Παρά τη χαμηλή τους κερδοφορία οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν την απαραίτητη ρευστότητα και τα κεφάλαια για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας, επισημαίνει ο Χοσέ Μανουέλ Κάμπα, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής (ΕΒΑ). Στη συνέντευξή του με «ΤΑ ΝΕΑ» ο ισπανός επικεφαλής της Αρχής, που εποπτεύει τις τράπεζες της ΕΕ, μιλά για τα νέα στρες τεστ, αποκλείει μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά τονίζει την ανάγκη να επαναξιολογήσουν οι τράπεζες την ικανότητα των δανειοληπτών τους, προκειμένου να υπάρξει έγκαιρη και ισχυρή αντίδραση στην αναμενόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).

Ξεκινήσατε πρόσφατα νέα στρες τεστ. Πώς λαμβάνετε υπόψη την πανδημία;

Στα στρες τεστ λαμβάνουμε υπόψη ένα δυσμενές σενάριο, με πτώση του ΑΕΠ σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ένα σκληρό σενάριο σε σύγκριση με το βασικό της ΕΚΤ, το οποίο προβλέπει ανάκαμψη τα επόμενα τρία χρόνια. Επιπλέον, η πανδημία λαμβάνεται υπόψη στη μεθοδολογία, καθώς εξετάζουμε τα μορατόρια πληρωμών και τα κρατικά προγράμματα εγγυήσεων. Τα στρες τεστ θα μας δώσουν σαφέστερη εικόνα των ισολογισμών των τραπεζών, για την αντοχή τους, τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν σε τέτοιο βαθμό πίεσης. Θα έχουμε, επίσης, ατομικούς επόπτες ώστε να υπάρχει μεσοπρόθεσμος προγραμματισμός κεφαλαίου, που αποτελεί σοβαρό πρόβλημα.

Ποια είναι σήμερα η κατάσταση των τραπεζών;

Τράπεζες και δανειολήπτες μάς λένε ότι οι τράπεζες έχουν βοηθήσει τους πελάτες τους να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της τρέχουσας κατάστασης, ενώ χάρη στις κρατικές παρεμβάσεις με τα μορατόρια πληρωμών και τις κρατικές εγγυήσεις οι τράπεζες βρίσκονται σε άνετη θέση όσον αφορά τη ρευστότητα και την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Βλέπουμε κάποιες πρώτες ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού τους στις μελλοντικές εκτιμήσεις. Αναμένουμε ότι θα υπάρξει αύξηση των ΜΕΔ τα επόμενα τρίμηνα, αλλά και αύξηση των προβλέψεων από τις τράπεζες, κάτι που είναι αναμενόμενο όταν η οικονομική κατάσταση επιδεινώνεται. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει και δεν έχουμε ενδείξεις μέχρι σήμερα ότι υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για αδυναμίες στον τραπεζικό κλάδο, ιδίως όσον αφορά μεγάλες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης.

Πόσο ανησυχητική είναι η αύξηση των ΜΕΔ, ειδικά στις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία;

Μέχρι σήμερα βλέπουμε ότι υπάρχει μικρή επιδείνωση στα ΜΕΔ και στην ποιότητα ενεργητικού, αλλά περιμένουμε ότι θα αυξηθεί. Οι τομείς που έχουν χτυπηθεί περισσότερο από την πανδημία σε ορισμένες χώρες είναι πιθανό ότι θα υποφέρουν περισσότερο. Πιέζουμε τις τράπεζες να συνομιλήσουν με τους δανειολήπτες τους και να αποκτήσουν καλύτερη εικόνα για τις εταιρείες. Θα υπάρχουν εταιρείες που χρειάζονται περισσότερη ρευστότητα για την εξυπηρέτηση του δανεισμού τους, αλλά παραμένουν βιώσιμες. Αλλες, και πάλι βιώσιμες, μπορεί να χρειάζονται αναδιάρθρωση του χρέους τους. Αλλά θα υπάρξουν και εταιρείες που θα βρεθούν ενώπιον χρεοκοπίας. Οι διαδικασίες θα πρέπει να καθοριστούν μεταξύ των τραπεζών, των δανειοληπτών και των κυβερνήσεων μέσω κανονισμών αφερεγγυότητας. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις διαδικασίες μεταξύ των κρατών – μελών και θα πρέπει να γίνει κατά περίπτωση. Σημαντικό μέρος του σχεδίου δράσης της Κομισιόν για τα ΜΕΔ αφορά τις διαδικασίες αυτές. Πάντως, θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι τράπεζες είναι συνεισφορείς στην επίλυση των προβλημάτων της κρίσης, επεκτείνοντας μορατόρια πληρωμών, παρέχοντας ρευστότητα. Επιπλέον, έναντι των πολιτικών βιωσιμότητας, που αποτελούν σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής ατζέντας, οι τράπεζες καλούνται να συμπληρώσουν την προσπάθεια, διοχετεύοντας χρηματοδότηση προς τις νέες δραστηριότητες, κάτι που αποτελεί σημαντική πρόκληση. Ο τραπεζικός κλάδος είναι έτοιμος να το κάνει, και θα πρέπει να το κάνει.

Τι θα προτείνατε στις ελληνικές τράπεζες; Θεωρείτε μια bad bank απαραίτητη;

Τα μηνύματα που στέλνουμε στις τράπεζες και τις κυβερνήσεις της ΕΕ είναι, πρώτον, ότι θα δούμε αύξηση στα ΜΕΔ. Η εμπειρία από τη χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι οι τράπεζες πρέπει να τα διαχειριστούν με γρήγορο και σθεναρό τρόπο και υπάρχουν εργαλεία, όπως τα σχήματα προστασίας στοιχείων ενεργητικού ή οι εταιρείες διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, οι bad banks. Η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει χρήση τέτοιων εργαλείων, με τον «Ηρακλή» για παράδειγμα για τη διαχείριση των ΜΕΔ της προηγούμενης κρίσης. Παράλληλα, προσπαθούμε να απλοποιήσουμε τους κανονισμούς, προωθούμε επιπρόσθετες ρυθμίσεις ευνοϊκές για τιτλοποιήσεις, ώστε κάποια στοιχεία να πουληθούν στις αγορές, βελτιώνουμε τα πρότυπά μας, που αφορούν γνωστοποίηση πληροφοριών για την κατάσταση των ΜΕΔ, για να έχουν καλύτερη εικόνα οι επενδυτές, ώστε να τα αξιολογούν και να τα τιμολογούν καλύτερα.

Θεωρείτε ότι θα γίνει διαγραφή ιδιωτικού χρέους;

Η διαγραφή ιδιωτικού χρέους θα πρέπει να είναι η έσχατη λύση. Η πρόκληση είναι να επαναξιολογήσουμε την ικανότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Υπάρχουν επιχειρήσεις που μπορούν να πληρώσουν, αλλά υπάρχουν άλλες που δεν μπορούν και εδώ τίθεται το ερώτημα πώς θα επιλυθεί το πρόβλημα. Μέσω αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεών τους για τις εταιρείες που δεν μπορούν να πληρώσουν βραχυπρόθεσμα, αλλά είναι βιώσιμες μακροπρόθεσμα. Μέσω αναδιάρθρωσης, παραγραφής χρέους ή μετατροπής χρέους σε μετοχές για τις εταιρείες που δεν μπορούν να πληρώσουν, αλλά έχουν βιώσιμο μοντέλο και πρέπει να συνεχίσουν να λειτουργούν. Οι εταιρείες που δεν μπορούν να πληρώσουν και δεν είναι βιώσιμες θα πρέπει να αφεθούν να κλείσουν. Πρέπει να γίνει ανάλυση κατά περίπτωση από τις τράπεζες, τους δανειολήπτες και τις κυβερνήσεις, όπου υπάρχει κρατική στήριξη. Να τοποθετηθούν οι εταιρείες σε μία από αυτές τις κατηγορίες. Για τις δύο τελευταίες κατηγορίες η διαγραφή χρέους και οι ζημιές είναι αναπόφευκτες.

Υπάρχει κίνδυνος χρηματοπιστωτικής κρίσης;

Είναι μικρός ο κίνδυνος χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το επίπεδο ρευστότητας και κεφαλαίων των τραπεζών παραμένει ισχυρό, μπορεί να υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν προκλήσεις, αλλά συνολικά η βιωσιμότητα και η ευρωστία των τραπεζών παραμένουν επαρκείς για να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της πανδημίας. Αντιμετωπίζουν, όμως, πρόβλημα χαμηλής κερδοφορίας, κάτι που ισχύει και για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες πρέπει να διαχειριστούν τα ΜΕΔ της προηγούμενης κρίσης και της πανδημίας.