…Ανοίγουν τα σεντούκια των αναμνήσεών τους και αναβιώνουν με τις διηγήσεις τους τον Πειραιά μιας άλλης εποχής. Της εποχής που ο Ερνέστος Τσίλερ άφηνε το ιστορικό του αποτύπωμα στην πόλη, που ο Τσαρούχης απαθανάτιζε με το πινέλο του σκηνές του Πειραιά  ή από το 1925, όταν ο κινηματογράφος Χάι Λάιφ, που αργότερα θα γινόταν έδρα της Γκεστάπο, πρόβαλε την πρώτη ομιλούσα ταινία στην πόλη.

Προφορικές μαρτυρίες για τη ζωή και για τα εκπληκτικά κτίρια του Πειραιά, κατεδαφισμένα ή διασωθέντα,  ξεκίνησε να συλλέγει γειτονιά γειτονιά από παλιούς κατοίκους της πόλης η οργάνωση Monumenta. Η Monumenta, που ασχολείται με τη διάσωση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς,  απευθύνει έκκληση σε παλιούς Πειραιώτες να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους, ώστε να κρατηθούν ζωντανές μνήμες με πολύτιμες πληροφορίες που δεν μπορούν να βρεθούν σε άλλες πηγές. Παράλληλα, φιλοδοξεί να καταγράψει όλα τα κτίρια της πόλης που χτίστηκαν μεταξύ 1830 και 1940, ως συνέχεια του εντυπωσιακού project που υλοποίησε στην Αθήνα και οδήγησε στην καταγραφή 11.200 ιστορικών κτιρίων.

Συγκλονιστικές μαρτυρίες για το βομβαρδισμό του Πειραιά από ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα αλλά και διηγήσεις από ιδιοκτήτες κτιρίων περιλαμβάνονται στο υλικό που έχει συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής. Μετά την ολοκλήρωση του έργου οι επισκέπτες ειδικής ιστοσελίδας θα μπορούν να ακούν ή να διαβάζουν αποσπάσματα των συνεντεύξεων.

Υπολογίζεται ότι στον Πειραιά διασώζονται περίπου 3.500 κτίρια που χρονολογούνται από τα μέσα του 19ου ως τα μέσα του 20ου αιώνα και οι ειδικοί επισημαίνουν ότι χαρακτηρίζονται από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ποικιλία, τόσο ως προς τις χρήσεις όσο και ως προς τις μορφές τους: Είναι κτίρια χτισμένα στα πρότυπα του Νεοκλασικισμού, του Εκλεκτικισμού, μεταβατικών ρευμάτων μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920 αλλά και του Μοντέρνου Κινήματος.

«Τα κτήρια συνδέονται με ιστορίες που αποκαλύπτουν τη ζωή τους, τις μικροϊστορίες των ιδιοκτητών τους, την ιστορία των πόλεων, με ένα ιδιαίτερα ζωντανό και αποκαλυπτικό τρόπο. Τα άυλα υλικά είναι κυρίως ο λόγος και τα συναισθήματα των ανθρώπων που τα σχεδίασαν, τα κατασκεύασαν, τα κατοίκησαν, τα εγκατέλειψαν. Αυτά συλλέγει συστηματικά η MONUMENTA, που εδώ και οχτώ χρόνια καταγράφει και μελετά τα κτίρια του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα σε πόλεις και οικισμούς της Ελλάδας. Η συλλογή των προφορικών μαρτυριών αλλά και των προσωπικών αρχείων αποτέλεσαν ένα συστηματικό μεθοδολογικό εργαλείο στη διαδικασία της καταγραφής των κτιρίων και των ιστοριών τους με απώτερο στόχο την τεκμηρίωση, την προστασία και την ανάδειξή τους», επισημαίνει η Ειρήνη Γρατσία, επικεφαλής της Monumenta.

Σύμφωνα με τη Σταματίνα Μαλικούτη, δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός ΕΜΠ και καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής, που έχει ασχοληθεί επισταμένως με τα κτίρια του Πειραιά, ο  Πειραιάς είναι μια «αρχιτεκτονική πινακοθήκη» για τη μεσοαστική, μικροαστική και λαϊκή κατοικία. «Μια βόλτα στην παράκτια διαδρομή από το λιμάνι της Ζέας μέχρι την οδό Τζαβέλα, στο στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, αποκαλύπτει κτίρια, το ένα καλύτερο από το άλλο, που αντιπροσωπεύουν όλη την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής της τελευταίας 100ετίας στην ελληνική πραγματικότητα»,  λέει η ίδια επισημαίνοντας ότι  ενώ αρκετά κτίρια του Πειραιά είναι χαρακτηρισμένα ως μνημεία ή διατηρητέα από το υπουργείο Πολιτισμού και το ΥΠΕΚΑ,  τα τελευταία χρόνια αυτή η σπουδαία η κληρονομιά απαξιώνεται με κατεδαφίσεις, αλλοιώσεις και εγκατάλειψη παρασύροντας μαζί της μνήμες, ιστορίες, αισθήσεις, όλα όσα συνθέτουν μια πόλη. Στο πλαίσιο αυτό, οι προφορικές μαρτυρίες και η προσπάθεια για καταγραφή και ανάδειξη των αξιόλογων κτιρίων του είναι μια προσπάθεια να μη χαθεί η ίδια η ταυτότητα του Πειραιά μαζί με τα κτίρια που φεύγουν…

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

Βικτώρια Δεσύπρη-Χριστοφή, μουσικός

Έπαυλη Χριστοφή, Νέο Φάληρο, διατηρητέα ως έργο τέχνης

“Στη γωνία Χριστοφή και Δαβάκη στο Νέο Φάληρο, βρίσκεται το σπίτι που έκτισε ο παππούς μου Χριστοφής Χριστοφής, ναυτικός πράκτωρ στο επάγγελμα», λέει η κα Δεσύπρη- Χριστοφή, για την έπαυλη που ανεγέρθηκε με αρχιτέκτονα τον Ερνέστο Τσίλερ. Η άδεια οικοδομής έχει ημερομηνία 2 Αυγούστου 1907 και όπως επισημαίνει η ανάγλυφη χάραξη σε μία από τις κολώνες της εισόδου η ανέγερση του κτιρίου ολοκληρώθηκε το 1908.  «Ήταν τριώροφη μονοκατοικία, στο επάνω πάτωμα της βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια, στο ισόγειο ήταν το σαλόνι, η τραπεζαρία και το γραφείο του παππού. Όπως μπαίνουμε υπάρχει μια άλλη πόρτα η οποία οδηγεί σε μια μαρμάρινη σκάλα η οποία συνέδεε τα τρία πατώματα. Στο ημιυπόγειο ήταν η κουζίνα και τα δωμάτια του προσωπικού γιατί η γιαγιά που ήρθε από τη Γαλλία και από υψηλά ιστάμενη οικογένεια, ήταν εγγονή στρατηγού του Μεγάλου Ναπολέοντα. Το όνομά της ήταν Βικτωρία Ντυπόν” .  Το σπίτι είχε σημαντικές καινοτομίες για την εποχή, όπως το μικρό χειροκίνητο ασανσέρ, κλεισμένο σε ένα ντουλάπι,  με το οποίο μεταφέρονταν τα φαγητά από την κουζίνα στην τραπεζαρία και επέστρεφαν τα πιάτα για πλύσιμο ενώ μοναδική αξία προσθέτουν στο οίκημα οι εξαιρετικές ζωγραφικές διακοσμήσεις σε τοίχους και ταβάνια. «Εκείνη την εποχή το Φάληρο ήταν το επίνειο  των Αθηνών και θεωρείτο πολύ της μόδας να έχεις ένα σπίτι», λέει η κα Δεσύπρη- Χριστοφή. «Και επειδή ο παππούς μου είχε οικονομική ευχέρεια, πήρε τον καλύτερο αρχιτέκτονα, τον Τσίλλερ και έφτιαξε την τριώροφη μονοκατοικία..». .

 

Δημήτρης Μερεμέτης, υφασματέμπορος

«Γεννήθηκα το 1932 στο Πασαλιμάνι, στην οδό Μουσών, πάνω από την Νεωρίων, σχεδόν στο Κέντρο του Πειραιά και θυμάμαι ότι το πρώτο μπάνιο το είχα κάνει στο Πασαλιμάνι, στη στροφή της Πλατείας Αλεξάνδρας, που ήτανε μπανιέρες. Υπάρχει και μία ζωγραφιά που είχε κάνει ο Τσαρούχης, η οποία τα δείχνει αυτά προτού γκρεμιστούνε και γίνουνε τα σπίτια ενώ από πάνω, ήτανε παλιά οι στρατώνες στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο…

Πολλά θυμάμαι από την εποχή εκείνη αλλά σίγουρα δεν ξεχνάω τον βομβαρδισμό του Πειραιά. Ήμουν 12 ετών. Μου λέει τότε ο πατέρας μου «Αν γίνει συναγερμός, θα κλείσουμε το μαγαζί, θα κατεβάσουμε τα ρολά, εσύ θα τρέχεις μπροστά, δεν θα γυρνάς πίσω να κοιτάζεις, θα αφήσω  20 μέτρα από πίσω και θα έρχομαι. Αν πέσουν μπόμπες να μην σκοτωθούμε και οι δύο».  Ξεκίνησα λοιπόν από το μαγαζί στην οδό Σωτήρος μέχρι του Βρυώνη τρέχοντας και εγώ και ο πατέρας μου. Μετά από εκεί περπατήσαμε με τα πόδια και όταν φτάσαμε στην Ήβης βλέπω τα αεροπλάνα, όπως τα πουλιά, να πηγαίνουν δέκα δέκα ή είκοσι είκοσι, να περνάνε μεταξύ Αιγίνης και εδώ, χαμηλά και να τραντάζει ο κόσμος. Μπήκαμε σε μια είσοδο στην οδό Ήβης, αυτοί κάνανε τη βόλτα τους, ρίξανε τις βόμβες στο λιμάνι και φύγανε, 360 αεροπλάνα είπαν ότι ήτανε. Η γη εσείετο μισή ώρα, έβλεπα την κολώνα να κουνιέται, δεν έμεινε τζάμι σε κανένα σπίτι, τόσο μακριά από το λιμάνι.

Όταν τελείωσε, πήγαμε στο σπίτι. Σκοτώθηκαν πολλοί, έχω και μια εφημερίδα που βγήκε την άλλη μέρα. Υπολογίζανε στους 700-800, άλλη εφημερίδα έγραφε τους 2000. Διότι τι είχε συμβεί; Δεν δηλωνόντουσαν όσοι χάνανε το παιδί τους, τον πατέρα τους, γιατί είχαμε δελτία για το ψωμί τότε και δεν πηγαίνανε να δηλώσουν ότι πέθανε η μάνα μας για να κρατήσουν το δελτίο να παίρνουν και το ψωμί της μητέρας τους. Έτσι δεν είχαν δηλωθεί όλοι οι νεκροί…

Εκείνες τις μέρες δεν με αφήνανε να κουνηθώ από το σπίτι, αλλά το έσκασα μετά από τρεις  μέρες και πήγα στην οδό Τσαμαδού, εκεί είχανε βγάλει τις πόρτες και τα παραθυρόφυλλα και είχανε βάλει τους νεκρούς σε σανίδες μέχρι κάτω όλο αυτόν τον δρόμο και πήγαινε ο κόσμος να δει, έψαχνε για τους δικούς του. Ό,τι είχανε οι νεκροί στις τσέπες, κλειδιά ή ταυτότητα, τα είχανε βάλει στο στήθος τους γιατί ήταν παραμορφωμένοι.

Τα όρια της περιοχής που βομβαρδίστηκε ήταν από την Σωτήρος τη σημερινή μέχρι την Ηφαίστου, η τελευταία βόμβα έπεσε στην Εμπορική σχολή και από εκεί μέχρι το λιμάνι κάτω είχε βομβαρδιστεί όλο το σημείο.