως αποζημιώσεις ανέρχονται σε απειροελάχιστο ποσοστό των καταστροφών που προξενήθηκαν από τον πόλεμο και την Κατοχή» είπε ο Ραδιόπουλος.

Η Γερμανία εξέλαβε τη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953 που ανέβαλε την ικανοποίηση αιτημάτων μέχρι την επανένωση «όχι ως αναβολή αλλά ως οριστική ακύρωση του αιτήματος για επανορθώσεις». Και με τη «Συνθήκη 2+4» για την επανένωση της Γερμανίας το 1990 θεωρεί «λήξαν» το θέμα νομικά και πολιτικά. «Η γερμανική επιχειρηματολογία συνδεόταν πάντα με τις διμερείς οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, που αποτελούσαν τομέα πολύ ευαίσθητο για την ελληνική οικονομία ήδη από τη λήξη του πολέμου» σημείωσε ο Ραδιόπουλος.

«Να συνεχίσουν να ενοχλούν»

Ο Γκρέγκορ Γκίζι, ιστορικός ηγέτης του κόμματος Αριστερά, που συμμετείχε στην παρουσίαση του βιβλίου – SPD και Πράσινοι προτίμησαν τη διακριτική αποστασιοποίηση από την εκδήλωση του πολιτικού ιδρύματος της Αριστεράς – εμφανίστηκε πεπεισμένος ότι η Γερμανία δεν έχει κανένα επιχείρημα να αντικρούσει τη διεκδίκηση του κατοχικού δανείου. Συνέστησε πάντως τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Πολωνία «να συνεχίσουν να ενοχλούν» τη Γερμανία. Ηταν μια ευπρόσδεκτη παρότρυνση για τον πρεσβευτή της Πολωνίας στο Βερολίνο που παρακολούθησε την εκδήλωση: η Πολωνία απαιτεί 1,3 τρισεκατομμύρια ευρώ από τη Γερμανία και αναζητεί συμμάχους.

Ομως οι ελληνικές αξιώσεις έχουν τις ιδιαιτερότητές τους. Κυρίως το κατοχικό, «καταναγκαστικό δάνειο» μπορεί να διεκδικηθεί – όπως αποφάνθηκε και η Επιστημονική Υπηρεσία της Γερμανικής Βουλής – με προοπτικές επιτυχίας. Η ταύτιση με την Πολωνία δεν θα ενισχύσει, αντίθετα θα αποδυναμώσει τις ελληνικές διεκδικήσεις.