Για τη Μαρίκα Κοτοπούλη μού είχε μιλήσει ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, της μετέφραζε έργα και όταν πήγε να την αποχαιρετήσει που έφευγε στο Μέτωπο του χάρισε μια ασημένια ταμπακιέρα, να την έχει στην αριστερή τσέπη του αμπέχονου ώστε, αν τον βρει βόλι, να μη χτυπήσει την καρδιά. Δεν τον βρήκε βόλι και την είχε την ταμπακιέρα, μου την έδειξε όταν γνωριστήκαμε. Την έβαλε πάλι στο αμπέχονο, στην αριστερή τσέπη, όταν πήρε τα βουνά στον Εμφύλιο.

Πάλι δεν τον βρήκε βόλι και την είχε πάντα στο αμπέχονο ώσπου έφτασε στην Τασκένδη. Εκεί χάνονται τα ίχνη της. Ομως εγώ την έφτιαξα την ιστορία της. Θα την έδωσε, είπα μέσα μου, στον έρανο που έκανε το Κόμμα – το ελληνικό – μαζί με τη βέρα του. Το τελευταίο μού το ομολόγησε κάποια στιγμή ο ίδιος, η βέρα είναι το μόνο πολύτιμο που είχε.

Θα τα ανταλλάσσανε, λέγανε, με χρήμα προκειμένου να σταλεί στην Ελλάδα για να βοηθήσουν τους φυλακισμένους. Οι Σοβιετικοί είπαν πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν, οι δικοί μας είπανε «Καλά, θα δούμε αργότερα». Αυτό το αργότερα δεν ήρθε ποτέ ώσπου φύγαμε από τη Σοβιετική Ενωση και η… περιουσία του Γιώργου δεν επιστράφηκε. Κι αναρωτιέμαι μήπως από χέρι σε χέρι έφτασε σε κάποιον υψηλά ιστάμενο που θα είναι σίγουρα κοντά στον Πούτιν και ίσως κυκλοφορεί τώρα στη Μόσχα με τη βέρα του Γιώργου στο χέρι και την ταμπακιέρα της Κοτοπούλη στην τσέπη. Παρατραβηγμένο… το σκέφτηκα όμως.

Η γνωριμία με τη Λαμπέτη

Τη Λαμπέτη τη γνώρισα το 1945. Για την ακρίβεια μου τη γνώρισε ο Μάριος Πλωρίτης που ήταν πολύ φίλος δικός μου και της αδελφής μου, της Λενούλας.

Με την πρώτη κιόλας συνάντησή μας, ζήτησε να πάμε σπίτι της, έμενε τότε στη συμβολή της Ιπποκράτους με τη Διγενή Ακρίτα. Ηταν ένα παλιό σπίτι, έμενε εκεί με τις τρεις αδερφές της. Αρχισε να μου μιλάει αμέσως με εκείνη την απαλή, σχεδόν ψιθυριστή φωνή της για τη ζωή της. Στην Κατοχή είχε χάσει το δίδυμο αδελφό της από φυματίωση. Το Δεκέμβρη του ’44 σκοτώθηκε η μητέρα της μέσα στο σπίτι τους από μια αδέσποτη σφαίρα που μπήκε απ’ το παράθυρό: «Να εδώ» μας είπε και μας έδειξε το παράθυρο. Ο πατέρας τους δεν άντεξε και σε λίγο πέθανε κι αυτός. Και τα έλεγε απλά, όχι μελοδραματικά. Ανοιξε ένα ξύλινο κουτί και μας έδειξε μια σφεντόνα που ήταν του αδερφού της. Υστερα είπε πως ήθελε να γίνουμε φίλες και γίναμε. Με την αδερφή μου αργότερα γίνανε και κουμπάρες, της βάφτισε το γιο της.

Προσωπικά δέθηκα πιο πολύ μαζί της όταν παίζαμε μαζί στο Θέατρο «Μουσούρη». Παίζαμε! Δηλαδή εκείνη πρωταγωνιστούσε στο «Πεγκ Καρδούλα μου» κι εγώ έκανα μια καμαριέρα που έλεγε πέντε φράσεις, κομπάρσα δηλαδή.

Στα παρασκήνια υπήρχαν δυο καμαρίνια, ένα για την πρωταγωνίστρια, την Ελλη, κι ένα άλλο για τις τρεις γυναίκες του θιάσου. Η μία ήμουν εγώ, οι άλλες ήταν η Αθηνά Μιχαηλίδου και η Μαίρη Λαλοπούλου. Από την πρώτη κιόλας μέρα η Ελλη ήρθε και κουβάλησε τα πράγματά μου στο καμαρίνι της. Δεν είναι δυνατόν, είπε, εκείνη να πλήττει μόνη της και να μην είμαστε μαζί. Πήγα με πολλή χαρά κι ούτε μου πέρασε απ’ το νου πως θα προκαλούσα τόση ζήλεια. Διαμαρτυρήθηκαν οι άλλες στον Μουσούρη που είχαν ρόλο στο έργο, δεν ήταν δηλαδή κομπάρσες όπως ήμουν εγώ, αλλά η Ελλη έβαλε τις φωνές πως εκείνη διαλέγει τις φίλες της. Δυο χρόνια αργότερα όταν εγώ έφυγα από την Ελλάδα, η Ελλη είχε παντρευτεί με τον Πλωρίτη.

Μαζί στη Μόσχα

Σεπτέμβρης του 1957. Είναι μόλις δυο μέρες που έχουμε φτάσει ο Γιώργος, η κόρη μας κι εγώ από την Τασκένδη για να εγκατασταθούμε στη Μόσχα. Χτυπάει το τηλέφωνο. Μια διερμηνέας που τη γνωρίζαμε μου λέει πως κάποιος θέλει να μου μιλήσει. Ηταν η Ελλη! Δε θυμάμαι γιατί και πώς είχε έρθει στη Μόσχα. Οι καλλιτεχνικές ανταλλαγές με την Ελλάδα άρχισαν να γίνονται πολύ αργότερα. Η φωνή της έτρεμε «Ελα αμέσως» και βέβαια πήγα αμέσως. Δεν ήξερε πως ήμουνα στη Μόσχα, με νόμιζε στην Τασκένδη. Οταν τη ρώτησαν, αφού είχε πάει στο Μπολσόι, τι άλλο ήθελε να δει, εκείνη ζήτησε να της δώσουν ένα ταξί για να πάει να δει τη φίλη της στην Τασκένδη. Φαντάζομαι πόσο θα γέλασαν μέσα τους. Η Τασκένδη απείχε από τη Μόσχα δώδεκα ώρες με το αεροπλάνο και με το τρένο πέντε νύχτες και τέσσερις μέρες.