Του Δημήτρη Ινδαρέ

Η ομόφωνη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων έβαλε τέλος σε αυτό που θα μπορούσε να μην είχε συμβεί ποτέ, αν οι κρατικοί λειτουργοί αξιολογούσαν ψύχραιμα και υπεύθυνα τα στοιχεία που ήταν εξαρχής διαθέσιμα σε όποιον ήθελε να τα αναζητήσει. Κι αν πάμε λίγο πιο πίσω, επίσης πιθανότατα δεν θα είχε συμβεί αν ο σχεδιασμός τους δεν έδινε έμφαση στο θέαμα αντί για το αποτέλεσμα, εκθέτοντας σε περιττούς κινδύνους μια ήρεμη γειτονιά της Αθήνας.

Αντί όμως γι’ αυτά, οι επιτελείς της Ασφάλειας και ειδικότερα του Τμήματος Προστασίας του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος (sic), αφιέρωσαν τελικά όλη τους την ενέργεια στο πώς θα συγκαλύψουν το φιάσκο τους. Ολες τους οι ικανότητες σπαταλήθηκαν στην προστασία των ιδίων και των πολιτικών τους προϊσταμένων, περιφρονώντας απολύτως τις συνέπειες στη δική μας ζωή.

Τα φαινόμενα αυτά ασφαλώς και δεν είναι καινούργια. Εντείνονται όμως κάθε φορά που οι μηχανισμοί του κράτους, αντί να κάνουν τη δουλειά τους, στρατεύονται σε δόγματα. Οταν το κράτος αρχίζει να δρα με το ένα μάτι στον καθρέφτη της αλαζονείας και της αυταρέσκειας, είναι πολύ εύκολο ν’ αποκλίνει από το θεσμικό πλαίσιο στην προοπτική κάποιου «μεγάλου» σκοπού.

Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα καθώς ένας ολόκληρος κόσμος καλοθελητών, από κάθε πυλώνα του πολιτεύματος, συνήργησε πρόθυμα στην επιχείρηση συγκάλυψης. Και όταν οι εξουσίες στοιχίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο η μία πίσω απ’ την άλλη, τότε ο πολίτης γίνεται θύμα αυτής της καταστροφικής συμπαιγνίας.

Στα γεγονότα της 18ης Δεκεμβρίου 2019 πολλοί ήταν αυτοί που δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους. Καταχράστηκαν την εξουσία τους, περιφρόνησαν το Σύνταγμα και τους νόμους, καταπάτησαν όρκους, καταστρατήγησαν κώδικες δεοντολογίας. Οργανα, ιεραρχία, πολιτικοί προϊστάμενοι, όλο το σύστημα ενός υπουργείου ταγμένου στην υπεράσπιση του πολίτη, όχι απλώς τα έκανε μούσκεμα, αλλά, επισήμως και από την πρώτη στιγμή, έσπευσε να διαδώσει ψευδείς, συγκεχυμένες και αντιφατικές πληροφορίες.

Μέσα σε αυτόν τον πανικό κανείς δεν επιχείρησε να βάλει ένα φρένο, πλην του καθηγητή κ. Νίκου Αλιβιζάτου. Αντίθετα, κορυφαίοι υπουργοί και βουλευτές, παραδομένοι σ’ έναν άθλιο παραταξιακό οίστρο, ειρωνεύονταν πολίτες που βρίσκονταν σιδηροδέσμιοι στη ΓΑΔΑ, φιλοτεχνώντας προφίλ με τα χαρακτηριστικά ενός στερεοτυπικού εχθρού, διανθίζοντάς τα μάλιστα με κάθε πινελιά που θα μπορούσε να υπηρετήσει ένα δαιμονικό πορτρέτο, δυσφημώντας μια οικογένεια στο σύνολο, αλλά και στα μέρη της.

Ξεχνώντας τις προβλέψεις του Συντάγματος και των νόμων, την τήρηση των οποίων έχουν ορκιστεί να υπηρετούν, συμπεριφέρονταν ελαφρά τη καρδία σαν τα πλέον τοξικά τρολ του Διαδικτύου, εκδηλώνοντας μία αγοραία αντίληψη του ρόλου τους. Καταπάτησαν όχι μόνο το τεκμήριο αθωότητας αλλά και την ίδια την αξιοπρέπεια των συλληφθέντων. Και με τη στάση τους ενθάρρυναν πολιτευτές και οπαδούς να στήσουν ένα τρελό γαϊτανάκι λασπολογίας.

Κι εκεί που περίμενε κανείς από τον Τύπο ν’ αναλάβει τον θεσμικό του ρόλο, να ερευνήσει, να διασταυρώσει και να ελέγξει την εκτροχιασμένη εξουσία, τα κυρίαρχα δίκτυα αναπαρήγαγαν αμάσητη την αστυνομική χονδροειδέστατη παραπληροφόρηση, που είχε πλέον και βούλα κυβερνητική.

Σε όποια ιδιωτική ή δημόσια συζήτηση τόλμησε κάποιος να διατυπώσει επιφυλάξεις, οι αντιδράσεις των απέναντι ήταν απόλυτες και αφοριστικές. Κι εμείς, σιδηροδέσμιοι στη ΓΑΔΑ, χωρίς καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο, περιμέναμε ν’ ακούσουμε ένα «Ελεύθεροι, συγγνώμη, λάθος». Κι αντί γι’ αυτό, μας ανακοινώθηκε ένα κατηγορητήριο-ποταμός.

Βγαίνοντας λοιπόν την επομένη, μετά τον προσδιορισμό τακτικής δικασίμου, ζήσαμε έναν νέο τρόμο βλέποντας τα όσα έλεγαν και έγραφαν για μας. Παραμονές Χριστουγέννων και ήμασταν κρεμασμένοι στα μανταλάκια. Σε κάθε τοίχο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και βέβαια στο έλεος κάθε πικραμένου, που ψάχνει κάπου να κατευθύνει τη χολή του.

Για κάποιους, «αναρχο-άπλυτοι» και «αναρχοκομμούνια». Για άλλους, «κυρ Παντελήδες» που ενοχληθήκαμε από την πρωινή φασαρία. Για άλλους, σκληροπυρηνικοί φιλελεύθεροι, που κοιμόμαστε αγκαλιά με τον Λεβιάθαν. Και για το υποτιθέμενο κεντροδεξιό περιβάλλον, που αποτέλεσε εμπροσθοφυλακή τού εις βάρος μας πολέμου, «θολοκουλτουριάρηδες», εκπρόσωποι μιας ξεπερασμένης αντίληψης που πρέπει να παταχθεί.

Ο καθένας έκανε τις δικές του προβολές, συκοφαντώντας μια οικογένεια που δέχτηκε επίθεση μέσα στο ίδιο της το σπίτι από 4 ράμπο-κλουζό, που έχασαν τον δρόμο τους και τον στόχο τους. Εναν στόχο που, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, είχε διαφύγει απ’ την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Και δεν έπρεπε να βγουν από το κτίριο, μπροστά στις κάμερες των καναλιών, με άδεια χέρια. Πόσω μάλλον που πλάκωσαν στο ξύλο αναίτια τρεις ανθρώπους κι έπρεπε κι αυτό μαζί κάπως να το δικαιολογήσουν…

Φαντάζεται λοιπόν κανείς την απογοήτευση εμάς, των αθώων, να βλέπουμε, ν’ ακούμε και να διαβάζουμε όλες εκείνες τις ανακρίβειες και τις απρέπειες και όλες υποστηριγμένες με μένος. Την τοξική χάβρα να γίνεται βουή απειλητική από το βάθος του Διαδικτύου, το τέρας που εκτρέφουμε εισφέροντας ο καθένας τη μικρή ή τη μεγάλη του τρολιά. Τι συνειρμούς και φόβους γεννά ο εφιάλτης, όταν έχεις απέναντί σου το κράτος να σε συκοφαντεί μαζί με τα παιδιά σου και ένα θορυβώδες πλήθος να επιχαίρει σαν να βρίσκεται σε αρένα.

Επειδή όμως σε κάθε οργανισμό υπάρχουν πάντα αντισώματα, άρχισε αμέσως να υψώνεται γύρω μας μια πολύτιμη και συγκινητική προστατευτική ασπίδα. Ανθρωποι που δεν έχουν παραιτηθεί από την κοινή λογική στο όνομα οποιασδήποτε στράτευσης, αισθάνθηκαν την υποχρέωση να τοποθετηθούν δημόσια ως πολίτες. Οσοι μας γνώριζαν κοινωνικά, επαγγελματικά και φιλικά, όπως επίσης οι γείτονές μας, αμέσως κινητοποιήθηκαν. Η αντιπολίτευση έσπευσε επίσης να κάνει το καθήκον της. Και βέβαια όσοι από τους δημοσιογράφους επιμένουν και τιμούν το λειτούργημά τους.

Η πρώτη μας δήλωση, μετά την κατάθεση ψυχής στην ταράτσα, ήταν η πίστη μας στη Δικαιοσύνη και τη δύναμη της αλήθειας. Κάθε πολίτης δεν έχει από πουθενά αλλού να γραπωθεί, να σταθεί όρθιος. Η ελπίδα στη Δημοκρατία πεθαίνει μαζί με το πολίτευμα. Σ’ αυτή την προοπτική ανθεί και η αλληλεγγύη. Αλλιώς όλ’ αυτά που μας συνδέουν γίνονται σκόνη.

Μ’ αυτή την πεποίθηση φτάσαμε ως το τέλος. Και δικαιωθήκαμε. Η δικαίωση αυτή, μαζί με τη δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση, επιτρέπει την εξαγωγή μιας σειράς ανησυχητικών συμπερασμάτων που είναι χρέος οποιουδήποτε ενδιαφέρεται ειλικρινά για τη λειτουργία των θεσμών να τα εξετάσει.

Από την πλευρά μας αντισταθήκαμε στη δαιμονοποίησή μας υπερασπιζόμενοι την ταυτότητα που μας ενώνει ως πολίτες στο πλαίσιο της ευνομούμενης πολιτείας. Υποφέραμε και αντέξαμε σε κάθε αστοχία ή απρέπεια δημόσιων λειτουργών και πολιτικών παραγόντων, μη έχοντας ασφαλώς άλλη επιλογή, επιλέγοντας όμως τον λόγο και όχι τη σιωπή.

Η αθώωσή μας είναι μια νίκη της ανεξάρτητης Δικαιοσύνης και επιβεβαίωση της αξίας της δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας. Η απόφαση είναι μια μεγάλη ανακούφιση για μας αλλά και για κάθε πολίτη που πιστεύει στο κράτος δικαίου. Για την πλήρη όμως θεραπεία του κακού δεν αρκεί η αθώωση του αθώου. Χρειάζεται και η καταδίκη του ενόχου.

Χρειάζεται επίσης και η γενναία συγγνώμη κάθε δημοσίου παράγοντα που έχει επίγνωση του ρόλου του, για κάθε αστοχία, απρέπεια και απόκλιση από το δημοκρατικό πλαίσιο. Ολοι θυμούνται ποιοι διακρίθηκαν από το δικό τους εις βάρος μας μένος. Είναι ίσως ώρα να υπερβούν και αυτοί τα πάθη τους, σε μια συμβολική συνάντηση με την ουσία του πολιτεύματος που μας συνέχει.

Και βέβαια η ίδια η κορυφή της κυβέρνησης, που τον Μάρτιο του 2021 την ακούσαμε έκπληκτοι να λέει στο Κοινοβούλιο πως η υπόθεσή μας είχε δήθεν φτάσει στο δικαστήριο και ότι, μάλιστα, είχε αποδειχθεί ότι τα πράγματα ήταν αλλιώς…

Κάποιες υποθέσεις δίνουν την ευκαιρία να επαναβεβαιώνουμε τους όρκους μας στο πολίτευμα. Αλλιώς η σχέση μας μουχλιάζει, σαπίζει, χαλάει. Και δεν αρκούν οι δεξιώσεις του Ιουλίου να τις αναβαπτίσουν. Πόσω μάλλον όταν υπάρχουν ανοιχτές υποθέσεις τραγικές, με ανθρώπους κυριολεκτικά τσακισμένους, όπως οι οικογένειες του Γιάννη Μάγγου και του Γιάννη Σαμπάνη, συμπολιτών μας που αγωνίζονται με αξιοπρέπεια και περιμένουν.

Η ελπίδα στη Δημοκρατία πεθαίνει μαζί με το πολίτευμα. Οφείλουμε όμως να προστατέψουμε και τις δύο για να μην καταλήξουν φάρσα.