Ο Μύρων Μπικάκης είναι ο γιος της Αλίκης Χαλεπά – Μπικάκη. Η μητέρα του ήταν μία από τις τρεις κόρες της Ειρήνης και του Βασίλη Χαλεπά, ανιψιών του Γιαννούλη Χαλεπά, οι οποίοι το 1930 τον έφεραν από την Τήνο στην Αθήνα, στο σπίτι τους στην οδό Δαφνομήλη. Εκεί ο Χαλεπάς, μετά τον πολύχρονο εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας και τη βασανιστική απομόνωσή του στην Τήνο, δημιούργησε μια σειρά σημαντικών έργων περνώντας σε ένα νέο στάδιο καλλιτεχνικής ωριμότητας και δημιουργικότητας. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1938, τιμητικές εκδηλώσεις, απονομές και εκθέσεις τού χάρισαν την αναγνώριση.

Ο απόγονός του, στο δικό του διαμέρισμα στο Κολωνάκι, σερβίρει στην τραπεζαρία με τα παλιά ξύλινα έπιπλα τον καφέ μας σε λεπτά φλιτζάνια πορσελάνης. Γύρω μας οικογενειακές φωτογραφίες, σχέδια και προπλάσματα του Χαλεπά ρίχνουν το άγγιγμά τους σε μια συζήτηση που ξεκινά με την προσωπική πολυκύμαντη διαδρομή του Μύρωνα Μπικάκη, κατά την οποία βρέθηκε στη Νέα Υόρκη διαπρέποντας στη χρυσοχοΐα.

Η οικογενειακή παράδοση των τηνιακών μαρμαρογλυπτών πώς σας επηρέασε και από την αρχαιολογία φτάσατε στο χειροποίητο χρυσό κόσμημα;

Η ζωή μου ξεκίνησε με δύο σημαντικά στοιχεία. Το ένα ήταν η αρχαιολογία, καθώς η μητέρα μου ήταν η ίδια αρχαιολόγος και με έτρεχε σε ανασκαφές και αρχαιολογικά γραφεία. Το άλλο ήταν ο Χαλεπάς. Ηταν η βαριά σκιά πάνω στην οικογένεια. Η γιαγιά μου Ειρήνη ήταν εκείνη που έφερε τον Χαλεπά από την Τήνο. Ο παππούς μου ήταν γιος του αδερφού του, πρώτος του ανιψιός. Αυτοί τον έφεραν στο σπίτι τους, όπου πέρασε τα τελευταία οκτώ του χρόνια και εκεί δημιούργησε ένα πλούσιο έργο, τη λεγόμενη «τρίτη περίοδο». Η γιαγιά μου το θεωρούσε έργο ζωής της, το κατόρθωμά της, ήταν τιμή για εκείνη που το σπίτι της Δαφνομήλη γέμιζε από κόσμο που ερχόταν για τον Χαλεπά. Οσο ήμουν παιδί με κανοναρχούσε λοιπόν με το θέμα του «θείου»: πώς ήρθε ο θείος, τι έκανε ο θείος. Αυτό το θέμα υπήρξε πάντα βαρύ φορτίο για ένα παιδί, που του έλεγαν ότι για να φτάσεις σε αυτό το σημείο θα έπρεπε να γίνεις τουλάχιστον πρωθυπουργός. Πραγματικά ήμουν προδιαγεγραμμένος…

Σε τέτοιες περιπτώσεις οι σπουδές στο εξωτερικό είναι μια κάποια λύση;

Εμένα μου άρεσε ο τρόπος ζωής της αρχαιολογίας: το να ταξιδεύεις σε διάφορες περιοχές, να μαθαίνεις το παρελθόν κάθε μικρού τόπου, να γυρίζεις στις ανασκαφές, αυτό ήταν κάτι γοητευτικό. Η αρχαιολογία ήταν κάτι ζωντανό στο σπίτι μας. Γι’ αυτό ήταν η πρώτη μου επιλογή για τις σπουδές μου. Στη συνέχεια πήρα υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι. Εκεί συνέβη το εξής, ήμουν καλύτερος από τους άλλους φοιτητές γιατί ως απόφοιτος της Φιλοσοφικής Αθηνών ήξερα τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά και είχα μάθει την αρχαιολογία απέξω και όλα ήταν εύκολα και ωραία. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να βυθιστώ στη μοντέρνα αμερικανική εμπειρία των αρχών του ’80. Από τη μουσική του Κεντάκι μέχρι τα μπλουζ και τις διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες στις διάφορες κοινωνικές ομάδες του Νότου. Αυτό που λέμε Ντίξι. Ανακατεύτηκα λοιπόν με τα αμερικανικά πολιτικά, οπότε η αρχαιολογία έπαψε τελείως να είναι ζωντανή. Ηταν ένα ξερό επιστημονικό πεδίο που δεν είχε καμία επιρροή στη ζωή μου. Οταν έλεγα στον κόσμο ότι κάνω αρχαιολογία, νόμιζαν ότι κάνω παλαιολιθικά και ψάχνω για δεινοσαύρους. Με τα πολλά και επειδή χρειαζόταν να έχω πόρους για να ζήσω στην Αμερική, σκαρφίστηκα άλλες δουλειές. Δεν ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, πήγα στη Νέα Υόρκη, πήρα πτυχίο στη διοίκηση επιχειρήσεων από το NYU. Βρέθηκα για άσκηση στην τράπεζα επενδύσεων Bear Stearns, στο τμήμα έρευνας. Μου ανέθεσαν να είμαι βοηθός του ερευνητή για μέταλλα που δεν χρησιμοποιούνται στα μείγματα για ατσάλι.

Το εξασκημένο στην παρατήρηση μάτι του αρχαιολόγου πέρασε στην ανάλυση δεδομένων;

Μου ζήτησαν μία έρευνα για τους παράγοντες που επηρεάζουν τη διακύμανση τιμών χρυσού και να βρω μία εξίσωση που να εξηγεί πώς μπορούμε να περάσουμε σε κερδοφορία. Τότε, το ’86, οι αναλύσεις γίνονταν στο χέρι. Κάναμε αυτό το παιχνίδι, βρήκαμε τις παραμέτρους, την τιμή του πετρελαίου, τα επιτόκια, τον πληθωρισμό, τις πολιτικές διαταραχές… Βγήκε η πρόβλεψη, κάναμε επισκέψεις σε χρυσωρυχεία, έκανα σεμινάριο για νέες μεθόδους εξόρυξης χρυσού. Στη συνέχεια ένας ερευνητής με προσέλαβε για ένα έργο σύστασης νέας βάσης δεδομένων για τα ορυχεία χρυσού. Ηταν εποχή αλλαγής για τον αμερικανικό χρυσό, καθώς βρέθηκαν πολλά κοιτάσματα στη Νεβάδα και χρησιμοποιήθηκαν νέες μέθοδοι στην εξόρυξη.

Η επίδραση της φοιτητικής ανεμελιάς στο Σινσινάτι έκανε καλό;

Μπορώ να πω ότι με άλλαξε, με αποπροσανατόλισε από τα αρχικά μου ενδιαφέροντα. Ωστόσο ήταν και μία απελευθέρωση από τη μητρική σχέση με την αρχαιολογία και όλο το οικογενειακό βάρος με την υπόθεση Χαλεπά. Γιατί κάποτε μπόρεσα να κάνω κάτι μόνος μου. Εκεί λοιπόν που βρέθηκα ξαφνικά ξεκρέμαστος, ένας φίλος από τη σχολή διοίκησης επιχειρήσεων με κάλεσε να δω τα κοσμήματα που έκανε η γυναίκα του. Εμοιαζαν με κοσμήματα του παλαιού ρωμαϊκού, βυζαντινού, ετρουσκικού παρελθόντος. Μου άρεσαν και θέλησα να μάθω να φτιάχνω κι εγώ. Ετσι πήγα στο Jewelry Arts Institute, όπου είχαν ξεκινήσει εργαστήριο αναβίωσης αρχαίων τεχνικών. Τότε βρέθηκε η χαμένη τεχνική κοκκίδωσης με χρήση θερμότητας, την προώθησαν και έγινε μόδα στην Αμερική. Εκεί κόλλησα κι εγώ και μέσα σε έναν χρόνο ξεκίνησα να κάνω δικά μου κοσμήματα από ασήμι. Στα δύο χρόνια έκανα χρυσά, είχα μάθει να κόβω πέτρες, ακολούθησε μεγάλος ενθουσιασμός και βρήκα χώρο να παράγω κάτι μόνος μου, να μη βασίζομαι σε κανένα, να είμαι υπεύθυνος για τις επιτυχίες και τα λάθη μου. Εκεί γνωρίστηκα με τον μετέπειτα συνεργάτη μου Μαρκ Τζονς, ξεκίνησα συνεργασία με γκαλερί κοσμήματος, έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση. Με τον Τζονς κάναμε ένα εργαστήριο και γίναμε συνεργάτες και επαγγελματίες κάνοντας πλήρως χειροποίητα κοσμήματα. Σε μία κεντρική και περιζήτητη περιοχή στην καρδιά του Noho στη Νέα Υόρκη. Η δουλειά μας λοιπόν κύλησε άνετα έως το 2007.

Και ύστερα ήρθε η κρίση.

Η αγορά του κοσμήματος επηρεάστηκε. Η Αμερική άρχισε να χάνει τη γοητεία της και αποφάσισα να γυρίσω εδώ. Η ζωή άλλαξε, μπήκαν άλλα ενδιαφέροντα στη μέση και με κυνήγησε το βάρος του Χαλεπά.

Το νιώθετε καθήκον σας;

Τα τελευταία δέκα χρόνια η φήμη του έχει ανέβει και η καλλιτεχνική αναγνώριση του υπόλοιπου έργου του, εκτός της «Κοιμωμένης», έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα. Καθώς έχω ένα μέρος υπό την κατοχή μου – τα άλλα μισά τα έχει ο εξάδελφός μου -, βρεθήκαμε να χειριζόμαστε μια μεγάλη κληρονομιά. Δεν ήμασταν έτοιμοι να τη διαχειριστούμε. Πρώτη μου κίνηση ήταν να χαρίσω στην Πινακοθήκη το αρχείο του Χαλεπά που αφορούσε τη ζωή του για να μην πάει χαμένο. Υπήρχαν οι επιστολές από επιστήμονες και ακαδημαϊκούς, δημοσιεύματα, βραβεία. Μετά προσπάθησα να βρω έναν άλλο πόλο που θα έπαιρνε το υπόλοιπο σύνολο. Με τη συνδρομή των αδελφών Καλφαγιάν πέρασε στο Ωνάσειο. Το ενδιαφέρον και η ερευνητική εργασία λοιπόν γύρω από τον Χαλεπά συνεχίζονται. Για εμάς είναι πολύ σημαντικό γιατί το υλικό είχε μείνει στην οδό Δαφνομήλη κλεισμένο από το 1938 που πέθανε ο Χαλεπάς μέχρι το 1988 που πέθανε η γιαγιά μου. Με την έκθεση το 2007 στην Πινακοθήκη ξεκίνησε η άνοδος του ενδιαφέροντος για τον Χαλεπά. Ελπίζω να προωθείται και η μελέτη σε βάθος πολλών πτυχών του έργου του που δεν έχει ακόμη γίνει. Για μένα προέχει η μελέτη και η δημοσίευση των κατάστιχων της επιχείρησης του πατέρα του Χαλεπά.

Τι αποκαλύπτουν αυτά τα κατάστιχα;

Οι Χαλεπάδες ήταν οικογένεια μαρμαράδων στην Τήνο με τεράστιο εργαστήριο. Το γλυπτικό στοιχείο ήταν μέσα στην οικογένεια, καθώς είχαν φτιάξει εκκλησίες και τέμπλα σε όλη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας του, Ιωάννης, κρατούσε λεπτομερή κατάστιχα για την εργασία του. Ο Γιαννούλης κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Τήνο – όταν βγήκε από το ψυχιατρείο μέχρι να έρθει στην Αθήνα – τα χρησιμοποιούσε σαν μπλοκ για να σχεδιάζει. Είναι εύκολα χρονολογήσιμα και έχουν στυλιστική εξέλιξη από την αρχή που κάνει τα πρώτα του σχέδια γύρω στο 1916 και κρυσταλλώνεται γύρω στα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1920. Μετά περνάει στη σταθερή στυλιστικά ενιαία περίοδο της Αθήνας από το 1930 έως το 1938. Πάνω στα γράμματα, πάνω στους αριθμούς είναι οι ζωγραφιές του. Τα κατάστιχα έχουν πληροφορίες για την οικογένεια και για τον Χαλεπά. Υπάρχουν στοιχεία ότι αγοραζόντουσαν φάρμακα για τον Χαλεπά ήδη πριν από τη δημιουργία της «Κοιμωμένης». Δηλαδή δεν συνέβη η κρίση του ξαφνικά το 1878. Μέσα είναι οι σημειώσεις του πατέρα του για το πώς τον στέλνει στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Επίσης οι σημειώσεις από το εργαστήριο έχουν σημασία για την ιστορία της μαρμαροτεχνίας στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, για τα εργαστήρια της Τήνου, τους μισθούς που πλήρωναν, τα κόστη της παραγγελίας. Για να κλείσω, θυμίζω αυτό που γράφει ο Στρατής Δούκας το 1952: «Ελπίζω να γιορτάσουμε τα 100 χρόνια της γέννησής του με σχετική μεγαλοπρέπεια μέσα στην Ελλάδα. Και τα 200 του εύχομαι να γιορταστούν παγκόσμια». Αυτό ακριβώς ελπίζω, ο Χαλεπάς να γίνει ένας διεθνής καλλιτέχνης και να παρουσιαστεί σε μουσειακό επίπεδο σε όλον τον κόσμο.