Στο εστιατόριο ενός προαστίου του βόρειου τομέα της Αττικής, το μεσημέρι αργοκυλά. Οι θαμώνες του Nolita καθισμένοι στην εξωτερική βεράντα ανυψώνουν ελαφρά το βλέμμα από το τραπέζι τους ως ένδειξη επιτηδευμένου κοσμοπολιτισμού προκειμένου να ελέγξουν αν ο περίγυρος πληροί τις προϋποθέσεις της άρρητης συμφωνίας τους γύρω από τη διατήρηση – με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει – του ευγενούς lifestyle. Η Μαίρη Κατράντζου προβάλλει διακριτικά, ντυμένη απλά, στα μαύρα, όπως άλλωστε συνηθίζει, κρατώντας την τετράγωνη μαύρη δερμάτινη τσάντα που κάθε σύγχρονη γυναίκα – εργοδότης του εαυτού της επιδιώκει να κρατάει.

Θα μπορούσα να πω ότι η συνάντησή μας για γεύμα είναι μία «δεύτερη ευκαιρία» στη γνωριμία μας με φυσική παρουσία. Η πρώτη μας φορά ήταν μία συζήτηση με έναν καφέ, αρχές Μαρτίου του 2020, στα παρασκήνια της Λυρικής Σκηνής στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Τότε ετοίμαζε τα κοστούμια για το μπαλέτο «Δον Κιχώτης» που έπειτα από λίγες μέρες θα έκανε πρεμιέρα. Ομως η πρεμιέρα αναβλήθηκε λόγω κήρυξης της πανδημίας Covid-19. Στο μεταξύ πολλά άλλαξαν στην προσωπική της ζωή, αφού η Μαίρη Κατράντζου παντρεύτηκε τον πολλά χρόνια σύντροφό της, καθηγητή νευρολογίας Μάριο Πολίτη, έμεινε έγκυος, γέννησε και βάφτισε στα τέλη καλοκαιριού στις Σπέτσες τον μικρό Μιχάλη. Κι ενώ το ζεύγος αποφάσισε να παραμείνουν στην Αθήνα τουλάχιστον μέχρι το 10 μηνών μωρό να μεγαλώσει και να έχουν κατασταλάξει αν θα πηγαίνει σχολείο εδώ ή στην Αγγλία, η επαγγελματική της πορεία συνεχίζεται απρόσκοπτη, καθώς εργάζεται μεταξύ Λονδίνου και Αθήνας. «Προσπαθώ να πηγαίνω στο Λονδίνο κάθε ενάμιση μήνα και βλέπουμε. Οταν σταμάτησε το πρώτο lockdown είχαμε έρθει για διακοπές στην Ελλάδα και επειδή ο Μάριος μάθαινε ότι θα ακολουθήσει και δεύτερο παραμείναμε και συνέχισα να δουλεύω για τον «Δον Κιχώτη» που είχε μεταφερθεί το ανέβασμά του για τον Νοέμβριο του ’21. Στο Λονδίνο είχε κλείσει το στούντιο, δεν δούλευε κανείς και εδώ τουλάχιστον είχα τη δυνατότητα να κυκλοφορώ έχοντας ειδική άδεια για να πηγαίνω στη Λυρική. Ηταν πολύ καλό επίσης ότι είχε ξεκινήσει και μία συνεργασία μου με τον Bulgari κάνοντας τσάντες. Ουσιαστικά δεν κάναμε καμία συνάντηση με φυσική παρουσία, μου έστελναν πρωτότυπα και τα συζητούσαμε online. Θα έλεγα ότι η καραντίνα έδωσε σε εμένα και τον Μάριο ουσιαστικό χρόνο για να είμαστε περισσότερο διάστημα μαζί και να δεθούμε».

Στην τωρινή μας συνάντηση, αφορμή και πάλι ο «Δον Κιχώτης» της Λυρικής, που κάνει απόψε πρεμιέρα. Καθόμαστε απέναντι η μία από την άλλη, τσιμπολογώντας πατάτες τηγανητές και ταρτάρ σολομού, συμπληρώνοντας με διαφορετικές εκδοχές πράσινης σαλάτας το γεύμα που οδηγεί σε μία συζήτηση – χείμαρρο και στην επεξεργασία ενός αφηγήματος με περισσές εντυπώσεις. Το αφήγημα αυτό είναι μία ιστορία επιτυχίας με πολλά χρώματα, γεωμετρικά σχέδια, σουρεαλιστικές απεικονίσεις, 3D εκτυπώσεις, τεχνολογικούς πειραματισμούς και συνδυασμός χειροποίητων τεχνικών πάνω σε λεπτά υφάσματα και άλλα υλικά υψηλής ραπτικής.

«Ο χρόνος μου τώρα είναι ουσιαστικός στο Λονδίνο, γιατί έχω περιορίσει τα ταξίδια που έκανα προηγουμένως με την ομάδα μου στην Ιταλία, τη Γαλλία ή σε άλλες χώρες παρακολουθώντας τις μπουτίκ ή τις εκδηλώσεις που αφορούσαν την πώληση των συλλογών. Ωστόσο δεν έχουμε κάνει ακόμη κάποιο σόου, παρότι επαναφέραμε τη σειρά ready to wear και την πιο καλοκαιρινή μας Mary Mare Collection. Τώρα όμως το ξανασκεφτόμαστε, αφού έχουμε μεταφέρει στην Αθήνα, στο παλιό χυτήριο της μητέρας μου, το αρχείο μας και η ομάδα του Λονδίνου πηγαινοέρχεται για να κάνουμε καταγραφή όλων των υφασμάτων που έχουμε δημιουργήσει. Είναι prints, ζακάρ, δαντέλες. Το 90% των πρώτων υλών των περίπου 40 συλλογών που έχουμε κάνει από το 2008 είναι δικής μας παραγωγής».

Η Μαίρη Κατράντζου στη διάρκεια της συνομιλίας μας αφήνει ίχνη της οργανωμένης γυναικείας επιχειρηματικότητάς της. Την οποία έχει αναπτύξει και εξελίξει ποικιλοτρόπως. Με δύο εκθέσεις μόδας στα αμερικανικά μουσεία σύγχρονης τέχνης στο Ντάλας και στην Ατλάντα, παρουσιάζοντας τότε τη δεκάχρονη πορεία της. Με μια ολοένα ευρύτερη γκάμα συνεργασιών κατά τις οποίες η επωνυμία Mary Katrantzou έμπαινε δίπλα σε λογότυπα παγκόσμιας εμβέλειας είτε είναι τα σπορ ρούχα και παπούτσια Adidas, οι τσάντες Longchamp και Bulgari, τα χαλιά Rug Company. Ή τα πλακάκια πορσελάνης Villeroy & Boch με βικτωριανού στυλ απεικονίσεις λεπιδόπτερων. «Από αυτήν την τελευταία συνεργασία αρχίσαμε να δεχόμαστε προτάσεις όλο και πιο συχνά από εταιρείες που ειδικεύονται στην εσωτερική διακόσμηση. Το τοπίο στη μόδα είναι διαφορετικό μετά τον κορωνοϊό και σου δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιήσεις τον χρόνο στον ρυθμό σου.

Τα διαρκή σόου δεν άφηναν χρόνο για τακτικές συνεργασίες, η ομάδα ήταν απορροφημένη στον σχεδιασμό και την παραγωγή των ρούχων και ό,τι κάναμε γινόταν βιαστικά. Μετά και από την εμπειρία της παρουσίασης της πρώτης μας συλλογής υψηλής ραπτικής στο Σούνιο, κάτω από τον Ναό του Ποσειδώνα, αλλάξαμε την προσέγγισή μας στον τρόπο που κάνουμε ρούχα. Εκείνη η συλλογή είχε αποκτήσει θεματική δουλεύοντας με τις έννοιες της φιλοσοφίας και των μαθηματικών της ελληνικής αρχαιότητας, την εποχή κατά την οποία κτίστηκε ο ναός του Ποσειδώνα. Επομένως υπήρχε ένα συνολικό κόνσεπτ από το οποίο δημιουργήθηκαν μοναδικά κομμάτια. Γι’ αυτό και στραφήκαμε στο bespoke, ώστε να δουλεύουμε με ειδικές παραγγελίες, δημιουργώντας για τα μέτρα της κάθε ενδιαφερόμενης πελάτισσάς μας. Στη συνέχεια δώσαμε έμφαση και οργανώσαμε με πιο συγκεκριμένες σιλουέτες τα Mary Mare κομμάτια διακοπών και έτσι κερδίσαμε χρόνο για να τον αφιερώσουμε στις συνεργασίες μας. Και δεν εννοώ μόνο τον «Δον Κιχώτη», αλλά κάτι μεγαλύτερο και διαφορετικό. Μόλις κλείσαμε συμφωνία με μία εταιρεία που κάνει έπιπλα, οπότε το αποτέλεσμα για να φανεί θα μας πάρει δύο χρόνια. Θα έλεγα ότι ξεκινά από την επιθυμία μου να ασχοληθώ με πρότζεκτ σε βάθος χρόνου, που δεν θα είναι κάτι σύντομο και εφήμερο και θα με φέρνει σε συνάντηση με ανθρώπους από διαφορετικά δημιουργικά πεδία, από τους οποίους έχεις να μάθεις πολλά. Πάντα το επιδιώκω αυτό γιατί μου αρέσει να βάζω στον εαυτό μου καινούργιες προκλήσεις».

Η ιστορία της Μαίρης Κατράντζου είναι θριαμβική. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα κι έφυγε για τη Νέα Υόρκη, αφού είχε αποφοιτήσει από το λύκειο του Κολλεγίου Αθηνών για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στο Rhode Island School of Design, προτού περάσει στη μόδα και στον σχεδιασμό υφασμάτων, φοιτώντας στο περίφημο Central Saint Martins του Λονδίνου. Το ότι έκανε αυτό το άλμα σπουδών διασχίζοντας μία ήπειρο για να επιστρέψει σε μία άλλη μητρόπολη αρχίζοντας να ψάχνεται δημιουργικά μέσα στον κόσμο της μόδας έγινε, όπως η ίδια αναφέρει, επειδή «η αρχιτεκτονική ήταν μια πιο πρακτική επιλογή, καθώς πίστευα ότι θα επέστρεφα να ζήσω στην Ελλάδα. Βέβαια ήθελα να πάω στο Central Saint Martins, αλλά την εποχή εκείνη ήταν σχολή καλών τεχνών και ο πατέρας μου δεν μπορούσε να δεχτεί ότι δεν θα είχα πτυχίο πανεπιστημίου. Στις αρχές του 2000 αν έλεγες ότι φιλοδοξείς να ασχοληθείς σχεδιαστικά με τη μόδα δεν σε υπολόγιζαν ως άτομο με σοβαρές επαγγελματικές προθέσεις. Τώρα βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά και οι καθηγητές στην Ελλάδα σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία νομίζω ότι παροτρύνουν εξίσου τα παιδιά με ενδείξεις ταλέντου να μην κλείσουν τις δυνατότητές τους».

Το ξεκίνημα στη μόδα

Εδώ ας προσθέσουμε μία προσωπική εκτίμηση: στην Ελλάδα η πρόσληψη της μόδας άλλαξε επειδή η Μαίρη Κατράντζου είναι τμήμα του συστήματος της μόδας, ως ανεξάρτητη δημιουργός και επιχειρηματίας. Μάλιστα τα κατάφερε αρχίζοντας από το εξωτερικό, δουλεύοντας πεισματικά στο Λονδίνο των αρχών της νέας χιλιετίας. Μέσα σε ένα οικονομικό κέντρο που εκείνη την εποχή μοίραζε απλόχερα ευκαιρίες και όνειρα σε νέους και άγνωστους ανθρώπους που ελκύονταν από τα φώτα και το γκλάμορ του απενοχοποιημένου lifestyle. Ο μηχανισμός της μόδας του Λονδίνου υποστήριζε τη διαφορετικότητα που έφερναν στην πόλη οι προερχόμενοι από όλον τον κόσμο δημιουργοί. Και έτσι η νεαρή σπουδάστρια του Saint Martin’s βρήκε τα πατήματά της σχεδιάζοντας γυναικείες συλλογές, χτίζοντας το διεθνές επιχειρηματικό brand Mary Katrantzou, οργανώνοντας το δίκτυο των πωλήσεων της σε Ευρώπη και Αμερική, ενισχύοντας την αναγνωρισιμότητα των δικών της σχεδιασμένων prints πάνω στο κόκκινο χαλί των Οσκαρ. «Ηταν σημαντικό ότι τότε που ακόμη σπούδαζα στο Saint Martins ήρθε η Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ (σ.σ.: σημαντική φυσιογνωμία για τη γυναικεία μόδα όταν γύρω στα 70s καθιέρωσε το φόρεμα – φάκελο, το λεγόμενο wrap dress, με τα ψυχεδελικά τυπώματα) και μας μίλησε όχι μόνο για την επιτυχία της, αλλά κυρίως για τα λάθη της. Ηταν αυτή η παραδοχή των στιγμών αδυναμίας της και των εμπειριών της που μου έκαναν εντύπωση και με ενθάρρυναν να συνεχίσω να προσπαθώ. Γιατί τότε δεν ήμουν σίγουρη για τον εαυτό μου και ούτε είχα αυτοπεποίθηση για τις ιδέες μου. Στα 20 – 25 σου θέλεις να βλέπεις τέτοιες γυναίκες και να ακούς τις ιστορίες τους».

Το 2010 κέρδισε στον διαγωνισμό Swiss Textiles Award και μαζί με το χρηματικό έπαθλο των 100.000 ευρώ η Κατράντζου αναγνωρίστηκε για τις πρωτοποριακές επεξεργασίες της σε υφάσματα. Ακολούθησε το 2011 η βράβευσή της ως αναδυόμενης σχεδιάστριας με το British Fashion Award for Emerging Talent και το 2012 βραβεύτηκε ως Νέα Σχεδιάστρια της Χρονιάς στα Elle Style Awards, συγκεντρώνοντας τα επόμενα χρόνια ανάλογες διακρίσεις που απένειμαν και άλλα γυναικεία περιοδικά, επιβεβαιώνοντας τον προσδιορισμό που ακολουθεί το όνομά της: «βασίλισσα των prints». Αυτό άνοιξε τον δρόμο σε έναν άλλο ρόλο. Να είναι μέλος της κριτικής επιτροπής στα φετινά βραβεία αρχιτεκτονικής και ντιζάιν Dezeen Awards για την κατηγορία του σχεδιασμού εσωτερικών χώρων. Και μόλις πρόσφατα να διακριθεί στα Βραβεία Θαλής ο Μιλήσιος ως ελληνίδα επιχειρηματίας του εξωτερικού. «Το ντιζάιν έχει αλλάξει. Δεν αρκεί να είναι κάτι αισθητικά όμορφο. Πρέπει να δεις τι κοινωνικό αντίκτυπο έχει, πώς εντάσσεται και αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον. Σε αυτή τη διαδικασία της επιλογής των νέων ντιζάινερ μέτρησε αυτή η διάσταση για να ξεχωρίσουμε στα Dezeen Awards την εξωστρεφή πρόταση μίας ομάδας για μία σχολή καλών τεχνών στη Γαλλία. Οσο για τα Βραβεία Θαλής ο Μιλήσιος, αυτή η αναγνώριση είναι άλλο ένα σημαντικό βήμα για όλες τις νέες γυναίκες που δουλεύουν πολύ για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους και πέρα από τα σύνορα της χώρας μας. Είναι τιμή μου να συγκαταλέγομαι ανάμεσα στις καταξιωμένες γυναίκες, οι οποίες με την προσπάθειά τους γίνονται παράδειγμα και πηγή έμπνευσης και μας δίνουν τη δύναμη να συνεχίσουμε».

Οι αντιγραφές

Να συνεχίσει, ακόμη κι αν την αντιγράφουν; «Ναι βέβαια. Αλλά δεν με πειράζει πια. Αν δε συνέβαινε θα ήταν περίεργο γιατί θα ένιωθα άσχετη με την εποχή μας. Στην αρχή όταν ξεκινάς είσαι λίγο αφελής και προστατευτικός στη δουλειά σου γιατί ακόμη δεν έχεις εδραιωθεί. Οπότε το να σε αντιγράψει κάποιος και τα ρούχα σου να βγουν μαζικά σε χαμηλές τιμές λίγους μήνες αφού τα παρουσιάσεις είναι επικίνδυνο. Τότε άρχισα να απομακρύνομαι από τα prints και να περνάω σε άλλες επεξεργασίες με χειροποίητες τεχνικές».

Η συζήτηση έκλεισε πηγαίνοντας στην αρχή. Γύρω από φούστες τουτού με πλισέ βολάν, σακάκια τορεαντόρ με σειρήτια, τρέσες, φτερά και κεντητά στολίδια για τα οποία η Μαίρη κινεί τα νήματά τους. Λίγες ώρες ακόμη και ο «Δον Κιχώτης» σηκώνει αυλαία.