Δεν αιφνιδιάστηκα, ούτε και παραξενεύτηκα γιατί το νοτιοκορεάτικο φίλμ «Παράσιτα» σάρωσε τα περισσότερα Όσκαρ στη φετινή αναμέτρηση αρκετών υποψήφιων για βράβευση ταινιών.

Την αρνητική τύχη του φαβορί, για αυτή την πρωτιά, δηλαδή του «Τζόκερ» την είχα προβλέψει. Και σε όλες τις φιλικές συζητήσεις τόνιζα με έμφαση, ότι ο ασύγκριτος και ανεπανάληπτος Χοακίν Φίνιξ, ως πρωταγωνιστής σ’ αυτό το φιλμ, θα αποκοπτόταν από τον ομφάλιο λώρο της υπέροχης σκηνοθεσίας και του δραματικού σεναρίου της ίδιας ταινίας και θα βραβευόταν για την ερμηνεία ενός κινηματογραφικού έργου… «δεύτερης» κατηγορίας, σύμφωνα με τους συμβιβασμούς των κριτών.

Κάπως έτσι ζήσαμε όλοι, στη φετινή βράβευση με τα Όσκαρ, έναν αιφνιδιασμό για ένα πράγματι αξιόλογο νοτιοκορεατικό έργο, που όμως κατά τη γνώμη μου, υστερούσε σημαντικά έναντι του «Τζόκερ», τόσο για την υπόθεσή του, το σενάριο, τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες του, όσο κυρίως για τα κοινωνικά του μηνύματα.

Το «Τζόκερ» αναδεικνύεται, μέσα από τη μεγάλη οθόνη, ως η πιο δραματική και ανελέητη καταγγελία του πολλαπλού κοινωνικού μπούλινγκ που μαστίζει όλες τις ηλικίες, τα φύλα, τις επαγγελματικές ιδιότητες, τόσο στις υπερδυνάμεις όσο και στις περιφερειακές κοινωνίες.

Τα «Παράσιτα» περιορίζουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο σε καθαρά επίπεδο ταξικών διαφορών, στη νοτιοκορεατική κοινωνία.

Οι συντελεστές του νοτιοκορεάτικου φιλμ ‘Παράσιτα’ επικέντρωσαν τη δημιουργία τους σε περιορισμένης εμβέλειας κοινωνικο-πολιτικά μηνύματα, σε σύγκριση με τον «Τζόκερ».

Και στα δύο φιλμ διαφοροποιείται η εξέγερση και η εκδίκηση των αδικημένων και καταπιεσμένων. Και συγκεκριμένα, στο «Τζόκερ», με μια προσωπική ένοπλη φονική αντεπίθεση του θύματος του μπούλινγκ (Χοακίν Φίνιξ) κατά των βασανιστών του, που εξελίσσεται σε χρόνο ρεκόρ σ’ ένα παλλαϊκό ξεσηκωμό ανάμεσα σε καπνούς και φωτιές. Ενώ στα «Παράσιτα» η αντεπίθεση στην ταξική διάκριση, περιορίζεται στη βίαιη και αιματηρή διάλυση ενός νεοπλουτικού πάρτι από τους οικιακούς υπηρέτες μιας ζάπλουτης οικογένειας.

Με λίγα λόγια: Τα μηνύματα του «Τζόκερ» είναι εξόχως οικουμενικά και ο επαναστατισμός τους δεν περιορίζεται στη σύγκρουση δούλου και αφέντη.

Ξεσηκωμός ενάντια στα μπούλινγκ

Τι επομένως ώθησε τους κριτές των υποψηφίων, για Όσκαρ ταινίες, στον παραγκωνισμό του «Τζόκερ» και στην πριμοδότηση των «Παράσιτων»; Κατά την άποψή μου το εύρος των «ενοχλητικών» στο αμερικανικό κατεστημένο μηνυμάτων στα δύο κινηματογραφικά έργα. Γιατί άραγε;

Ίσως διότι το «Τζόκερ» χτυπάει περισσότερο στο ψαχνό: Δηλαδή στον ατιμώρητο από τις διωκτικές αρχές εθιμικό κανόνα του μπούλινγκ, που τον ζει όλη η διεθνής κοινωνία.

Να θυμίσουμε το βρωμερότερο και μέχρι στιγμής ατιμώρητο φονικό μπούλινγκ εναντίον του φοιτητή της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων Βαγγέλη Γιακουμάκη; Ή αμέτρητα άλλα μπούλινγκ που τα καλύπτει η αφ’ υψηλού προστατευόμενη Μεσογειακή ομερτά; Άλλοτε στη Μακεδονία άλλοτε στα νησιά και την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα… Κυρίως όμως στα σχολεία, που υποτίθεται ότι διαπλάθουν ψυχές…

Το «Τζόκερ» σε μια από τις σκηνές του κινηματογραφικού έργου δεν δείχνει τα πελώρια τραπεζομάχαιρα που ξεσκίζουν με τα χέρια των υπηρετών τα στήθια των αφεντικών τους, στα προσφιλή άλλωστε αιματηρά κινηματογραφικά δρώμενα του απωανατολικού κινηματογράφου…

Το «Τζόκερ» δείχνει καπνούς και φωτιές και υψωμένα χέρια ενός ξεσηκωμένου πλήθους (από μακριά ζωντανεύει η φωνή του Διονύση Σαββόπουλου: «Η πλατεία ήταν γεμάτη απ’ το νόημα που’ χει κάτι απ’ τις φωτιές…»).

Αυτές ακριβώς οι φωτιές και οι καπνοί, χωρίς τα μακελειά, είναι και η αφύπνιση των συνειδήσεων ακόμη και των πιο ήπιων ειρηνιστών. Είναι το σκελετωμένο κορμί του Μαχάτμα Γκάντι, η μορφή του Μπέρνταντ Ράσελ, του Γρηγόρη Λαμπράκη, του Ρήγα Φεραίου, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή του Πατρίς Λουμούμπα. Κάποιων ψυχών που μαρτύρησαν με στήθια ανοιχτά, αλλάζοντας τυραννικά καθεστώτα και ανατρέποντας γιατί όχι και αυτοκρατορίες…