Ο Χρήστος Κυριαζής μπαινοβγαίνει στο μουσικό μας τοπίο με την αποσκευή ενός χορτάτου ανθρώπου. Από τα πρώτα νεανικά γκρουπ στον Πειραιά που συμμετείχε ή δημιούργησε (π.χ. τις Πρόκες) μέχρι τη μοναχική και ιδιοσυγκρασιακή του δημιουργία που μας χάρισε επιτυχίες που είπαν άλλοι (Στη Δραπετσώνα με τον Βλάση Μπονάτσο ή το Βράδυ Σαββάτου με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου ή το Μπρικάκι με τον Γιώργο Μαργαρίτη) και βέβαια το συνεκτικό έργο του στις αρχές του ’90 που έκανε τεράστια επιτυχία με το απόλυτα προσωπικό του ύφος.

Ο Κυριαζής, και ίσως αυτό είναι κάτι που τον διαφοροποιεί, έζησε και ζει μια ζωή όπου στο κέντρο της είχε και έχει τη χειροτεχνία. Σχεδιαστής επίπλου εξάλλου με σπουδές στο Μιλάνο, πετυχημένος επιχειρηματίας και ένας μποέμης του Πειραιά, μετέφερε τα βιώματά του στο χαρτί, από ‘κεί στην κιθάρα του, από ‘κεί στη δισκογραφία και στα κέντρα (καθοριστικά πρόσωπα γι’ αυτόν ο Τάσος Φαληρέας και ο Αντώνης Τουρκογιώργης ως παραγωγοί), χωρίς ποτέ να παρασυρθεί από την επιτυχία.

Με αποχή εξάλλου 18 χρόνων απ’ το τραγούδι, επανήλθε πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, προσεκτικά πάντα και χωρίς να μεταβάλει τις συνήθειές του. Οικογένεια, Πειραιάς, Αίγινα, συλλογή από κιθάρες, επιτελικό ρόλο στις επιχειρήσεις επιπλοποιίας του. Οπως λέει ο ίδιος, με τα τραγούδια του απλώς είπε και λέει καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων. Αγαπά τον Κοέν, τον Ακη Πάνου, τον Τζόνι Κας και για την 4η Εντολή που μας έδωσε συναντηθήκαμε δύο φορές: μία στο σπίτι του, που μοιάζει με installation με κιθάρες, πίνακες και προσεγμένα έπιπλα διά χειρός του, και μία στο Τουρκολίμανο, στο αγαπημένο του στέκι με θέα τη θάλασσα πάντα, όπου μας μίλησε για όλα.

Ποια είναι τα πρώτα συγκροτήματα στα οποία συμμετείχατε; Ξέρουμε, λίγο μεταγενέστερα, τις Πρόκες.

Eίχα τους What a Pity, Mirabilis Jalapa, Baroneti, παίζοντας σε μουσικά πρωινά, σε κινηματογράφους και κλαμπ. Με τις Πρόκες γράφαμε ελληνικό στίχο. Μας άκουσε σε μια συναυλία ο Τάσος Φαληρέας στο Σπόρτιγκ και με πήρε στη Λύρα.

Ετσι ξεκίνησε η δισκογραφία…

Πριν από αυτό είχα τους Baroneti και πάμε στην Πρέβεζα σε τουριστικό περίπτερο να παίξουμε. Το δεύτερο βράδυ γίνεται σεισμός, φεύγει όλος ο τουρισμός. Αδειάζει όλη η πόλη, έπαθε πλάκα ο επιχειρηματίας. Εμείς είχαμε πάρει κάτι λεφτά, τα φάγαμε σε μπαρ, δεν είχαμε να γυρίσουμε στην Αθήνα. Και βλέπω ένα καΐκι. Πήγαινε στη Λευκάδα. Μπαίνουμε μέσα, τζάμπα, με τα όργανα. Η Λευκάδα ήταν τοπίο στην ομίχλη, δεν κινούνταν τίποτε. Δεν ξέραμε πώς να πάμε Αθήνα. Παίρνει το μάτι μου ένα κτίσμα, ήταν ζαχαροπλαστείο με χαλικάκι: εδώ θα κάνουμε δουλειά. Πάμε και τους λέμε: Να σας παίξουμε; Δεν θέλανε. Και φεύγουμε. Πίσω από αυτόν που απάντησε ήταν κάτι τύποι που παίζανε μπιλιάρδο. Με πλησιάζει ο ένας: Με λένε Πάρη, φέρτε τα όργανα να παίξετε, άστε τον πατέρα μου. Ηταν ο γιος του ιδιοκτήτη.

Και;

Και περιμέναμε μέχρι το βράδυ να έρθει ο κόσμος. Και έρχονταν κάτι γεροντάκια και έτρωγαν πάστες. Δώσε μου λεφτά να γυρίσω Αθήνα, δεν γίνεται εδώ, του λέω. Σε παρακαλώ, μου λέει, μου δίνεις μια μέρα; Του λέω, τι θα κάνεις; Εχει Ιταλούς, όλο το νησί, κάτσε να βάλω αφίσες σε όλα τα δέντρα. Και την άλλη μέρα έγινε χαμός. Κάτσαμε όλο το καλοκαίρι, το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μου. Γνωρίζω μια Ιταλίδα και μου λέει πάω Μιλάνο. Φύγαμε. Ετσι έγινε.

Σπουδάσατε και είστε πετυχημένος σχεδιαστής επίπλου.

Κατ’ αρχάς, τα αδέλφια μου κάνανε έπιπλα. Πολύ καλά μαστόρια. Κάποια στιγμή στην Ιταλία, έφυγα από Πάδοβα, ξημερώματα, γνωρίζω τη Στέλλα, τρομερή, μου λέει: Κάνω Ιατρική, εσύ τι θες να κάνεις; Μπες σε κάποια σχολή να κάνεις έπιπλο – είχαμε συζητήσει για τα αδέλφια μου και τη δουλειά τους. Με βουτάει και πάμε Μιλάνο, βλέπω έπιπλα και τρελαίνομαι – εμείς εδώ είχαμε κάτι σύνθετα, κάτι σκρίνια, οι Ιταλοί ήταν μπροστά. Ετσι σπούδασα.

Μετά την Ιταλία;

Γυρίζω στην Ελλάδα, ψάχνω παράλληλα να κάνω συγκρότημα. Τότε πάω με τα αδέλφια μου για δουλειά. Ο μικρός Ανδρέας με πήρε χαμπάρι, μου λέει: Τι γίνεται στην Ιταλία; Του λέω: Ο,τι κάνετε εδώ στην Ελλάδα είναι για κάψιμο. Εχεις φέρει τίποτε σχέδια; με ρωτάει. Εχω δικά μου, του λέω. Και τα βλέπει. Ο Ανδρέας είχε την τρέλα μου. Πάω στο μαγαζί μια μέρα, 37 τ.μ. όλο κι όλο, το ένα έπιπλο πάνω στο άλλο. Του λέω: Δεν γίνεται! Πάμε κεντρικά. Το είπα και με ένα στυλ λίγο υπεροπτικό, δεν έπρεπε. Μου λέει ο μεγάλος: Από εδώ βγάζουμε το ψωμί μας. Αν δεν πιάσουμε μαγαζί κεντρικά, δεν μπαίνω, επέμεινα. Το κάνουμε και γίνεται χαμός.

Πώς λεγόταν το brand σας;

Mob Kyriazis. Ανοιξα μαγαζιά σε Καλαμάκι, Κηφισίας, Κολωνάκι, Π. Φάληρο. Ετυχε εκείνη την εποχή αυτά που σχεδίαζα να τα θέλει ο κόσμος. Δεν μπορώ να πω ότι δεν υπήρχαν άλλα ταλέντα. Κάναμε δικά μας πράγματα τότε εγώ και τα παιδιά του Κατοικείν. Πήγε πολύ καλά όλο αυτό.

Παράλληλα πάντα γράφατε μουσικές και στίχο;

Πάντα δίπλα μου ήταν η κιθάρα. Και έγραφα. Και από τότε πάντα λέω μόνο τα δικά μου.

Μέσα του ’80, κάνετε δίσκους και μόνος ήδη ως τραγουδοποιός. Εγώ σας έχω σε συμμετοχές, να γράφετε τραγούδια για τον Βλάση Μπονάτσο για παράδειγμα, στον δίσκο Αυτά τα βράδια, το 1983. Γράφετε για άλλους ήδη.

Είχα δώσει και στη Minos πολλά. Στους Χαράλαμπο Γαργανουράκη, Κούτρα, Θέμη Ανδρεάδη, σε πολλούς. Λίγο μετά στον Μαργαρίτη. Να σου πω για τον Βλάση Μπονάτσο πως μας ανακάλυψε πολύ νωρίτερα: στο κλαμπ Hobby, Πλατεία Αμερικής, υπόγειο, βαράγαμε σαν τρελοί, είχε έρθει και με παρατηρούσε πώς έλεγα τους στίχους. Μου λέει μετά: Ερχεσαι μαζί μου; Εχω ένα συγκρότημα, τους Πελόμα Μποκιού.

Τότε τι;

Επαιζα μόνο δικά μου. Μας παίρνουν support οι Πελόμα στο Τσιν Τσιν, Ακαδημίας και Ζωοδόχου Πηγής. Το είχε ένας εφοπλιστής, ο Αθανασίου, τρομερός. Γίνεται χαμός. Ερχονται συγκροτήματα, τους έκανε εντύπωση ο στίχος. Ενα πρωί, είδα τα τανκς. Στο Τσιν Τσιν ήμαστε κατά το ήμισυ Πρόκες, λεγόμασταν Mirabilis Jalapa, ένα φυτό λατινικό. Γίνεται το πραξικόπημα. Καίγονται όλα. Ξεκινώ την ιστορία με τα έπιπλα και πάει καλά. Από τον πρώτο δίσκο που έκανα στη Λύρα ακούει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το Βράδυ Σαββάτου και μου λέει το θέλω. Με πήρε πρώτα ο Αχιλλέας Θεοφίλου και μετά ο Βασίλης. Αρχισε να ακούγεται το όνομά μου. Μου λέει ο Αντώνης ο Τουρκογιώργης να κάνουμε και άλλο δίσκο. Κάναμε ενορχήστρωση από τηλεφώνου, άκου τα μπετά (μπάσο ντραμς), του έλεγα εγώ πιο αργά ή πιο γρήγορα και τα έφτιαχνε.

Και ποια κομμάτια γράφετε τότε;

Υστερα από κάποιους δίσκους, λοιπόν, του στέλνω τα κομμάτια από το Μου θυμίζεις τη μάνα μου. Μου λέει, ρε συ, εδώ κάτι γίνεται. Λες άλλα πράγματα, Χρήστο. Ελα να τα πεις. Τα λέω, αρχίζει ο Αντώνης να τα πηγαίνει σε εταιρείες. Αλλά απαντούν όλοι όχι. Δεν καταλαβαίνουν, μου λέει. Μήπως με αγαπάς απλά πολύ; τον ρωτάω. Ερχεται μια μέρα να πάρει έπιπλα ο Γιώργος Πολυχρονίου με τη Μάγκυ. Μου λέει: Εχεις τίποτε, δώσε. Τους αρέσουν και τα πηγαίνουν στη Sony, στη μόνη όπου δεν είχε πάει ο Αντώνης. Δεν ενδιαφέρθηκαν. Περνάνε δύο μέρες, χτυπάει το τηλέφωνο, ήταν ο παραγωγός Γιαρμενίτης: Δεν μου αρέσει, αλλά το άκουσε η γυναίκα μου και την ακούω σε πολλά. Θα τυπώσουμε 2.000. Και 500, του λέω. Αρχίσανε από την εταιρεία να μου κάνουνε δώρα. Δεν είχα πάρει χαμπάρι, με τα μαγαζιά και το τρέξιμο, ήμουν σε ξύλα μέσα, πέρασε κάνα πεντάμηνο να γίνει επιτυχία.

Θυμάμαι το βιντεοκλίπ τού Εχω κλάψει στον καταυλισμό των Ρομά με τη Βάνα Μπάρμπα.

Ηταν ιδέα της Βάνας ο καταυλισμός, φούντωσε πολύ το πράγμα – γινόταν επιτυχία. Και όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη κατάλαβα ότι ακουγόταν και το Μωράκι μου που είχα γράψει πολύ πριν. Τους φαινόταν περίεργο το καπιτονέ.

Το Μου θυμίζεις τη μάνα μου το αγοράσαμε κασέτα ως γενιά. Εχετε για κάθε τραγούδι την ημερομηνία. Ισχυε ως ημερολόγιο;

Ακριβώς. Το έκανα στους τρεις δίσκους της Sony. Μετά, όχι. Επέλεγα και τα εξώφυλλα. Δεν ήθελα να βάλω το πρόσωπό μου, δεν ήθελα να κάνω ζημιά στα έπιπλα. Κάποιοι λέγανε: Είναι τόσο άσχημος που δεν μπαίνει εξώφυλλο; Δεν ξέρεις τι άκουσα!

Με το Μου θυμίζεις τη μάνα μου αρχίζετε να εμφανίζεστε σε κέντρα;

Ναι. Επειτα από πολλά χρόνια από τις Πρόκες. Με ζητάνε τα μαγαζιά. Ο Τάσος Φαληρέας, που μου ‘χε κάνει το Κι αν η τύχη μου, έρχεται στο Κολωνάκι, σε ένα μαγαζί μου, και μου λέει: Να γίνω μάνατζέρ σου;

Είχε το Pop Eleven με τον αδελφό του Γρηγόρη.

Ακριβώς. Και μου λέει ο Τάσος: Ασ’ τους όλους αυτούς, θα πας στο Zoom.

Με τη Bάνα πάντως γίνατε τότε αστικός μύθος.

Μεγάλη ιστορία.

Πώς τη γνωρίζετε;

Εγώ ήμουν παντρεμένος. Σε εξόδους τυχαία έβλεπα τη Βάνα. Χωρίζω. Κάποια στιγμή έχω μια άλλη σχέση. Κάποτε, δεν ξέρω πώς γίνεται, ήμαστε καλεσμένοι σε θέατρο, τσακωθήκαμε με την τότε σύντροφό μου, φεύγω και όπως φεύγω πέφτει πάνω μου η Βάνα. Εγώ τότε είχα και ένα μουσικό καφενείο στην Καστέλλα. Μου τηλεφωνάει η κοπέλα που είχα εκεί: Ελα στο μαγαζί, έχει έρθει με παρέα η Βάνα Μπάρμπα. Πάω εκεί, ωραία τύπισσα, ωραία παρέα, και με κάλεσε να πάμε μαζί στο χωριό της, στο Ασπροκκλήσι, στην Ηπειρο. Ετσι ξεκίνησε η ιστορία.

Μεγαλύτερη τρέλα που έχετε κάνει για γυναίκα;

Για μια Πειραιώτισσα πήγα με ελικόπτερο πάνω από μια ταράτσα. Μεγάλη πλάκα. Πέταγα λουλούδια.

Συνεχίζετε πάντως τους δίσκους μετά το Μου θυμίζεις τη μάνα μου.

Τέσσερα με πέντε χρόνια κρατάει η επιτυχία. Τότε γνωρίζω και τον Ζαμπέτα. Ακου τι μου είπε. Με είχαν φωνάξει να δω ένα μαγαζί, βλέπω μια φιγούρα και είναι ο Ζαμπέτας, μιλάμε: Ωραία τραγούδια, ρε μπαγάσα, αλλά από φωνή είσαι στη χαραμάδα.

Λαϊκά ακούγατε;

Ακουγα απ’ τον πατέρα μου. Και για τον Πάνο Γαβαλά που έχεις γράψει βιβλίο, τον αγάπαγε πολύ ο πατέρας μου. Αν ζούσε και ήξερε πως γνώρισα και έγινα φίλος και με τον Ακη Πάνου, πάλι στη Θεσσαλονίκη, θα τρελαινόταν.

Πώς έγινε αυτό;

Ο Ακης είχε άλλο κώδικα. Τι να σου πω. Μπορώ να γράψω βιβλίο. Ενας καλλιτέχνης δωρικός που τους είχε γραμμένους όλους. Πάνω απ’ όλα μύστης. Και καθοριστικός για να διακόψω…

Πόσο διακόψατε το τραγούδι;

Δεκαοκτώ χρόνια. Αίγινα, ψάρεμα. Εγραφα βέβαια πολλά τραγούδια. Δεν ξέρω αν η εποχή σηκώνει τέτοια, όλοι θέλουν ρούμπες, αυτά είναι δωματίου. Αυτά θέλουν τα μαγαζιά.

Γιατί σταματήσατε;

Είχα κουραστεί. Μετά το Zoom, μετά τη Θεσσαλονίκη, κάθε βράδυ είχα κούραση τρομερή, είχα φρικάρει και δεν ήξερα το κόλπο πώς να σταματήσω. Με βοήθησε μια ατάκα του Ακη.

Για πείτε…

Είχε έρθει σε κέντρο όπου ήμασταν στη Θεσσαλονίκη. Κάνουμε διάλειμμα. Μπαίνει ο Ακης στο καμαρίνι. Την άλλη μέρα πήγαμε σε μια ταβέρνα λαϊκή, με φωτογραφίες τραγουδιστών. Πιάσαμε κουβέντα. Ποια είναι η πλάκα; Δεν θα έπρεπε να μιλάμε για μουσική;

Ναι.

Κι όμως, επειδή ήξερε πως ασχολούμαι με έπιπλα, μιλάγαμε ώρα πολλή για… ξύλα. Αφού κι αυτός κατασκεύαζε μπουζούκια. Τι ξύλο δουλεύεις; Καρυδιά; Και τέτοια. Και μου λέει: Ελα στην Ξάνθη. Τραγουδάω, του λέω. Δεν μπορώ να αφήσω το μαγαζί, υπάρχουν άνθρωποι γύρω μου, του απαντώ. Και μου λέει τότε: Πρόσεχε, μικρέ, μη σε κάνουν γυαλιστερό. Εκείνη τη στιγμή έκλεισε ο διακόπτης για μένα, είπα γεια σας. Δεκαοκτώ χρόνια, ούτε ξέρω πώς περάσανε!

Επανήλθατε με τους Onirama.

Χάριν του γιου μου. Μου λέει: Θα έρθει σπίτι ένας φίλος που σε θαυμάζει. Ηταν ο Μαραντίνης. Και με κάλεσαν να εμφανιστώ. Ηρθαν εδώ, έφεραν τα όργανα και μου άρεσε η ιδέα.

Φέτος ήσασταν σεζόν με τη Νατάσα Θεοδωρίδου και τον Πέτρο Ιακωβίδη στο Teatro.

Ηταν πάρα πολύ όμορφα. Η καλύτερη συνεργασία που έχω κάνει ποτέ. Η Νατάσα ήταν καταπληκτική σε όλα της. Τον Πέτρο τον θεωρώ δυνατό λαϊκό ταλέντο. Περάσαμε υπέροχα. Να σου πω κάτι ακόμη για το κέντρο: υψηλός επαγγελματισμός και αισθητική.

Με το σχέδιο επίπλου ασχολείστε;

Ο ανιψιός μου ο Γιώργος που σπούδασε Ιταλία. Αν εγώ ήμουν οκτώ ταλέντο, ο Γιώργος είναι δέκα. Γράφει και τραγούδια. Πιο συμβουλευτικά κινούμαι πια.

Πιστεύετε;

Αν δεν πίστευα, πώς θα τα ‘χα καταφέρει;

Πώς ζείτε;

Πέντε το πρωί είμαι όρθιος. Στο γραφείο μου.

Πάτε Πειραιά για καφέ;

Κάθε μέρα.

Πού γεννηθήκατε;

Η γειτονιά μου ήταν στην Κόνωνος. Λιμάνι. Αγιος Διονύσης. Μια γειτονιά όλο αποθήκες. Το πατρικό μου ήταν ένα διώροφο με αυλή, ορτανσίες. Γύρισα ύστερα από πολλά χρόνια και έγραψα το Κυριακή απόγευμα που είπε ο Βασίλης Λέκκας στο Φεστιβάλ Κέρκυρας.

Που διηύθυνε ο Χατζιδάκις.

Ο Χατζιδάκις ήθελε να το πω εγώ. Είχα ένα συγκρότημα, έπρεπε να πάω στη Θεσσαλονίκη. Ο Γκάτσος με ρώταγε για τους στίχους, ποια είναι η γειτονιά αυτή;

Εγώ νόμιζα πως γεννηθήκατε στη Δραπετσώνα.

Την αγάπησα τη Δραπετσώνα. Κόλλησα. Φίλους, γυναίκες, ταβέρνες.

Και αποτυπώσατε στο ομώνυμο τραγούδι μια εργατική τάξη που δεν υπάρχει σήμερα.

Εργάτης ήμουν κι εγώ. Μου άρεσαν οι εικόνες, τις είχα δει στον Παζολίνι. Χαράχτηκαν οι εικόνες. Να παίζουν μπαρμπούτι οι λαϊκοί άνθρωποι. Να τρώνε πιροσκί. Απλές ιστορίες ανθρώπων. Αυτά είναι τα τραγούδια μου.