Η περίοδος αυτή που διανύει ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι εξαιρετικά δημιουργική για τον ίδιο. Από τη μία, έχει κάνει τησκηνοθεσία στην παράσταση «Αρίστος» που παρουσιάζεται στο θέατρο του Νέου Κόσμου κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Το βραβευμένο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη με κεντρικό θέμα τη ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, του φερόμενου ως «Δράκου του Σέιχ Σου», μεταφέρθηκε στη σκηνή για δεύτερη σεζόν με πρωταγωνιστές τους Έλενη Ουζουνίδου, Μιχάλη Οικονόμου και Γιώργο Χριστοδούλου.

Παράλληλα, ο Παπαγεωργίου σκηνοθετεί και την παράσταση «Επιθεωρητής» που ανεβαίνει στο Skrow Theater επίσης κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Μαζί με 5 ηθοποιούς και έναν μουσικό επί σκηνής, κρατώντας ως άξονα το έργο του Νικολάι Γκόγκολ και την γνωστή ιστορία του Ρώσου απατεώνα Χλεστιακόβ και την έλευσή του στη μικρή επαρχιακή πόλη της Ρωσίας, δημιουργούν έναν φαντασιακό κόσμο, χρησιμοποιώντας υλικά από το χώρο των καμαρινιών ενός θιάσου, σε μία προσπάθεια αφηγηματικής απεικόνισης της φαρσοκωμωδίας, με τη βαθιά κριτική που ασκεί το ίδιο το έργο στους μηχανισμούς της απάτης.

Υποκριτικά, ο Παπαγεωργίου παίζει τον ποιητή Φανφάρα στο «Ξύπνα Βασίλη» στο Εθνικό θέατρο σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη. Τέλος, στον ελάχιστο ελεύθερό του χρόνο, κάνει εμφανίσεις με το συγκρότημά του, τους Polkar στο Σταυρό του Νότου κάθε Σάββατο ερμηνεύοντας indie λαϊκά, πομπώδη ρετρό, βαλκανικές χαλκομανίες και τραγούδια για «όλα όσα θα αρχίσουν» και για αυτούς που πιστεύουν ότι «Η αγάπη χρόνια δεν κοιτά».

Ο πολυσχιδής καλλιτέχνης μιλάει στα «Νέα» για τις σκηνοθετικές του δουλειές αλλά και για την νέα του περιπέτεια στο πεντάγραμμο.

1. Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση «Αρίστος»; Τι σας ιντρίγκαρε στην ιστορία του Παγκρατίδη;

Η αρχή έγινε όταν διάβασα το βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου”. Ήταν πριν από έξι χρόνια και ομολογώ ότι ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. Στη συνέχεια ήρθε μία προσωπική έρευνα για την ζωή του Αριστείδη Παγκρατίδη, όπου εκεί άρχισα να εμπλέκομαι τόσο με την ιστορία του όσο και με τα μέρη στη Θεσσαλονίκη που έζησε. Ο Παγκρατίδης είναι ένα φάντασμα για την πόλη, ο δε θρύλος του “Δράκου του Σειχ Σου» αποτελεί ακόμα και τώρα μια μνήμη που αισθάνεσαι ότι δεν ησύχασε ποτε.

2. Τι έρευνα χρειάστηκε να κάνετε για το στήσιμο των ηρώων και της υπόθεσης γενικότερα;

Εκτός από το βιβλίο του Θωμά μελετήσαμε τόσο την δικογραφία όσο και το αρχειακό υλικό που προέκυψε μέσα από ρεπορτάζ της εποχής, πρωτοσέλιδα εφημερίδων, μαρτυρίες που έλαβαν χώρα κατά την ανάκριση. Όσον αφορά τη δουλειά πάνω στο

ηθοποιούς, ήθελα οπωσδήποτε να αποφύγουμε το χτίσιμο μίας εξωτερικής κατασκευής, αλλά μόνο μέσω σωματικών μεταμορφώσεων αφηγηματικής λειτουργίας και υποκριτικού κώδικα να έχουμε μπροστά μας αυθεντικούς λαϊκούς τύπους. Και όταν λέμε αυθεντικούς εννοώ τουλάχιστον “ειλικρινείς”.

3. Γιατί επιλέξατε τόσοι ρόλοι να αποδοθούν από 3 μόνο πρόσωπα;

Η διασκευή που υπογράφεται από την Θεοδώρα Καπράλου, κινήθηκε στον άξονα τριών ερμηνευτών που μέσω της αναπαραστατικής λειτουργίας, μας μυούν όχι μόνο σε πρόσωπα ρόλους αλλά κι σε ερμηνευτές που διαχειρίζονται το αρχειακό υλικό ώστε η παράσταση να λειτουργεί και ως θέατρο – ντοκουμέντο. Άρα τα υποκριτικά μας εργαλεία ήταν δύο άντρες, μία γυναίκα και ένας μουσικός επί σκηνής.

4. Μέσα από την αφήγηση, τι προφίλ σκιαγραφείτε για τον Παγκρατίδη; Είναι κοντά ή μακριά από το αντίστοιχο που του έχτισε ο τύπος και η κοινωνία της εποχής;

Δεν προσπαθώ να κάνω ήρωα τον Παγκρατίδη. Δεν είναι αυτός ο στόχος της παράστασης. Στην παράσταση σκιαγραφείται το προφίλ ενος ανθρώπου που έζησε στο περιθώριο, έντονα και απόλυτα. Ο Αριστείδης ήταν ένα “ρεμάλι της κοινωνίας”. Χασικλής, πότης, αρσενική πόρνη, παιδί για θελήματα, λούμπεν.

5. Παίρνετε θέση τελικά για το αν έκανε αυτός όλες τις κατηγορίες που του αποδίδουν;

Η πρόθεση της παράστασης είναι η “τοποθέτηση” της λαϊκής κοινής γνώμης, όπως και των μαρτυριών καθώς και των στοιχείων που οι επίσημες δικαστικές αρχές απέρριψαν, στο “τραπέζι των ντοκουμέντων”. Παράλληλα ο θεατής βλέπει μέσω των ηθοποιών να “παρελαύνουν” μπροστά του πρόσωπα (του περιθωρίου κυρίως) της Θεσσαλονίης του ’60 τα οποία τοτοθετούνται υπέρ ή κατά του “Αρίστου”. Ο στόχος όλων αυτών δεν είναι φυσικά η επανεξέταση της δίκης του “Δράκου του Σέιχ Σου” , αλλά το ανθρώπινο κομμάτι ενός αγοριού 28 χρονών που λίγο πριν εκτελεστεί φώναξε “μανούλα μου γλυκιά, είμαι αθώος”.

6. Στο στήσιμο της παράστασης, μένετε σε πραγματικά στοιχεία ή έχετε δώσει και την απαραίτητη δόση μυθοπλασίας;

Υπάρχει χρήση πραγματικών ντοκουμέντων και υλικό μυθιστορηματικό όπως αυτό προκύπτει από το βιβλίο του Θωμά και τη διασκευή της Θεοδώρας. Η χρήση ειδικών props εποχής γίνεται ώστε υπαινικτικά ο θεατής να αφουγκραστεί την εποχή που αφηγούμαστε.

7. Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση «Ο επιθεωρητής»;

Από μια ανάγκη συνεργασίας αρχικά. Θέλαμε πολύ να δουλέψουμε μαζί με τον Πάνο Παπαδόπουλο σε κάτι που να μας αφορά από κοινού και έτσι μετά από έρευνα καταλήξαμε στον “Επιθεωρητή” του Νικολάι Γκόγκολ. Είναι μια σπουδαία κωμωδία. Όμως μέσα από συζητήσεις με τον Πάνο, τους συνεργάτες μου (ακόμα και της ψυχοθεραπεύτριας μου) εντόπισα το λόγο να ανέβει αυτό το έργο τώρα, ή έστω να ανέβει έτσι.

8. Γιατί επιλέξατε να δείτε ένα σχεδόν κλασικό έργο ως μια ερωτική ιστορία;

Γιατί κάτω από την φαρσοκωμωδία του “Επιθεωρητή” υπάρχει κάτι που με αφορά πολύ προσωπικά. Και αυτό είναι η αναζήτηση της προσωπικής ουτοπίας των ηρώων του Γκόγκολ, η ανάγκη τους να πιστέψουν σε μια ψευδαίσθηση και εν τέλει να “ερωτευθουν” μια πλάνη.

9. Το στοιχείο των καμαρινιών ενός θιάσου πώς εμπλέκεται στην παράσταση; Πώς λειτουργεί;

Τα φανερά καμαρίνια στους θεατές μαζί με το πάλκο που στήνεται κάτω από αυτά, λειτουργούν ως οριοθέτηση του ¨φαντασιακού” πεδίου των ηρώων. Ο θεατρίνος ως οντότητα, είναι κατεξοχήν πλάσμα που δεν ζει στο παρόν, αλλά σε μια διαρκή φαντασίωση. Όλο αυτό γίνεται για να έρθει στο τέλος της παράστασης αντιμέτωπη η “φαντασίωση” με την πραγματικότητα. Και εγώ προσωπικά όπως και οι ήρωες του έργου, επιλέγω την φαντασίωση.

10. Η απάτη, με τη συμφιλίωση και την ψευδαίσθηση, βαδίζουν χέρι χέρι σ’ αυτήν την παράσταση. Γίνεται ίσως γιατί είναι συμπτώματα αυτά των σύγχρονων κοινωνιών μας;

Δεν μου αρέσει να σκέφτομαι “κοινωνικά” παρ’ όλο που θέλω να κάνω διαρκώς θέατρο που αφουγκράζεται αυτό που ζω. Επιλέγω όμως συνειδητά να σκέφτομαι “ατομικά” , όχι γιατί θεωρώ τον εαυτό μου κάτι σπουδαίο, απλά γιατί προτιμώ να συνομιλώ ως “ένας προς ένα”. Η συνομιλία με το “κοινωνικό σύνολο” κουράζει. Είναι σαν να προσπαθείς να συνομιλήσεις με το χάος.

11. Και τέλος, οι Polkar τι ρόλο έχουν στον καλλιτεχνικό σου βίο;

– Οι Polkar είναι για μένα (αλλά και για τους θεατές που έρχονται στις συναυλίες μας) το φάρμακο κατά της κατάθλιψης. Δες το σαν “μουσικό ζάναξ”. Η πρόθεση μου στη δημιουργία αυτής της μουσικής μπάντας είναι μέσω του balkan, allegro ήχου μας να δημιουργείται ένα πανηγύρι όπου να μπορώ να μπαίνω στη συναυλία ¨κάπως” και να βγαίνω “αλλιώς”. Και αυτό παθαίνουν και οι άλλοι. Εντάξει οι περισσότεροι βγαίνουν και πιωμένοι. Αλλά αγαπιόμαστε και τραγουδάμε παρέα στο φινάλε.