Ποια κοινά έχουν οι οικονομίες της Ολλανδίας, της Σουηδίας και της Αυστρίας; Τρία είναι τα σημαντικότερα, κατά τη γνώμη μου. Πρώτον, οι οικονομίες αυτές είναι πολύ επιτυχημένες, με υψηλό βιοτικό επίπεδο και μέσο εισόδημα δυόμισι φορές μεγαλύτερο από το ελληνικό. Δεύτερον, οι εσωτερικές τους αγορές είναι περιορισμένες και ο πληθυσμός τους είναι παρόμοιος με τον ελληνικό, παρ’ όλο που τα υψηλά εισοδήματα χρειάζονται σημαντικό βαθμό παραγωγικής εξειδίκευσης για να υποστηριχθούν και, συνεπώς, απαιτούν πρόσβαση σε μεγάλες αγορές. Τρίτον, οι χώρες αυτές έχουν αποκτήσει πρόσβαση σε μεγάλες αγορές μέσω της εξωστρέφειας, καθώς ανήκουν στις πιο εξαγωγικές οικονομίες παγκοσμίως με εξαγωγές που ξεπερνούν το 60% του ΑΕΠ.

Το βασικό δίδαγμα των παρατηρήσεων αυτών για την Ελλάδα είναι ξεκάθαρο, όπως συμπεραίνει και το Σχέδιο Ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη στην οποία συμμετέχω: η δημιουργία παραγωγικής οικονομίας η οποία θα έχει τη δυνατότητα να στηρίξει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο προϋποθέτει σημαντική στροφή προς την εξωστρέφεια. Η συνακόλουθη πρόκληση για την Ελλάδα είναι μεγάλη καθώς οι ελληνικές εξαγωγές αντιστοιχούν μόλις στο 37% του ΑΕΠ, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Τα οφέλη, όμως, μιας επιτυχημένης μεταστροφής θα είναι πολύ σημαντικά. Με βάση τους υπολογισμούς του Σχεδίου Ανάπτυξης, εάν οι εξωστρεφείς (εμπορεύσιμοι) κλάδοι της οικονομίας ενισχυθούν έτσι ώστε οι ελληνικές εξαγωγές να φτάσουν το 48% του ΑΕΠ, τότε η ψαλίδα μεταξύ του ελληνικού και μέσου ευρωπαϊκού εισοδήματος θα μειωθεί κατά το ήμισυ. Ο στόχος αυτός, αν και φιλόδοξος, είναι εφικτός για την επόμενη δεκαετία, αν ακολουθηθούν οι σωστές πολιτικές.

Τι είδους πολιτικές μπορούν να ενισχύσουν τους εξωστρεφείς κλάδους της οικονομίας; Πολιτικές για τη διευκόλυνση των εξαγωγών έχουν συζητηθεί πολλαπλώς: η απλοποίηση εξαγωγικών διαδικασιών μέσω της (αενάως υποσχούμενης) υπηρεσίας μιας στάσης, η επιτάχυνση απόδοσης ΦΠΑ, η βελτίωση της τραπεζικής χρηματοδότησης και η καλύτερη στόχευση των κρατικών πόρων σίγουρα θα βοηθήσουν.

Εξίσου σημαντική προτεραιότητα, όμως, οφείλει να είναι και η οριζόντια βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, για παράδειγμα μέσω της μείωσης της φορολογίας της μισθωτής εργασίας, του περιορισμού στο κόστος ηλεκτρικού ρεύματος και Ιντερνετ (τα οποία είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη) και της γενικότερης μείωσης των αντικινήτρων για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων. Το κόστος των δυσλειτουργιών αυτών μπορεί να φαίνεται διαχειρίσιμο στις εσωστρεφείς επιχειρήσεις, οι ανταγωνιστές των οποίων δρουν υπό τους ίδιους περιορισμούς, αλλά δημιουργούν τεράστια εμπόδια στους εξαγωγείς, οι οποίοι ανταγωνίζονται επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε πιο ευνοϊκά περιβάλλοντα. Συνεπώς, η μεταστροφή προς την εξωστρέφεια προϋποθέτει βαθιές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του συνόλου της ελληνικής οικονομίας – αλλά αποτελεί μονόδρομο αν θέλουμε μια ευημερούσα οικονομία.

Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και μέλος της Επιτροπής Πισσαρίδη