Ξεκινώ από μερικά στοιχεία: Μέχρι σήμερα το αρχείο της ελληνικής δισκογραφίας περιέχει 49.235 ελληνικούς δίσκους που αφορούν 21.971 έλληνες καλλιτέχνες (συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές, συγκροτήματα). Στο αρχείο υπάρχουν περισσότερα από 140.000 ελληνικά τραγούδια. Ποιος τα έγραψε, ποιος τα τραγούδησε, σε ποιον δίσκο. Σκεφτείτε, τώρα, πως τα παραπάνω στοιχεία μού τα παραθέτει ο μαθηματικός και ερευνητής Πέτρος Δραγουμάνος. Και το παράδοξο πού είναι; Πως όση ώρα πίνουμε καφέ στο Κολωνάκι για τις ανάγκες της σημερινής 4ης Εντολής, ο ίδιος δεν κοιτά καθόλου το κινητό του ή δεν συμβουλεύεται καθόλου κάποιο τάμπλετ. Το αντίθετο θα έλεγα. Το Ιντερνετ είναι που συμβουλεύεται την πολύχρονη και αναλυτική του δουλειά που αφορά την αναλυτική καταγραφή της ελληνικής δισκογραφίας από τότε που εκείνη ξεκίνησε να υπάρχει. Η δουλειά αυτή για τον Πέτρο Δραγουμάνο δεν έχει διάλειμμα και έχει ως έδρα της ένα ολόκληρο διαμέρισμα – όχι αυτό όπου εκείνος ζει με την οικογένειά του – με δίσκους και υλικό. Στον κόσμο της μουσικής ο Πέτρος είναι γνωστός. Εγινε ευρύτερα γνωστός από τις τηλεοπτικές του εμφανίσεις. Ενα πραγματικό «ανθρώπινο google»! Και αυτό που κάθε κράτος έχει υποχρέωση να κάνει, ένα Εθνικό Αρχείο, το κάνει ένας άνθρωπος. Μόνος. Ο σημερινός συνομιλητής μου. Ταξιδευτής σε όλο τον κόσμο, ρέκτης του δίσκου, αλλά και ένας πειθαρχημένος ερευνητής (μαθηματικός γαρ) που αγαπά πάνω από όλα το ελληνικό τραγούδι.

Εβλεπα στο fb το τελευταίο σας ποστ που αφορούσε την επικαιροποιημένη εκδοχή της καταγραφής που κάνετε για πάνω από τέσσερις δεκαετίες της ελληνικής δισκογραφίας.

Εκείνη την μέρα μού έκανε εντύπωση πως ο κατάλογος της ελληνικής δισκογραφίας είχε επισκέψεις από τη Βραζιλία και την Κίνα. Και ΟΚ, από τη Βραζιλία είχα ξαναδεί, αλλά από Κίνα ήταν η πρώτη φορά.

Αρα, για να το πάμε απ’ την αρχή, τι ακριβώς αφορά η βάση δεδομένων σας;

Το music on line είναι ο ιστότοπος. Είναι όλοι οι ελληνικοί δίσκοι από το 1950 μέχρι σήμερα. Ενημερώνεται, συμπληρώνεται συνεχώς από μένα. Η όλη ιστορία ξεκίνησε το 1990 όταν και κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Κατάλογος ελληνικής δισκογραφίας 1960 – 1990».

Δικό σας;

Δικό μου. Το 1985 ξεκίνησα την όλη ενασχόληση.

Γιατί;

Είχα απορίες για το πότε κυκλοφόρησαν οι δίσκοι και τα τραγούδια των Ελλήνων και δεν υπήρχε ως τότε καταγραφή αναλυτική.

Μιλάμε μόνο για ελληνικούς δίσκους;

Πάντα ελληνικούς δίσκους φτιαγμένους σε Ελλάδα και εξωτερικό. Οταν κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο μου, ο ιδρυτής της εταιρείας Peters International, της μεγαλύτερης ελληνικής δισκογραφικής στη Νέα Υόρκη, μου έστειλε ένα συγκινητικό γράμμα. Τότε το Ιντερνετ δεν υπήρχε ακόμη και είχα σημειώσει επιτυχία, αφού είχα δώσει δεκαπέντε χιλιάδες βιβλία. Ηταν κάτι που δεν υπήρχε και μάλλον το χρειάζονταν αρκετοί.

Η πρώτη ιδέα πώς αλήθεια σας γεννήθηκε;

Τη δεκαετία του ’70 είχα αγοράσει αμερικάνικα βιβλία με τραγούδια και δίσκους που είχαν φτάσει στο top-100 των ΗΠΑ. Και μετά μεγαλώνοντας σκέφτηκα πως κάτι αντίστοιχο εδώ δεν υπάρχει.

Η ΑΕΠΙ δεν έκανε κάτι γι’ αυτό;

Τίποτε. Ρώτησα πριν ξεκινήσω. Γιατί όμως; Ημουν εξοικειωμένος με τους υπολογιστές από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.

Οταν λέτε πως καταγράφετε την ελληνική δισκογραφία, εννοείτε και τα ψηφιακά τραγούδια και δίσκους;

Τα digital όχι. Μόνο δίσκους, χειροπιαστούς: CD και βινύλιο. Εξακολουθούν να βγαίνουν δίσκοι, αλλά την καταγραφή του ψηφιακού θα την κάνει άλλος. Εγώ ασχολούμαι με ό,τι πάει στη βιτρίνα του δισκάδικου.

Το 2020 πόσοι δίσκοι βγήκαν;

400 δίσκοι (CD και βινίλια).

Και πόσα δισκάδικα έχουμε;

Είναι 30 σε όλη την Ελλάδα.

Πάμε στην ετήσια παραγωγή των τελευταίων χρόνων…

Η μεγάλη διαφορά με το παρελθόν είναι ότι η μεγάλη πλειονότητα των δίσκων πια είναι παραγωγή των ίδιων των καλλιτεχνών – δημιουργών και όχι των εταιρειών.

Φεύγουμε δηλαδή από το μοντέλο εταιρεία – δημιουργός.

Ναι. Η τάση τώρα είναι «φτιάχνω τον δίσκο μου» ή «δίνω μερικά αντίτυπα σε δισκάδικα».

Και με βιβλία βγαίνουν πια νέοι δίσκοι.

Και αυτοί καταγράφονται.

Αλήθεια, ρεκόρ δίσκων πότε είχαμε στην Ελλάδα;

Το 2008 όταν κυκλοφόρησαν 2.000 ελληνικοί δίσκοι!

Και οι λιγότεροι;

Τη δεκαετία του ’60 όταν είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν LP. Τα ελληνικά LP κατασκευάζονταν στην Ευρώπη και έρχονταν εδώ. Το 1959-60 άρχισε να λειτουργεί το εργοστάσιο κοπής δίσκων της Κολούμπια εξάλλου και από εκεί και πέρα το παιχνίδι αλλάζει.

Υπάρχει τάση επιστροφής στο βινύλιο;

Ναι. Κατασκευάζονται περισσότερα από τη δεκαετία του 2000 ή τη δεκαετία του 2010 και πρωτότυπα και επανεκδόσεις. Η μεγάλη διαφορά είναι η ποσότητα των δίσκων. Κατασκευάζονται 300 – 400 αντίτυπα. Κάποτε οι πωλήσεις ήταν 40 ή 50 χιλιάδες.

Τι κάνει ευπώλητο έναν δίσκο;

Τα βινίλια αφορούν κυρίως συλλέκτες. Πολύ δύσκολα ένας δίσκος θα κάνει πάνω από χίλια αντίτυπα. Διότι πια ακούς τη μουσική απ’ το κινητό ή τον υπολογιστή.

Χρυσοί δεν γίνονται σήμερα;

Τίποτε. Εμπόριο και διαφήμιση είναι αυτό.

Κάποτε όμως υπήρχαν αυτά. Μέχρι απονομές – events είχαμε.

Τη δεκαετία του ’70 ήταν 50.000 αντίτυπα ο χρυσός. Ο πλατινένιος ήταν 100.000. Από το ’90 και μετά ελαττώθηκε το νούμερο. Το 2000 ο χρυσός θεωρείται αυτός που έχει πουλήσει 6.000 δίσκους.

Και πόσοι καλλιτέχνες έχουν πάρει χρυσούς μέσα στα χρόνια;

Χρυσό έχουν πάρει από το ’70 πάνω από 300 τραγουδιστές. Πλατινένιο 150. Γιατί όταν ένας δίσκος γινόταν χρυσός κατά 90% γινόταν και πλατινένιος.

Και ο πιο ευπώλητος;

Είναι «Τα νησιώτικα» του Πάριου.

Οχι «Ο Δρόμος» των Πλέσσα και Παπαδόπουλου;

Ο Πατσιφάς στη Lyra δεν έδινε χρυσούς δίσκους, ενώ ο Μάτσας έδινε. Ολοι λένε ότι «Ο Δρόμος» έχει δώσει 1 εκατ. αντίτυπα. Αλλά επίσημα είναι «Τα νησιώτικα» με 800.000 αντίτυπα. Σε κάθε ελληνικό σπίτι θα τα βρεις αυτά τα δύο πάντως. Επίσης τα τραγούδια του Νταλάρα στον «Ορφέα» με 650.000 πώληση.

Πόσα τραγούδια, δίσκους έχουμε στο σύνολο;

Ελληνικοί δίσκοι είναι περίπου 45.000, αλλά επειδή η δισκογραφία έχει ανακαλύψει την αναπαραγωγή, είναι μέσα και οι συλλογές με υλικό που έχει ξαναβγεί. Απαιτεί πολλή φασαρία να ξεδιαλέξεις μόνο το πρωτότυπο, αλλά συνολικά όλα (το πρωτότυπο, τα greatest hits και τα live) είναι 45.000 δίσκοι.

Από πότε ξεκινάει η δισκογραφία;

Τη δεκαετία του 1950 κατασκευάστηκε στο εξωτερικό ένας δίσκος του Βασίλη Τσιτσάνη στην Ολλανδία για την ελληνική Φίλιπς. 10 ίντσες. Το λέω γιατί τα LP ήταν δέκα ίντσες, δηλαδή λίγο μικρότερα. Στα τέλη του ’50 γίνονται 12 ίντσες. Τα δεκάιντσα χωρούσαν πέντε τραγούδια ανά πλευρά και το 12άρι έξι.

Τραγούδια δισκογραφημένα;

Εχω καταγράψει 145.000. Για να το καταγράψεις σωστά θες: τίτλο, συνθέτη, στιχουργό, έτος, μήνα, ποιος το τραγουδάει, σε ποιον δίσκο, κωδικός δίσκου. Αυτή είναι η καταγραφή.

Εσείς ξεκινήσατε ως ακροατής;

Με τα βινύλια ξεκίνησα. Αγόραζα για μένα ξένα κυρίως, αλλά μετά ανακάλυψα Νέο Κύμα, τον Σαββόπουλο, τον Πουλικάκο. Μετά το ’80 πήγα στα λαϊκά όταν ήδη ήμουν τριάντα ετών. Ημουν μαθηματικός, 34 χρόνια εργάστηκα στη μέση εκπαίδευση και πήρα σύνταξη το 2010. Από το ’80 που είχα την ιδέα αυτού του βιβλίου, έκανε επτά επανεκδόσεις, έγινα γνωστός. Μετά με ψάξανε τα ραδιόφωνα, έκανα κι εγώ εκπομπές για δέκα χρόνια σε Σκάι, Φλας, πάντα με κέντρο τα ελληνικά τραγούδια. Εγραφα και στο «Δίφωνο» 15 χρόνια και τρία χρόνια έκανα τηλεόραση. Αυτή ήταν καταπληκτική εμπειρία.

Σαν ανθρώπινο google ήσασταν!

Χτύπησε μια μέρα το τηλέφωνο και ήταν από τον Αlpha. Για να φτιάξουμε μια εκπομπή με 30 τραγούδια, θέλαμε δύο μήνες. Γιατί από τη στιγμή που τα διάλεγα, έπρεπε το επιτελείο να βρει τους κατάλληλους τραγουδιστές, να βρουν βίντεο και όλα αυτά. Πολύ δύσκολη υπόθεση. Η τηλεόραση είναι συνεργασία πολλών ατόμων. Μου άρεσε αυτό.

Και σε εταιρείες δουλέψατε.

Ηθελαν το αρχείο μου και ήθελα το δικό τους. Για να καταγράψω δίσκους που είχαν εξαφανιστεί.

Πώς είναι η μέρα σας;

Κάθε μέρα κάνω επικαιροποίηση. Ο,τι καινούργιο το προσθέτω. Τώρα είναι πιο δύσκολα γιατί ο καθένας φτιάχνει έναν δίσκο, αλλά λείπει η κεντρική οργάνωση πλέον για να πάρεις την πληροφορία. Πρέπει να ψάχνεις και τα μουσικά σάιτ. Δεν υπάρχει ένα πράγμα να βρεις.

Υπάρχουν και πολλές μικρές ετικέτες.

Λέιμπελ – εργολάβοι συνήθως. Η μικρή εταιρεία αναλαμβάνει συνήθως τα γραφειοκρατικά και τα λογιστικά. Στην ουσία πληρώνει ο καλλιτέχνης τον δίσκο, ο άλλος βοηθάει γραφειοκρατικά.

Πάμε να δούμε τις βασικές ιστορικές εταιρείες. Lyra του Πατσιφά, Columbia του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου και Minos – ΕΜΙ της οικογένειας Μάτσα.

Ξεχνάμε όλοι τη Philips, ο Αντύπας ήταν εκεί. Αυτοί οι τέσσερις.

Και ο Μαρτέν Γκεσάρ της Music Box.

Βέβαια και η Πάνιβαρ του Βαρδουλάκη. Η σκηνή της Ομόνοιας επίσης. Οταν έκανε κάποιος επιτυχία εκεί τον τσίμπαγε η μεγάλη εταιρεία. Υπήρξαν μικρές δισκογραφικές δεκαετία του ’80 που βγάζανε μόνο ελληνικό ροκ. Με το CD γίνανε πολλές.

Ποια ήταν η εταιρεία με τις περισσότερες παραγωγές;

Κάποια στιγμή η MINOS ενώθηκε με την Columbia, αφού ο Μάτσας αγόρασε τη δεύτερη. Ε, είναι η εταιρεία με τις περισσότερες παραγωγές. Εχουν γίνει πολλές ανακατατάξεις πια.

Σήμερα;

Ξέρεις ποιοι βγάζουν δίσκους; Οι μικρές. Οπως ο Καθρέφτης του Μωυσή Ασέρ και ο Μετρονόμος του Θανάση Συλιβού. Και το Ογδοο. 15 – 20 δίσκοι τον χρόνο είναι πολλοί και αυτοί βγάζουν τόσους.

Ποια ήταν η χρυσή εποχή του δισκάδικου;

1970-80 και μέχρι τέλη ’90. Τώρα επέστρεψε το βινύλιο.

Πόσους δίσκους έχετε;

1.200 και 25.000 CD. Ενα διαμέρισμα μόνον γι’ αυτά. Δεν γινόταν αλλιώς. Χρειαζόμουν έναν χώρο για να εργαστώ.

Τι αγαπάτε αλήθεια στο τραγούδι;

Μου αρέσει η μουσική, με συγκινεί. Πάντα. Αλλά βασικά το ενδιαφέρον μου για αυτή με έκανε να θέλω και τις πληροφορίες. Στον κατάλογο βάζω και βιογραφικά καλλιτεχνών και άρα έχω γνωρίσει πολλούς. Το fb βοηθάει πια.

Σήμαινε παλιότερα ο δίσκος και το τραγούδι κάτι άλλο για τον Ελληνα;

Καινούργια γράφονται, και καλά όπως πάντα. Κάποτε ο δίσκος ήταν δώρο. Τώρα αυτό δεν υπάρχει – η μουσική είναι τσάμπα στο κινητό. Μου είπανε όμως πρόσφατα από το Music Corner της Πανεπιστημίου πως τώρα που πέθανε ο Μίκης ξεπούλησαν με τους δίσκους του, κάτι που δεν είχε γίνει εδώ και πολλά χρόνια κι ενώ είχαν πεθάνει σημαντικοί δημιουργοί. Αρα πιστεύω ότι οι λάτρεις του δίσκου παραμένουν οι μεγάλες ηλικίες, δηλαδή να ακούν και να κρατάνε τη μουσική. Να πιάσουν τον δίσκο, να διαβάσουν ή να περιεργασθούν το εξώφυλλο. Ολο αυτό δεν σημαίνει κάτι για τους νεότερους. Οι νέες γενιές αντιλαμβάνονται αλλιώς τη μουσική. Οχι ως αντικείμενο – μόνο ως ήχο.

Οι γονείς σας είχαν σχέση με τη μουσική;

Οι γονείς μου όχι. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός στην Αεροπορία και η μάνα νοικοκυρά. Εγώ διορίστηκα το 1979 καθηγητής σε Αθήνα και Πειραιά.

Κάτι επίσης που ξέρω για εσάς είναι πως έχετε ταξιδέψει πολύ, σε όλο τον κόσμο…

Ηταν όνειρο από πιτσιρικάς. Εχω πάει σε εβδομήντα χώρες. Μου αρέσει η περιήγηση και ταξιδεύω με φίλους.

Πιο παράξενη;

Είμαστε μια παρέα 15 – 20 άνθρωποι και ορισμένοι ψάχνουν φτηνά εισιτήρια. Το καλοκαίρι πήγα στην Ισλανδία και ήταν πολύ διαφορετική από οτιδήποτε άλλο ως προς το τοπίο. Μια άλλη χώρα που μου έμεινε αξέχαστη ήταν η Βολιβία και τα οροπέδιά της. Δεν υπάρχει νερό και άνθρωποι. Ταξιδεύαμε με τζιπ με έναν ντόπιο και μας έλεγε πως πρέπει να φτάσουμε πριν νυχτώσει στο πανδοχείο. Η περιπέτεια είναι όταν ταξιδεύεις μόνος πως είσαι αναγκασμένος να παζαρέψεις, να συνομιλήσεις. Μόνος όλα, όχι με γραφείο ταξιδιών.

Είναι ένα ταξίδι και το ελληνικό τραγούδι και όλη η έρευνά σας;

Ατέλειωτο όμως. Πάντα ανακαλύπτεις πράγματα που σου έχουν ξεφύγει.

Πείτε ένα!

Ανακάλυψα πως δύο τραγουδιστές ήταν δίδυμα αδέλφια ενώ είχε καταγραφεί ο ένας. Οι Τάσος και Χρήστος Ιωαννίδης. Γεννήθηκαν το 1950 στη Φλώρινα και μετανάστευσαν το 1971 στην Αυστραλία. Ηχογράφησαν τον δίσκο τους «Είμαι ελέυθερος» το 1982 στη Μελβούρνη. Σήμερα ζουν και οι δυο στην Ελλάδα.

Επηρέασε το γεγονός πως είστε μαθηματικός;

Βέβαια, στο να σκέφτομαι και στο πώς να δημιουργήσω βάση δεδομένων.

Πού θα πάει όλο αυτό;

Κάποια στιγμή θα γεράσω. Κάποιος πρέπει όλο αυτό να το παραλάβει. Η χώρα μας θα έπρεπε να έχει εθνικό αρχείο. Δεν έχει. Ισως τη θεωρούσαν δεύτερη τη μουσική. Πρέπει να αναλάβει ένας οργανισμός με διάρκεια, όχι απαραίτητα κρατικός.