Επανεκδόθηκε σε νέα και επαυξημένη έκδοση το βιβλίο του Σωτήρη Ριζά, διευθυντή Ερευνών του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, για το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και τη Μικρασιατική Καταστροφή: ένα βιβλίο-σταθμός για την εξέταση των γεγονότων της περιόδου, αφού μέσα από την ανάλυση σε ένα πλούσιο ελληνικό και ξένο αρχειακό απόθεμα δίνει νηφάλιες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα. Xωρίς μάλιστα να μπαίνει στις συνήθεις στρατοπεδεύσεις ή να παρασύρεται σε προσωπικά συμπεράσματα και πολιτικές εργαλειοποιήσεις, σύμφωνα με μια συνήθη πρακτική.

Το 1821 και η συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση που εορτάστηκαν πέρσι ήταν μια γιορτή που υπενθύμιζε μια αλήθεια: τη θέληση μιας εθνικής και θρησκευτικής κοινότητας που ζούσε για αιώνες στο αυτοκρατορικό πλαίσιο να διεκδικήσει ελευθερία και πολιτική μετεξέλιξη. Η βιβλιογραφική παραγωγή για την περίοδο ήταν αρκετή πλούσια, διερεύνησε κάποια ζητήματα και κυρίως απέδειξε ότι το 1821 έχει βάθος και μια ποικιλία οπτικών που συγκροτούν ένα τεράστιο μωσαϊκό, το οποίο μοιάζει συχνά ανεξάντλητο.

Το 1922 όμως είναι η ιστορία μιας εθνικής αποτυχίας, μιας βαθιάς πληγής που αφορά ακόμα – έστω και αχνά – το ζωντανό βίωμα αλλά και την ουσιαστική ιστορική μνήμη. Δημιουργεί, εξάλλου, εντάσεις, στρατοπεδεύσεις αλλά είναι ουσιαστικά και το τέλος του πρώτου μεγάλου εμφυλίου της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας – ο οποίος αποκλήθηκε «Εθνικός Διχασμός» μάλλον για λόγους ιστορικής πολιτικής ορθότητας. Κατά συνέπεια φέτος δεν είδαμε ούτε μια σημαντική – με την έννοια της εξαντλητικής – εκδοτική παραγωγή για το θέμα αλλά ούτε και ιδιαίτερα συγκροτημένες εκδηλώσεις μνήμης.

Αναπόφευκτα η έως τώρα ιστοριογραφία για τα θέματα της εποχής ακολούθησε τη στρατοπέδευση της μακρινής εποχής: Βενιζέλος και βενιζελισμός από τη μια μεριά (ως οι θιασώτες της υλοποίησης του οράματος μιας μεγάλης Ελλάδας), βασιλόφρονες και αντιβενιζελικοί (ως οι υπερασπιστές της μικρής πλην εντίμου Ελλάδος, αλλά και ως ο αντίπαλος πόλος απέναντι στον κρητικό πολιτικό που άλλαξε τα δεδομένα της σύγχρονης Ελλάδας). Αξονες μάλλον ξεπερασμένοι, οι οποίοι οδήγησαν τη δύσκολη έτσι και αλλιώς μελέτη της περιόδου σε στρατόπεδα πολιτικής αλλά και ιδεολογικής χρήσης.

Η έκδοση του Σωτήρη Ριζά το 2015 με τίτλο «Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας – Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία» (εκδ. Καστανιώτη) άλλαξε τα δεδομένα εξέτασης της περιόδου, απενοχοποίησε την ιστορική συζήτηση για την περίοδο, έφερε την έρευνα και τα γεγονότα στο προσκήνιο, αντικατέστησε την εργαλειοποίηση με επιχειρήματα. Το κυριότερο, έδωσε ώθηση για την έκδοση μιας σειράς βιβλίων και ερευνών από νέους ιστορικούς χωρίς τα γνωστά βαρίδια της «απολογίας». Για να το θέσουμε κάπως πιο τολμηρά, είναι το βασικό έργο αναφοράς που άνοιξε τη συζήτηση εκ νέου με έναν γόνιμο τρόπο για τα έργα ήπιου αντιβενιζελικού αναθεωρητισμού που εκδόθηκαν την τελευταία διετία.

Η νέα επαυξημένη έκδοση, εκτός του ότι συμπίπτει με μια καίρια χρονική στιγμή, δηλαδή το έτος-μνήμη από τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, αποδεικνύει την αντοχή του βιβλίου στον χρόνο και τον αντίκτυπο που είχε στην ιστοριογραφική κοινότητα ως το σημαντικότερο ίσως βιβλίο αναφοράς.

Τι είναι αυτό που κάνει αυτό το βιβλίο τόσο σημαντικό; Αν και κυκλοφόρησε μόλις επτά χρόνια πριν, τείνει να θεωρείται κλασικό με μεγάλη επιδραστικότητα και βιβλιογραφική αναφορά από όλα τα έγκυρα ιστορικά έργα που ακολούθησαν. Ο Ριζάς βάζει όλα τα δεδομένα στο τραπέζι. Δεν αποφεύγει κανένα από τα μεγάλα θέματα της εποχής και ίσως το πιο τολμηρό: δίνει τις απαντήσεις του και ύστερα από μια διεισδυτική και εξαντλητική έρευνα τις τεκμηριώνει. Ηδη από τον τίτλο του βάζει τα μεγάλα θέμα που ταλανίζουν την ιστορική έρευνα.

Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας

Πριν περάσει στον πυρήνα της εξεταζόμενης περιόδου ο Ριζάς κάνει έναν απολογισμό των Βαλκανικών Πολέμων, της περιόδου που προηγήθηκε της Μικρασιατικής Εκστρατείας και σηματοδοτεί την είσοδο της Ελλάδας στη μακρά για εκείνη περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μια περίοδο όχι απλά υποτιμημένη αλλά σχεδόν αγνοημένη από την ελληνική ιστοριογραφία, η οποία όμως ουσιαστικά δημιούργησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος τριπλασιάζοντάς το – εξέλιξη πρωτοφανής για ευρωπαϊκό κράτος τον 20ό αιώνα. Ο Ριζάς δεν το λέει καθαρά, πάντως το υπονοεί με «αποχρώσες ενδείξεις»: η περίοδος εκείνη ήταν που υλοποίησε τη Μεγάλη Ιδέα. Ουσιαστικά το ελληνικό κράτος θα έπρεπε να μείνει εκεί και να βρει μετά μια βιώσιμη λύση για τους πληθυσμούς της Μικράς Ασίας αποκομίζοντας ίσως και κάποια ακόμα εδαφικά κέρδη είτε στην Ανατολική Θράκη είτε στην Κωνσταντινούπολη. Εστιάζει επίσης στο υπόστρωμα που άφησαν πίσω τους οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, αφού περίπου 900.000 Τούρκοι εγκατέλειψαν τον ελλαδικό χώρο και γύρισαν στη Μικρά Ασία, γεγονός που πυροδότησε τα πρώτα μεγάλα αντίποινα εις βάρος των Ελλήνων εκεί. Θα μπορούσε να δοθεί μια λύση αμέσως μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων; Ή το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συμπαρέσυρε αναγκαστικά και τις περιφερειακές συγκρούσεις; Ο συγγραφέας θεωρεί ότι το 1914 υπήρχαν οι προϋποθέσεις για μια λύση – το τεκμηριώνει -, αν και τελικά ο εσωτερικός πολιτικός διχασμός ήταν ο πλέον αποτρεπτικός παράγοντας εξεύρεσης λύσης.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος

Είναι αλήθεια ότι το έργο του Ριζά ήταν το πρώτο έργο αναγνωρισμένου ιστορικού επιστήμονα που αντιμετώπιζε κριτικά τη βενιζελική διήγηση της περιόδου 1918-1922, καθιερωμένη ως θέσφατο στην έως τότε ιστοριογραφική αφήγηση. Ο Ριζάς δεν στοχεύει τον Βενιζέλο, στόχος του δεν είναι να τον αποκαθηλώσει (αλλά ούτε να τον αγιοποιήσει). Μένει αταλάντευτος σε μια «σκληρή» γραμμή ιστορικής έρευνας εστιάζοντας στα τεκμήρια, προσπαθώντας να κατανοήσει και καταλήγοντας σε ένα εύλογο συμπέρασμα: ότι η Ελλάδα δεν είχε ούτε τις οργανωτικές αλλά ούτε και τις επιχειρησιακές δυνατότητες να επιτύχει ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο εγχείρημα όπως αυτό της κατάληψης της Μικράς Ασίας. Στο πρώτο κομμάτι της διήγησής του, αντιμετωπίζει κριτικά την πολιτική και τις αποφάσεις του Βενιζέλου που οδήγησαν στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Αναδεικνύει σε όλο το εύρος της την εναλλακτική λύση που πρότεινε ο αγγλικός παράγοντας (Νίκολσον, Τόινμπι) για ελληνική επέκταση στην Ανατολική Θράκη με την Κωνσταντινούπολη έναντι της αβέβαιης προέκτασης στη Μικρά Ασία. Εντοπίζει, εξάλλου, τις δυσκολίες που προκάλεσε η αποβίβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, η οποία τόνωσε τον τουρκικό εθνικισμό και έδωσε την ευκαιρία στον Κεμάλ να αναδυθεί ως ο μελλοντικός ηγέτης μιας τουρκικής εθνικής επανάστασης. Επίσης σκιαγραφεί τον αγγλογαλλικό ανταγωνισμό στην Ανατολή που είχε ενταθεί ήδη πριν την πτώση του Βενιζέλου το 1920, αλλά εκδηλώθηκε σε όλη του την έκταση την κρίσιμη διετία 1921-22.

Ο αντιβενιζελισμός

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αντιλαμβάνεται τους αντιβενιζελικούς μάλλον ως παγιδευμένους σε έναν γόρδιο δεσμό που κληρονόμησαν και τον οποίο προσπάθησαν μάλλον να κόψουν παρά να λύσουν, αλλά βασικά καταλαβαίνει και παρουσιάζει τις μεγάλες αντινομίες και εν τέλει ανεπάρκειες στο εσωτερικό τους, καθώς τους ένωνε κυρίως η αντιπαλότητά τους στο πρόσωπο του Βενιζέλου και όχι μια συνεκτική πολιτική. Το «Μικρασιατικό» έσκασε στα χέρια της  αντιβενιζελικής παράταξης, η οποία όχι μόνο δεν έλυσε το ζήτημα όπως υποσχόταν αλλά όξυνε και γιγάντωσε την καταστροφή.

Ο Ριζάς δεν μένει βέβαια μόνο σε αυτά τα ζητήματα αλλά θίγει και άλλα ιδιαίτερα σημαντικά. Δεν διστάζει να αναθεωρεί προσεκτικά πολλές ριζωμένες ιστοριογραφικές αντιλήψεις, χωρίς όμως να προκαλεί εντάσεις. Αντιθέτως, καταφεύγει στα στοιχεία για ζητήματα όπως οι εκλογές του 1920 ή για το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι άλλαξαν πολιτική έναντι της Ελλάδας μετά τις εκλογές του 1920. Ο ιστορικός αναφέρει ρητά ότι η γαλλική πρόθεση για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών είχε αφορμή και όχι αιτία την επιστροφή του Κωνσταντίνου μετά το Δημοψήφισμα του 1920, αλλά το γεγονός υπήρξε καταλύτης του. Η μεταστροφή του ξένου παράγοντα ήταν αποτέλεσμα των ευρύτερων γεωπολιτικών αλλαγών που συνέκλιναν κατά των ελληνικών συμφερόντων. Η Ελλάδα, άλλωστε, βρισκόταν σε μια ιδιαίτερα αδύναμη εσωτερικά πολιτικά συγκυρία.

Το βιβλίο του Σ. Ριζά αναμφισβήτητα θα είναι σημείο αναφοράς και τα επόμενα χρόνια. Ενα βιβλίο πάνω στο οποίο μπορούν να πατήσουν και περαιτέρω έρευνες αλλά να προσφέρει και ικανοποιητικές εξηγήσεις της προσωπικής ιστορίας του καθενός μας καταφέρνοντας να την εντάξει στο συλλογικό. Οντας απόγονος προπαππούδων που ήρθαν από τα Φλογιτά Καππαδοκίας ο γράφων για παράδειγμα, αναγνωρίζει και τη «μικροϊστορία» που τον αφορά προσωπικά: εν προκειμένω, οι παππούδες που έχτισαν με τα χέρια τους την περιουσία τους στο οικόπεδο που τους δόθηκε από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Μια συμπύκνωση για τη ζωή εν Ελλάδι των προσφύγων, την «ενσωμάτωση» και τη ζωτική ανοικοδόμηση που ακολούθησε. Γι’ αυτό λέμε ότι βιβλία όπως αυτό του Ριζά λειτουργούν ευεργετικά και προσφέρουν ιστορική γαλήνη. Επιτρέπουν να κατανοήσει κάποιος το ιστορικό και κοινωνικό παζλ της εποχής μέσα στο οποίο εντάσσονται οι απλές ανθρώπινες περιπέτειες όπως αυτή των προγόνων μας. Μέσω της έρευνας μπορούμε πλέον να εκτιμήσουμε περισσότερο τον αγώνα των ανθρώπων για επιβίωση και εξέλιξη. Ενα ελληνικό κράτος που δεν μπόρεσε να σηκώσει στους ώμους του αυτή την τεράστια περιπέτεια αλλά οι άνθρωποι που ξεπερνώντας την καταστροφή που υπέστησαν το στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις. Το βιβλίο του Ριζά είναι ένα σημείο αναφοράς και στην ιστορική κατανόηση αλλά και στην ιστορική αυτογνωσία.