Στις 5 Μαΐου 2020 το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας με απόφασή του αμφισβήτησε τη νομική εγκυρότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και της ζητά να τεκμηριώσει ότι δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Βάσει αυτού του προγράμματος η ΕΚΤ αγόρασε ομόλογα χωρών της ευρωζώνης αξίας 2 τρισ. ευρώ στη βάση της κλείδας κατανομής των χωρών στο μετοχικό της κεφάλαιο.

Η απόφαση δεν αναφέρεται στο πρόγραμμα που ανακοίνωσε η ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της κρίσης πανδημίας. Περιλαμβάνει όμως στο σκεπτικό της απόψεις οι οποίες μπορούν να αποτελέσουν τη βάση, σε περίπτωση προσφυγής, για την αμφισβήτηση της νομικής εγκυρότητάς του. Κατά το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στον βαθμό που παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, παραβιάζει το Αρθρο 123 της ΣΕΕ που απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση των χρεών των χωρών από την ΕΚΤ.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι αν η ευρωζώνη απέφυγε μέχρι στιγμής τα χειρότερα από την κρίση της πανδημίας, αυτό οφείλεται στο ότι η ΕΚΤ ανέλαβε έγκαιρα πρωτοβουλίες. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι όταν η Κριστίν Λαγκάρντ έκανε αρχικά την ατυχή δήλωση ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στα καθήκοντά της ο μετριασμός των περιθωρίων επιτοκίου, τα περιθώρια της Ιταλίας και της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας εκτινάχθηκαν αμέσως. Χρειάστηκε διορθωτική δήλωσή της και η ανακοίνωση του προγράμματος για την κρίση της πανδημίας για να υποχωρήσουν τα περιθώρια επιτοκίου των χωρών αυτών στα προ κρίσης επίπεδα.

Ετσι, η ΕΚΤ προσέφερε προστασία σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, που χτυπήθηκαν δυσανάλογα από την κρίση και οφείλουν να παρέμβουν για να στηρίξουν τις οικονομίες τους προκειμένου να μετριαστεί η ύφεση. Οι χώρες αυτές έχουν υψηλό δημόσιο χρέος και περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο.

Λόγω του υψηλού χρέους, ακόμη και μικρές αυξήσεις του κόστους εξυπηρέτησής του, περιορίζουν σημαντικά τον δημοσιονομικό χώρο και επομένως τη δυνατότητα επαρκούς και αποτελεσματικής δημοσιονομικής παρέμβασης.

Ο κίνδυνος που ενεργοποιεί η απόφαση της 5ης Μαΐου είναι να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία των πρωτοβουλιών της ΕΚΤ και να αρχίσει να ανεβαίνει το κόστος δανεισμού αυτών των χωρών. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει τους οίκους αξιολόγησης σε νέες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, με άμεσο πλέον τον κίνδυνο οι χώρες αυτές να βρεθούν αντιμέτωπες με μια κρίση χρέους.

Μετά την απόφαση αυτή η Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένει μία ανεξάρτητη Αρχή, η οποία λογοδοτεί μόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα συνεχίσει να πράττει ό,τι είναι απαραίτητο προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, παρά τους φόβους της Γερμανίας που την επέβαλε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τελικά δεν κινδύνεψε από παρέμβαση της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας. Απειλείται όπως και όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σε μια περίοδο κρίσης, από τη δικαστική εξουσία και μάλιστα από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας. Ηρθε η ώρα οι πολιτικές ηγεσίες των χωρών της ΕΕ να αποφασίσουν αν επιθυμούν να προστατέψουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από τα εθνικά τους δικαστήρια.

Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός