Η συζήτηση για τη χρήση ή όχι καμερών στις σχολικές τάξεις στην Ελλάδα, όπως και η μεγάλη συζήτηση στα πανεπιστήμια των περισσότερων χωρών για την κλίμακα στην οποία θα πρέπει να παγιωθούν πρακτικές όπως η εξ αποστάσεως εκπαίδευση για ένα μακρύ χρονικό διάστημα, είναι μόνο μερικές από τις πλευρές μιας μεγάλης συζήτησης για το μέλλον της παιδείας που αφορμή μόνο έχει τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κορωνοϊού.

Στην πραγματικότητα, οι συζητήσεις αυτές απηχούν υπαρκτά ερωτήματα για το μέλλον της παιδείας σε μια μεταβατική περίοδο, ερωτήματα που δεν αφορούν έκτακτες συνθήκες αλλά το πώς αντιλαμβανόμαστε τη μορφή, το περιεχόμενο και τη στοχοθεσία του εκπαιδευτικού συστήματος.

Το επείγον τέτοιων ερωτημάτων το αντιλαμβανόμασταν και προηγουμένως, μέσα από τις αλλεπάλληλες διαπιστώσεις της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος, έστω και εάν αυτό πολλές φορές γινόταν μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των κατά καιρούς «ηθικών πανικών» για την υποτιθέμενη έλλειψη βασικών γνώσεων των μαθητών (παρότι το μέσο επίπεδο αλφαβητισμού και δεξιοτήτων αυξάνει σε κάθε γενιά) ή την επιλεκτική χρήση στατιστικών όπως οι μετρήσεις PISA (που δεν είναι προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους εκπαιδευτικών συστημάτων) ή ακόμη χειρότερα την ανεκδοτολογική και εντυπωσιοθηρική παρουσίαση εικόνων «χάους στα πανεπιστήμια».

Η πραγματική κρίση του σχολείου

Μια συζήτηση που δεν έχει γίνει στην κλίμακα που της αναλογεί είναι αυτή που αφορά την πραγματική κρίση του σχολείου σήμερα. Με αυτό δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε τη σημαντική δουλειά που κάνουν εκπαιδευτικοί με όρεξη και μεράκι ή το γεγονός ότι οι πραγματικές επιδόσεις των μαθητών είναι σημαντικές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Στην παιδεία πρέπει να είμαστε σπάταλοι γιατί είναι επένδυση

Κυρίως αναφερόμαστε στην αδυναμία του σχολείου ταυτόχρονα να προσαρμοστεί και να αντισταθεί σε μια πραγματικότητα όπου οι μαθητές δέχονται έναν καταιγισμό πληροφοριών και όπου τα στοιχεία που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι η βασική προτεραιότητά του, όπως η τοποθέτηση με τρόπο συνεκτικό σε ένα ιστορικό και κοινωνικό περιβάλλον, η ικανότητα συνολικής ανάλυσης και η δυνατότητα κριτικής σκέψης, απωθούνται από τη δημόσια σφαίρα. Ζητούμε από τους μαθητές να παράγουν καλογραμμένα δοκίμια την ίδια ώρα που θεωρούμε ότι ένας υποψήφιος πρωθυπουργός θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει σε ένα τηλεοπτικό debate μέσα σε ενενήντα δευτερόλεπτα πώς θα αντιμετωπίσει την ανεργία.

Το ίδιο ισχύει και για όλα τα προβλήματα που δεν έχουν αφετηρία την εκπαίδευση αλλά δεν μπορούν να μείνουν εκτός των σχολείων. Ανακαλύπτουμε κατά καιρούς φαινόμενα παραβατικότητας, π.χ. στην τεχνική εκπαίδευση, αλλά ποτέ δεν συζητάμε γιατί αφήνουμε να διαμορφώνονται ζώνες κοινωνικής πρωτίστως και δευτερευόντως εκπαιδευτικής εγκατάλειψης.

Την ίδια ώρα η σοβαρή συζήτηση για τα αναλυτικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία, τη δυνατότητα τα γνωστικά αντικείμενα να εμπλουτιστούν και να γίνουν πιο θελκτικά επί της ουσίας διαρκώς αναβάλλεται. Οσο για το διδακτικό προσωπικό, υποτιμούμε την αρνητική επίπτωση που έχει το γεγονός ότι για χρόνια δεν έγιναν μόνιμοι διορισμοί και την ίδια ώρα τα σχολεία εξακολουθούν να στηρίζονται στην εργασία εκπαιδευτικών που αντιμετωπίζουν ακραία συνθήκη επισφάλειας.

Τα όρια των «μεταρρυθμίσεων»

Την ίδια στιγμή στην ανώτατη εκπαίδευση δεν υπάρχει πραγματική αποτίμηση των αλλεπάλληλων «μεταρρυθμίσεων» που ήδη έγιναν ή μεθοδεύονταν. Και εδώ προηγήθηκαν διάφορων ειδών «ηθικοί πανικοί», όπως για παράδειγμα η διαρκώς αναπαραγόμενη τοποθέτηση ότι το βασικό πρόβλημα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι η διαβόητη «ανομία», έννοια πολλαπλά παραπλανητική, εφόσον χρησιμοποιείται για να καλύψει ένα φάσμα εντελώς διαφορετικών καταστάσεων, από μαζικές φοιτητικές διαμαρτυρίες και πολιτικές παρεμβάσεις έως απλές παραβατικές συμπεριφορές. Μόνο που η κατασκευή μιας εικόνας «γενικευμένης διάλυσης» παραβλέπει π.χ. ότι την ίδια περίοδο του υποτιθέμενου «μπάχαλου» οι ερευνητικές επιδόσεις των ελληνικών πανεπιστημίων υπήρξαν σημαντικές, ενώ το ίδιο το φαινόμενο του brain drain καταδεικνύει το πραγματικό επίπεδο των αποφοίτων τους.

Μάλιστα, είναι ακριβώς το φαινόμενο της μαζικής φυγής αποφοίτων των ελληνικών πανεπιστημίων στο εξωτερικό που δείχνει το πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια: μια οικονομία χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης και μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών που αδυνατεί να αξιοποιήσει τον πιο πολύτιμο παραγωγικό πόρο που έχει, δηλαδή το εξαιρετικά καταρτισμένο και μορφωμένο επιστημονικό δυναμικό της.

Σε αυτό το πλαίσιο η επικέντρωση σε ζητήματα όπως η επιβολή χρονικού ορίου στη λήψη πτυχίου (μια που για χρόνια καλλιεργήθηκε η δημαγωγική αντίληψη ότι το πρόβλημα των πανεπιστημίων ήταν οι «αιώνιοι φοιτητές», ενώ η πραγματικότητα δεν δείχνει κάτι τέτοιο) φαντάζει ως τουλάχιστον σπατάλη χρόνου και δυνάμεων.

Αντίστοιχα, η επικέντρωση, πάλι συχνά στα όρια της δημαγωγίας, σε ζητήματα όπως η μορφή των φοιτητικών συνελεύσεων ή η συχνότητα και διάρκεια των κινητοποιήσεών τους επίσης δείχνει να υποτιμά ότι η ύπαρξη ζωντανών και ενίοτε μαχητικών κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών στα πανεπιστήμια αποτελεί στην πραγματικότητα και πλευρά του συνολικού μορφωτικού τους ρόλου.

Από την άλλη, η μαζική μετατροπή των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια, παρότι στρατηγικά αναγκαία ως προς την ανάγκη διαμόρφωσης ενός σχετικά ενιαίου χώρου ανώτατης εκπαίδευσης, δεν συνοδεύτηκε από την ανάλογη στήριξη κυρίως σε προσωπικό που θα αποτρέψει το ενδεχόμενο να συνεχίσουμε να έχουμε ανώτατη εκπαίδευση πολλών ταχυτήτων.

Το μέλλον δεν είναι οι τηλεδιασκέψεις

Η περίοδος της πανδημίας έφερε μια άνθηση των πρακτικών εξ αποστάσεως διδασκαλίας. Λύση αναγκαστική που επέτρεψε να μη χαθεί μια ακαδημαϊκή χρονιά, για ορισμένους αποτελεί το μέλλον της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Μόνο που, παρά τη μεγάλη διευκόλυνση που μπορούν να προσφέρουν οι διαδικτυακές ψηφιακές πλατφόρμες στην εκπαιδευτική πράξη, δύσκολα μπορούν να υποκαταστήσουν τη διά ζώσης διδασκαλία: την αμεσότητα της επικοινωνίας, τη διαρκή αλληλεπίδραση, την ικανότητα ανταπόκρισης σε αιτήματα.

Μάλιστα, συχνά πίσω από τις απόψεις που εξυμνούν τις αρετές των σύγχρονων μορφών εξ αποστάσεως διδασκαλίας υποκρύπτεται και μια ορισμένη αντίληψη για την εκπαιδευτική διαδικασία: με έμφαση στη σχετικά μηχανική αναπαραγωγή της διδακτέας ύλης και με μεγάλο βαθμό τυποποίησης εις βάρος της κριτικής προσέγγισης.

Αυτό προφανώς δεν σημειώνεται για να υποτιμηθεί ο ιδιαίτερα σημαντικός ρόλος που μπορούν να έχουν οι ψηφιακές πλατφόρμες στη διδασκαλία και το πώς ανοίγουν κυριολεκτικά νέους ορίζοντες ως προς τον εμπλουτισμό των μαθημάτων και την πρόσβαση σε υλικό. Ομως, ταυτόχρονα, αναδεικνύει την ανάγκη να καλυφθεί το υπαρκτό «ψηφιακό χάσμα» που εξακολουθεί να υπάρχει στην κοινωνία και την ανάγκη να κατοχυρωθεί ότι η ευρυζωνική πρόσβαση είναι πια ένα βασικό κοινωνικό δικαίωμα.

Η πραγματική επένδυση στην παιδεία

Η επίκληση της ανάγκης «επένδυσης στην παιδεία» είναι μια από τις πιο διαδεδομένες κοινοτοπίες του δημόσιου λόγου. Αυτό, όμως, δεν μειώνει τη σημασία της. Βέβαια, για να πιάσει τόπο η όποια επένδυση στην παιδεία, είναι ανάγκη να υπάρξει και επένδυση εκτός παιδείας. Γιατί είναι προφανές ότι μια χώρα σε οικονομική κρίση και με επενδύσεις κυρίως σε χώρους χαμηλής προστιθέμενης αξίας δύσκολα μπορεί να αξιοποιήσει το επιστημονικό δυναμικό της ή να του δώσει μια προοπτική εντός συνόρων. Το ίδιο και μια χώρα που αντιμετώπισε το θέμα της στελέχωσης του δημόσιου τομέα (χώρου που κατεξοχήν έχει ανάγκη πτυχιούχων αλλά και επιστημονικής ερευνητικής υποστήριξης) κυρίως υπό το πρίσμα του περιορισμού του δημοσιονομικού κόστους, την ώρα που η πανδημία ανέδειξε ότι αυτό που μπορεί να φαντάζει τη μία στιγμή «πλεονάζον προσωπικό» την επόμενη μπορεί να αποδειχτεί ο παράγοντας που κάνει τη διαφορά.

Αντίθετα, εάν πάμε πραγματικά σε μια «αλλαγή παραδείγματος» ως προς την οικονομική ανάπτυξη, με έμφαση στον απεγκλωβισμό από τον μαζικό τουρισμό και την ταύτιση επένδυσης και real estate, στην υψηλή τεχνολογία και την υψηλή προστιθέμενη αξία, στην έρευνα, τη γνώση και τον πολιτισμό, όπως και στις νέες μορφές κοινωνικής οικονομίας, τότε η επένδυση στην παιδεία, σε όλα τα επίπεδα, αποκτά ξεχωριστή σημασία. Επιπλέον, στην εποχή της πολυλειτουργικότητας και των δυσδιάκριτων συχνά ορίων ανάμεσα σε επιστημονική γνώση, τεχνική επάρκεια, επικοινωνιακή δεξιότητα και ολιστική κοινωνική προσέγγιση, είναι σαφές ότι δεν επαρκεί μια παλαιάς κοπής τεχνοκρατική αντίληψη αφού αναδεικνύεται η ουσιώδης αναγκαιότητα ενός ευρύτερου φάσματος γνωστικών κλάδων.

Μια τέτοια επένδυση στη γνώση και στο μέλλον δεν μπορεί να είναι υπόθεση των «δυνάμεων της αγοράς». Οχι γιατί δεν υπάρχουν περιθώρια συνέργειας ανάμεσα στον χώρο της παιδείας και τον χώρο της οικονομίας. Το ακριβώς αντίθετο: για να παίξει η παιδεία τον ρόλο της χρειάζεται εκείνη την επένδυση σε υποδομή, σε ανθρώπινο δυναμικό και σε δυνατότητες ώστε να ξεδιπλώνεται το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο που μόνο το Δημόσιο μπορεί να προσφέρει. Και στην περίοδο που διανύουμε αυτή η στήριξη, που προϋποθέτει και την αναγκαία εμπιστοσύνη στην ικανότητα και τη δημιουργικότητα των ανθρώπων που κρατούν όρθιο το εκπαιδευτικό σύστημα σε όλες τις βαθμίδες, είναι παραπάνω από αναγκαία και πιο σημαντική από την αντίληψη ότι αυτό που χρειάζεται είναι άλλη μία «μεταρρύθμιση».