Από τη βελούδινη ζωή της Κωνσταντινούπολης, σε ένα διαμέρισμα της Κυψέλης με 10 ακόμη άτομα. Η σημαντική ηθοποιός ένιωσε τη βία και το σκληρό πρόσωπο του ξεριζωμού, αλλά δεν υποχώρησαν ποτέ η αισιοδοξία της και η δίψα της για ένα καλύτερο αύριο

Μου λέγατε ότι σας ανησυχεί η επιστροφή στην κανονικότητα.

Ζούσα όλο αυτό το διάστημα με την αγωνία τού τι θα γίνει, τι μας ξημερώνει. Φοβήθηκα ότι δεν θα μπορέσω να επιστρέψω ξανά στη σκηνή για να παίξω. Πίστευα για αρκετά μεγάλο διάστημα ότι αυτό ήταν το τέλος. Ευτυχώς όμως δεν κράτησε για πολύ. Μετά τις πρώτες ημέρες του αναγκαστικού εγκλεισμού που όλοι βιώσαμε, άρχισα να βρίσκω τον ρυθμό μου.

Τι κάνατε;

Με βρήκε η καραντίνα στο εξοχικό μου στο Λουτράκι. Επειτα από το σοκ των πρώτων ημερών και την αμηχανία μπροστά στο πρωτόγνωρο, άρχισα να προσπαθώ να κάνω πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν. Ευτυχώς είμαι χειμερινή κολυμβήτρια – αρχίζω από τον Μάρτιο και σταματάω τέλος Δεκεμβρίου -, οπότε είχα μια ενασχόληση. Αρχισα να διασκεδάζω αυτή την αναγκαστική απομόνωση.

Με ποιο τρόπο;

Θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό. Είχα πάρει έναν καφέ και πήγα μια βόλτα με το αυτοκίνητό μου. Σταματάω σε μια άκρη και αρχίζω να θαυμάζω τη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή με παίρνει μια φίλη μου τηλέφωνο και αρχίσαμε να μιλάμε. Παρατηρώ ότι λίγο πιο πέρα ήταν ένα περιπολικό, το οποίο μετά από λίγο έφυγε. Η συνομιλία με τη φίλη μου κράτησε πάνω από μία ώρα. Κάποια στιγμή βλέπω το περιπολικό να έρχεται ξανά. Σταματάει, βγαίνει ένας αστυνομικός και μου χτυπάει το τζάμι. Τον ρωτάω τι θέλει και άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις «γιατί είστε τόση ώρα εδώ, τι κάνετε, γιατί μιλάτε στο τηλέφωνο τόσο πολύ» και άλλα τέτοια.

Βιώσατε τη νέα μορφή βιαιότητας και ελέγχου.

Μα ναι, σε κανονικές συνθήκες ποιος θα ερχόταν να μου ζητήσει εξηγήσεις που κάθομαι στο αυτοκίνητό μου και πίνω τον καφέ μου; Του απάντησα ότι μιλάω με τον εραστή μου γιατί σπίτι μου δεν μπορώ, είναι ο άντρας μου.

Δεν χάνετε το χιούμορ σας, παρόλο που η ζωή σάς έχει δείξει το σκληρό πρόσωπό της από νωρίς.

Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσεις ν’ αντιμετωπίσεις την όποια δυσκολία και να προχωρήσεις. Ηρθα πρόσωπο με πρόσωπο με την απελπισία όχι μία, αλλά δύο φορές. Η πρώτη ήταν όταν μετακομίσαμε αναγκαστικά από την Κωνσταντινούπολη όπου ζούσαμε, όταν ήμουν 14 και όχι 7, όπως γράφετε λανθασμένα. Πέρασα από έναν κόσμο χαράς, άνεσης και ευτυχίας σε έναν άλλο όπου έπρεπε να παλέψω για την επιβίωσή μου. Ολα έγιναν σταδιακά βέβαια, αλλά και πάλι δεν υποψιάστηκα τι έπρεπε ν’ αντιμετωπίσω.

Ηρθατε μαζί με τους γονείς σας;

Οχι, δεν ξεκινάει έτσι η ιστορία. Τον Σεπτέμβριο του 1955 – ήμουν 7 ετών – είχαμε πάει με τους γονείς μου διακοπές στην Πρίγκηπο. Ημασταν εύπορη οικογένεια και ο πατέρας μου προσπαθούσε να μας παρέχει όσο περισσότερα μπορούσε. Νοικιάσαμε το σπίτι ενός Τούρκου. Ενα βράδυ – δεν θυμάμαι αν ήταν 6 ή 7 του Σεπτέμβρη – ακούμε φασαρία, φωνές και χτυπήματα στην πόρτα. Ηταν οι Τούρκοι με τσεκούρια στα χέρια. Οι γονείς έβαλαν ό,τι βρήκαν πίσω από την πόρτα – τραπέζι, ντουλάπα – και εμένα με την αδελφή μου και τη γιαγιά μου μάς έκρυψαν στο μπάνιο. Είχαν μάθει για το πογκρόμ και προσπάθησαν να μας προστατεύσουν. Αυτοί μείνανε έξω για να τους σκοτώσουν και να μην πλησιάσουν εμάς. Ποιος ξέρει; Με κρατούσε η γιαγιά μου στην αγκαλιά της και το πόδι της έτρεμε από τον φόβο της. Οταν φέρνω αυτή την ανάμνηση στο μυαλό μου, το ξαναζώ αυτό το τρέμουλο.

Πώς γλιτώσατε;

Βγήκε ο άνθρωπος που νοικιάζαμε το σπίτι και τους είπε: «Είμαι Τούρκος, το σπίτι είναι τουρκικό και έχω μέσα φιλοξενουμένους». Εφυγαν χωρίς να γίνει κάτι άλλο. Επιστρέψαμε στην Κωνσταντινούπολη και συνεχίσαμε τη ζωή μας για αρκετά μεγάλο διάστημα. Εμείς στο σχολείο μας και ο πατέρας μου στις επιχειρήσεις του. Είχε καταστήματα εστίασης. Ενα βράδυ έρχεται η αστυνομία, τον παίρνει και επιστρέφει το πρωί με φουσκωμένο πρόσωπο. Προφανώς είχαν ασκήσει βία, αλλά εμάς μας είπε ότι έπεσε και χτύπησε. Την επόμενη μέρα έβαλε δυο ρούχα σε μια βαλίτσα, τον πήγαν στο αεροδρόμιο και ήρθε στην Ελλάδα.

Εσείς μείνατε πίσω;

Ναι, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια ζούσα με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου και την αδελφή μου στην Κωνσταντινούπολη. Φυσικά, η ζωή μας είχε αλλάξει. Η μητέρα μου άρχισε να ράβει – ήταν εξαίρετη μοδίστρα – και έτσι μπορέσαμε να κρατήσουμε ένα επίπεδο ζωής, με τη βοήθεια βέβαια και των εύπορων συγγενών μου. Ηταν ακριβό το γαλλικό σχολείο όπου πήγαινα, καθώς και ο τρόπος που ζούσαμε. Αλλά στο κομμάτι της εκπαίδευσης οι γονείς μου δεν υπολόγιζαν χρήματα. Αυτό μου έδινε λύσεις όταν δυσκόλευαν τα πράγματα.

Στην Ελλάδα όταν ήρθατε βιώσατε διαφορετική καθημερινότητα.

Αλίμονο. Στροφή 180 μοιρών. Ημουν ένα κακομαθημένο κορίτσι που ζούσε και διασκέδαζε με άνεση, που δεν έμπαινε σε μέσα μαζικής μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη και τα Σαββατοκύριακα ήταν σε πάρτι και γιορτές. Πρέπει να πω εδώ ότι ένα από τα καλά που μου προσέφερε το σχολείο όπου πήγαινα ήταν η επαφή μου με παιδιά από διαφορετικές εθνότητες: Τούρκους, Αρμένιους, Γάλλους, Αγγλους, Εβραίους, γενικά μαθητές από όλο τον κόσμο. Αυτή η πολυπολιτισμικότητα ήταν ένα δώρο. Γαλουχήθηκα έχοντας τα μάτια μου και την καρδιά μου ανοιχτά σε οτιδήποτε διαφορετικό. Ενιωθα πάντα περίεργα σε οποιαδήποτε ρατσιστική συμπεριφορά.

Εισπράξατε τέτοια συμπεριφορά ως τούρκος υπήκοος;

Μα ναι. Στην Κωνσταντινούπολη ήμουν γκιαούρισσα για τους Τούρκους κι εδώ Τουρκάλα. Η πληγή του ξεριζωμού δεν έχει φύγει ακόμη και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια. Από τη μια μέρα στην άλλη μπαίνεις σε έναν άλλο κόσμο που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι υπάρχει. Θυμάμαι ότι μείναμε στην Κυψέλη, σε ένα διαμέρισμα 10 άτομα, και βάζαμε ακόμη και πάνω στα τραπέζια στρώματα για να κοιμηθούμε. Βέβαια, ήμουν παιδί και δεν μπορούσα να αποκοπώ από κάποιες συνήθειες.

Ποιες;

Μου έδινε λίγα χρήματα ο πατέρας μου για να κινηθώ και δεν έφταναν για να πάρω ταξί, όπως είχα μάθει στην Κωνσταντινούπολη. Το απαιτούσα τσιρίζοντας, μέχρι που μου είπε ότι για να κάνω αυτά που θέλω πρέπει να δουλέψω. Ετσι άρχισα να πουλάω βιβλία – μία από τις πρώτες μου δουλειές. Επειδή ήξερα γλώσσες – μιλάω γαλλικά και τουρκικά -, μετά εργάστηκα και ως γραμματέας. Στα 19 είχα δικά μου χρήματα και αγόρασα αυτοκίνητο.

Ετσι γλιτώσατε και τις μετακινήσεις με τη συγκοινωνία.

Μα γι’ αυτό το πήρα, γιατί όλα τα χρήματά μου τα έδινα σε ταξί.

Η καταγωγή σας στάθηκε εμπόδιο στον κόσμο του θεάτρου;

Η αλήθεια είναι ότι με αντιμετώπισαν περίεργα. Θυμάμαι ότι σε έναν καβγά που είχα με έναν σκηνοθέτη μού πετάει «άντε από ‘δώ, Κωνσταντινουπολίτισσα». Είχα δώσει σκληρή μάχη για να μπορέσω να ενταχθώ χωρίς να ξεχωρίζω για την προφορά μου, η οποία ήταν διαφορετική. Τα ελληνικά μου δεν ήταν τέλεια. Εκανα πολλά μαθήματα για να μπορέσω να μάθω. Αλλά δεν ήταν αυτό που με ενοχλούσε στον χώρο του θεάτρου.

Δηλαδή;

Περισσότερο στενοχωριόμουν όταν έβλεπα ότι διάβαζα έναν ρόλο και λίγο πριν ανέβει ή γυριστεί μου έλεγαν ότι τελικά τον έδωσαν σε άλλη ηθοποιό. Πολλές φορές το έχω αντιμετωπίσει. Κατάλαβα ότι πρέπει ν’ αποδεχθώ ότι κάποιες βάζουν τα μέσα της ομορφιάς και του κορμιού τους για να προχωρήσουν. Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι η επιμονή και η σκληρή δουλειά θα σε φέρουν κοντά στα όνειρά σου.

Πετύχατε πολλά, κάνατε δική σας σχολή υποκριτικής και θέατρο.

Οι δυσκολίες δεν σταμάτησαν ποτέ. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία μετά τον ξεριζωμό ήταν το 1999, όταν με τους σεισμούς γκρεμίστηκε το θέατρο που είχα τότε στην Ερμού. Είχα χάσει την πίστη μου στον Θεό όταν ήρθαμε στην Ελλάδα και μια δεύτερη φορά όταν είδα τα πάντα να καταρρέουν. Βρήκα όμως τη δύναμη και προχώρησα, γιατί η ζωή βρίσκει τρόπο να σου δείξει πώς να σηκωθείς αν το θελήσεις.