Πριν από σχεδόν δύο χρόνια η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές με 8,32% διαφορά. Σήμερα – μια πανδημία, μια οικονομική και μια εθνική κρίση μετά – η ψαλίδα μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων κυμαίνεται, τους τελευταίους πολλούς μήνες, από 10 μέχρι 14 ποσοστιαίες μονάδες στην πλειονότητα των ερευνών. Εξού κι οι περισσότεροι δημοσκόποι μιλούν για μια παγιωμένη πια κατάσταση – υπενθυμίζοντας ότι το νυν κυβερνών κόμμα προηγείτο αρκετά της τωρινής αξιωματικής αντιπολίτευσης ήδη από την εποχή που οι ρόλοι τους ήταν αντίστροφοι. Κάπως έτσι βρίσκει πολιτική εφαρμογή η παρατήρηση του Σάμιουελ Τζόνσον πως η απόσταση ασκεί την ίδια επίδραση στο μυαλό που έχει και στο μάτι: το εμφανές δημοσκοπικό προβάδισμα της κυβέρνησης έναντι της Κουμουνδούρου δημιουργεί την αίσθηση της γαλάζιας πολιτικής κυριαρχίας.

Τη διαπίστωση στηρίζουν κι άλλοι δείκτες, όχι τόσο πιασάρικοι όσο αυτός της πρόθεσης ψήφου. Σύμφωνα με έμπειρο επαγγελματία των μετρήσεων το πιο ενδεικτικό στοιχείο της πραγματικά μεγάλης διαφοράς μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ είναι οι απευθείας μετακινήσεις ψηφοφόρων από τον δεύτερο στην πρώτη, οι οποίες αγγίζουν το 8% με 10%. Τα συγκεκριμένα νούμερα είναι – κατά την ίδια πάντα πηγή – πρωτόγνωρα, καταγράφουν μια τάση που δεν παρατηρείτο ούτε στα γκάλοπ των προεκλογικών περιόδων του παλιού δικομματισμού. Οι αριθμοί, λοιπόν, φαίνεται να έχουν να προσφέρουν μόνο πλεονεκτήματα στην κυβέρνηση. Με μια δεύτερη ματιά, ωστόσο, ίσως κρύβουν και ισάριθμους κινδύνους.

Πλεονεκτήματα

Μειώνει τις εσωκομματικές εντάσεις

Για ορισμένους από τους τρίτους παρατηρητές του πολιτικού συστήματος – αλλά κι από τους διαδρομιστές του κοινοβουλίου -, η κυβερνητική πολιτική υπεροχή που αποτυπώνουν οι δημοσκοπήσεις έχει σίγουρα εσωκομματικά οφέλη για τον Πρωθυπουργό. Μια κι η ΝΔ είναι ένα κατεξοχήν αρχηγικό κόμμα, όπως δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ένας παλιός κοινοβουλευτικός της, η μεγάλη ψαλίδα κρατάει συμπαγή την ΚΟ της παρά τους ψιθύρους δυσαρέσκειας που η πολιτική αγορά ακούει μέσα από τους κόλπους της. Τα κρίσιμα για το Μέγαρο Μαξίμου νομοσχέδια ψηφίζονται χωρίς απώλειες, ενώ εσωτερικές τριβές κι εντάσεις μειώνονται – αφού δύσκολα κάποιος θα ρίσκαρε να εναντιωθεί σε έναν αρχηγό ενώ η πρωτιά του κόμματος θεωρείται αναμφισβήτητη.

Μεταφέρει τα προβλήματα στο εσωτερικό του αντιπάλου

Η σταθερά διψήφια διαφορά από το δεύτερο κόμμα εκλαμβάνεται ως ατού για την κυβέρνηση κι επειδή προκαλεί – σύμφωνα με έναν πολιτικό αναλυτή – «γκρίνια στον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως στο ΚΙΝΑΛ αφού τα ποσοστά τους δεν μεγαλώνουν». Κατά την άποψή του αν οι έρευνες παρουσίαζαν μια πιο ανταγωνιστική εικόνα μεταξύ των εκπροσώπων του δικομματισμού, τότε η δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά πάσα πιθανότητα θα ενισχυόταν – πρωτίστως γιατί θα αυξανόταν ευκολότερα η συσπείρωση της εκλογικής της βάσης. Αρα, η εσωστρέφεια που προξενεί στον αντίπαλο το εύρος της ψαλίδας ευνοεί εμμέσως την κυβέρνηση μεταφέροντας τα προβλήματα στην Κουμουνδούρου – ή έστω στρέφοντας το ενδιαφέρον ΜΜΕ και κοινής γνώμης στα του συριζαϊκού οίκου. Ως γνωστόν, άλλωστε, τα κομματικά δράματα – ειδικά όταν εκτυλίσσονται στα σόσιαλ μίντια – «πουλάνε» περισσότερο.

Προσφέρει πιο εύκολο προεκλογικό αφήγημα

Οι επόμενες εκλογές, είτε είναι πρόωρες είτε προκηρυχθούν στη λήξη της κυβερνητικής θητείας, θα γίνουν με απλή αναλογική. Η δημοσκοπική απόσταση του κυβερνώντος κόμματος από εκείνο της μείζονος αντιπολίτευσης δίνει στο πρώτο τη δυνατότητα να αναπτύξει ένα προεκλογικό αφήγημα με συσπειρωτική δυναμική. Μπορεί να ζητεί από τους ψηφοφόρους να το ψηφίσουν ώστε να αποφευχθεί μια δεύτερη αναμέτρηση, καθώς κι η παρατεταμένη πολιτική αστάθεια. Κι αν τελικά δεν πείσει τόσους όσους απαιτούνται για να κερδίσει την αυτοδυναμία, μπορεί να παίξει το χαρτί της αναγκαιότητας μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης στις δεύτερες, υιοθετώντας πολωτική ρητορική. Παράλληλα, βέβαια, η επίτευξη των νεοδημοκρατικών στόχων ενδέχεται να διευκολυνθεί από τη δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να τρέξει μια καμπάνια πόλωσης πριν από την πρώτη κάλπη. Ως το κόμμα που θεσμοθέτησε την απλή αναλογική θα οφείλει να υποστηρίξει τις θεσμικές της συνέπειες, μια κυβέρνηση συνεργασίας δηλαδή. Κάτι τέτοιο ωστόσο ενέχει τον κίνδυνο να εμφανιστούν αποσυσπειρωτικές τάσεις στους ψηφοφόρους του. Οι δυσαρεστημένοι ανάμεσά τους, πιστεύει ένας δημοσκόπος, θα επιλέξουν σε αυτή την περίπτωση ευκολότερα ένα άλλο κόμμα της Αριστεράς ή της Κεντροαριστεράς.

Κίνδυνοι

Η αλαζονεία της εξουσίας οδηγεί σε λάθη

Ο πιο προφανής κίνδυνος που κρύβει το διψήφιο προβάδισμα είναι αλαζονεία της εξουσίας. Κι αυτό επειδή ο κανόνας θέλει τις κυβερνήσεις παντού να κάνουν τα μεγαλύτερά τους λάθη τη στιγμή που νιώθουν παντοδύναμες. Κατά μία ανάγνωση, είναι ακόμη πρόωρο να χαρακτηρίσει κανείς την ψαλίδα παγίδα για την κυβέρνηση. Οχι γιατί δεν εκδηλώνουν τα μέλη της αλαζονικές συμπεριφορές, αλλά επειδή στο μεταπολιτευτικό μοντέλο – στο οποίο φαίνεται να γυρνάμε, σύμφωνα με γνωστό αναλυτή – παρά τις κρίσεις που διαχειρίζονται ή τις απογοητεύσεις που προκαλούν καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης τους τετραετίας τα κυβερνώντα κόμματα διατηρούν τις δυνάμεις τους. Το τοπίο, λέει η ίδια πηγή, θυμίζει την πρώιμη νεοκαραμανλική περίοδο, όταν τίποτα δεν έδειχνε να απειλεί την κυβερνητική κυριαρχία και για πρώτη φορά στα χρονικά η αξιωματική αντιπολίτευση δεν μείωσε στην κάλπη του 2007 τη διαφορά, αντίθετα έχασε ψηφοφόρους. Για έτερο αναλυτή, πάντως, η υπεροπτική αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων ή της κριτικής που αρθρώνεται δεν κρίνει τελικά την τύχη μιας κυβέρνησης στην Ελλάδα «γιατί απλά όλες υπήρξαν αλαζονικές ασχέτως των ποσοστών που τους εξασφάλισαν τη διακυβέρνηση».

Οι βουβές ψήφοι αλλοιώνουν το αποτέλεσμα

«Το ρίσκο» σημειώνει έμπειρος δημοσκόπος «βρίσκεται στις βουβές ψήφους. Η μεγάλη διαφορά ίσως να μην είναι τόσο μεγάλη γιατί στα γκάλοπ απαντούν τα κοινά της τηλεόρασης». Δεν απαντά, όπως εξηγεί, μια σημαντική μερίδα των νέων. Ταυτόχρονα, οι εργαζόμενοι στα call centers δυσκολεύονται να εντοπίσουν ένα μέρος εκείνων που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές. Για να στηρίξει τη θεωρία του επισημαίνει ότι στην κάλπη του 2019 ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ πήραν μεγαλύτερα ποσοστά από εκείνα που τους έδιναν οι δημοσκοπήσεις.

Ο εφησυχασμός μπορεί να φέρει αστοχίες

Από τη σκοπιά των φίλα προσκείμενων στη ΝΔ, πάλι, η απειλή που ελλοχεύει στο άνοιγμα της ψαλίδας είναι ο εφησυχασμός. Η εκτίμηση, με άλλα λόγια, ότι εφόσον στις δυσκολότερες μέχρι τώρα στιγμές οι δημοσκοπικές απώλειες ήταν περιορισμένες, τα σφάλματα, οι παραλείψεις κι οι ατυχείς χειρισμοί του μέλλοντος – επικοινωνιακοί ή πολιτικοί – θα ξεπεραστούν χωρίς να αφήσουν βαθιά σημάδια. Ο εν λόγω υπολογισμός κρίνεται παρακινδυνευμένος γιατί η εμπειρία των δημοσκόπων λέει πως οι αστοχίες κάθε τύπου επιδρούν σωρευτικά στο πολιτικό κεφάλαιο μιας κυβέρνησης – κι επομένως στα νούμερα που εκείνη γράφει στις μετρήσεις σε βάθος χρόνου.