Οσο παγωμένα ψύχραιμος και απολύτως σίγουρος για τον εαυτό του έδειχνε ο Μάικλ Κορλεόνε, ο αρχηγός της μαφιόζικης φαμίλιας Κορλεόνε στον «Νονό» (1972), τόσο «έβραζε» μέσα του ο ηθοποιός που εκείνη την εποχή τον υποδυόταν. Εκτός από τον σκηνοθέτη Φράνσις Κόπολα κανείς δεν φάνηκε να θέλει τον «νάνο» τότε Αλ Πατσίνο στην ταινία (έτσι τον είχε αποκαλέσει ο παραγωγός Ρόμπερτ Εβανς), πόσω μάλλον για τον ρόλο-φιλέτο του Μάικλ για τον οποίο είχαν συζητηθεί ονόματα όπως του Ρόμπερτ Ρέντφορντ, του Ρόμπερτ Ντε Νίρο (επίσης άσημου τότε) και του Τζακ Νίκολσον. Ο Κόπολα όμως τον ήθελε και είχε δώσει μάχες ώστε να τον κρατήσει. Και τελικά κατάφερε να τον επιβάλει.

Γιατί τα πράγματα, όπως όλοι πια ξέρουμε, είχαν θαυμάσια εξέλιξη για όλους όταν η ταινία τελείωσε: η τόσο προβληματική υλοποίηση του «Νονού» έδωσε τη θέση της σε μια παγκόσμια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, σε έναν θρίαμβο στα Οσκαρ και σε ένα, μοναδικό ίσως, κεφάλαιο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Ακολούθησαν δύο συνέχειες του «Νονού» – όλες του Κόπολα και όλες με πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο, ο οποίος όσο περνούν τα χρόνια νιώθω ότι στον «Νονό» (όπως και στην πρώτη συνέχειά του) πετυχαίνει όντως την καλύτερη κινηματογραφική ερμηνεία της καριέρας του. Εστω και αν το Οσκαρ θα το κέρδιζε πολλά χρόνια αργότερα, 20 για την ακρίβεια, και με επτά υποψηφιότητες να τον ακολουθούν, έχοντας παίξει έναν τυφλό στρατιωτικό σε απόγνωση αλλά γοητευτικότατο χάρη στο ταλέντο που είχε στο να διακρίνει το «Αρωμα γυναίκας».

Η γενιά του ’70

Ο Αλ Πατσίνο, που γίνεται 80 χρονών, ανήκει στην πολύτιμη εκείνη γενιά των αμερικανών ηθοποιών που άρχισε να ωριμάζει στη δεκαετία του 1970 δίνοντας για πρώτη φορά φωνή και βήμα στον αντιήρωα. Μαζί με τον επίσης Νεοϋορκέζο Ντε Νίρο (με τον οποίο έχει παίξει σε τέσσερις ταινίες, ανάμεσά τους την αριστουργηματική «Ενταση» του Μάικλ Μαν και τον «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε, που είδαμε προσφάτως, και τον «Νονό 2», όπου όμως δεν έχουν κοινές σκηνές), τον Νίκολσον, τον Τζιν Χάκμαν και τον Ντάστιν Χόφμαν, ο Πατσίνο ανήκει στις μεγάλες υποκριτικές δυνάμεις του Νέου Κύματος στον αμερικανικό κινηματογράφο, όπως το είχαν τότε αποκαλέσει. Τα seventies ήταν η δεκαετία του φόρτε του και ταινίες όπως οι δύο «Νονοί», το «Σκιάχτρο», ο «Σέρπικο» και η «Σκυλίσια μέρα» παραμένουν αθάνατες.

Για να τα καταφέρει βέβαια, ο Πατσίνο είχε δουλέψει σκληρά και από πολύ νωρίς. Παιδί χωρισμένων γονιών, ο Αλφρέντο Τζέιμς μεγάλωσε με τη μητέρα του στο Μπρονξ και τα παιδικά του χρόνια ήταν άγρια και γεμάτα άσχημες εμπειρίες (το 1961 είχε συλληφθεί για οπλοκατοχή). Μικρός δεν έβρισκε ιδιαίτερα κίνητρα στο σχολείο, έβλεπε ταινίες και αποστήθιζε ατάκες μιμούμενος τους ηθοποιούς που του άρεσαν. Ετσι από νωρίς ανακάλυψε ότι ο εαυτός του βρισκόταν στα σχολικά θεατρικά έργα. Σύντομα το ενδιαφέρον του άνθησε για μια καριέρα πλήρους απασχόλησης στην υποκριτική, αλλά η απόφασή του δεν έγινε εύκολα πράξη. Ο Πατσίνο πέρασε μια περίοδο βαθιάς κατάθλιψης και φτώχειας, υπήρξαν περιπτώσεις που δανειζόταν χρήματα για να πάρει το λεωφορείο και να παραστεί στις ακροάσεις. Μεγάλος του δάσκαλος ο Λι Στράσμπεργκ, ο γκουρού του Actors Studio και συμπρωταγωνιστής του στον «Νονό 2».

Στο θέατρο

Η σχέση του Πατσίνο με το θέατρο δεν αλλοιώθηκε ποτέ. Οταν πολλά χρόνια αργότερα, το 1997, τον συνάντησα για μια συνέντευξη στο Παρίσι αφορμής δοθείσης μιας μεγάλης επιτυχίας του στο σινεμά, του «Ο δικηγόρος του διαβόλου», μου ανέφερε πόσο σημαντική για εκείνον είναι η θεατρική εμπειρία αλλά και οι πραγματικές αγωνίες του ηθοποιού στη σκηνή.

«Για τον πολύ κόσμο ο ηθοποιός είναι ένα λαμπερό επάγγελμα» είχε πει. «Από την πλευρά του ηθοποιού όμως το μόνο που πραγματικά αξίζει σε αυτό το επάγγελμα είναι οι ρόλοι που θέλει να παίξει. Και όταν για διάφορους λόγους νιώθει ότι δεν μπορεί να παίξει αυτούς τους ρόλους, το συναίσθημα μπορεί να γίνει πολύ δυσάρεστο». Εξάλλου το 1995 ο Πατσίνο έκανε μια από τις ελάχιστες προσπάθειές του στην κινηματογραφική σκηνοθεσία γυρίζοντας το «Αναζητώντας τον Ρίτσαρντ», ένα διαδραστικό ντοκιμαντέρ μυθοπλασίας που δεν προσπαθούσε απλώς να αναδείξει το μεγαλείο του σεξπιρικού έργου «Ριχάρδος Γ’» αλλά, μέσω μιας παράστασης που είχε ανεβάσει ο ίδιος ο Πατσίνο, να ανιχνεύσει την επιρροή του έργου στο κοινό.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η καριέρα του Πατσίνο φάνηκε να κλονίζεται. Είχε παίξει τον κουβανό κακοποιό Τόνι Μοντάνα, έναν από τους διασημότερους ρόλους της κινηματογραφικής καριέρας του, στον υπερτιμημένο όμως «Σημαδεμένο» του Μπράιαν Ντε Πάλμα, αλλά και στο «Ψωνιστήρι», μία από τις πιο προβληματικές στη δημιουργία τους ταινίες, για την οποία επί χρόνια δεν ήθελε να μιλάει. Επαιξε επίσης στους «Επαναστάτες», μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στην ιστορία του αμερικανικού box office. Θυελλώδεις σχέσεις (παραμένει ανύπαντρος), προβλήματα με το αλκοόλ, το φεγγάρι των eighties ήταν κακό για τον ηθοποιό, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας φάνηκε να ορθοποδεί και να κτίζει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή και στην καριέρα του το οποίο δεν έπαψε ποτέ να συντηρεί με καλές επιλογές σε όλα τα Μέσα, ακόμα και στην τηλεόραση, όπως φαίνεται από τη σειρά «Hustlers» του Amazon που είναι μία από τις τελευταίες του δουλειές.