Μόλις σβήνουν τα φώτα και το σκοτάδι πέφτει στην αίθουσα, οι ψίθυροι που ακούγονταν από την πλευρά του κοινού καλύπτονται από ένα έντονο ποδοβολητό που φτάνει από τη σκηνή. Η αυλαία ανοίγει σιγά σιγά αλλά ένα πέπλο καπνού έχει σκεπάσει ό,τι συμβαίνει πίσω της και μέσα στο σκοτάδι αχνοφαίνονται κάποιες φιγούρες που κινούνται γρήγορα. Επειτα από λίγα λεπτά οι προβολείς ανάβουν για να φανερωθούν οι χορευτές που τρέχουν σε κύκλο, άλλοτε με άγαρμπες κινήσεις και άλλοτε πιο συντονισμένα, σαν να θέλουν να γλιτώσουν. Σταδιακά ρίχνουν τον ρυθμό τους ώστε μπροστά να βγουν πέντε σώματα τα οποία χωρίς να παίρνουν πόζες ή να στήνονται στο χώρο αφήνονται σε συνεχείς «πτώσεις» και επιστροφή στην όρθια θέση. Υπό το βλέμμα των 20 άλλων χορευτών που πέφτουν στο έδαφος και μοιάζουν σαν να μεταμορφώνονται σε βράχους. Οι τελευταίοι ήταν οι 20 ερασιτέχνες χορευτές από την Καλαμάτα που επιστράτευσε ο χορογράφος Σάρον Φρίντμαν για τις ανάγκες της παράστασής του «Free Fall», η οποία άνοιξε το βράδυ της Παρασκευής το 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού της μεσσηνιακής πρωτεύουσας.

Στην πρώτη χρονιά της καλλιτεχνικής διεύθυνσης της Λίντας Καπετανέα, ο ισπανός δημιουργός με την ομάδα του επιφύλαξε για το κοινό μια ενδιαφέρουσα χορογραφία που αναδείκνυε την πτώση, την καθετότητα, την επαφή και την ώθηση. Οι πέντε χορευτές του που συνέπραξαν με τους ντόπιους ερασιτέχνες επιδόθηκαν σ’ έναν φαύλο κύκλο χωρισμών και επανενώσεων των σωμάτων τους, δημιουργώντας ισχυρές εικόνες για την πτώση και την ουτοπία. Η κάθε πτώση λειτουργούσε ως αφετηρία στη συνέχεια συνεχών κινήσεων όπως πετάγματα στον αέρα ή επαφές με το έδαφος και ένα παιχνίδι με τα όρια της σταθερότητας. Σημείο αναφοράς κάθε φορά ήταν η σύνδεση των σωμάτων που άλλοτε ήταν το βαρίδι για να κρατήσει πίσω κάποιον χορευτή, είτε απελευθέρωνε για να πάει το σώμα του ακόμα παραπέρα. Παραπέρα, σ’ έναν χώρο που φανερώθηκε στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Εναν τόπο σχεδόν σεληνιακό και με κορμιά να αναδύονται μέσα από στρώματα καπνού, σαν να ζωντανεύουν ξανά, για να αγκαλιάσουν αυτή τη φορά τη δυναμική της φυσικής κίνησης που καθοδηγεί τα βήματά τους.

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ. Λίγο νωρίτερα από τον Φρίντμαν, στο στούντιο του Μεγάρου Χορού ο Ολιβιέ ντε Σαγκαζάν με την παράσταση «Transfiguration» επιχείρησε να αφηγηθεί την ιστορία της ανεκπλήρωτης επιθυμίας του γλύπτη να εμφυσήσει ζωή στο δημιούργημά του. Ντυμένος μ’ ένα κοστούμι και καθισμένος στο έδαφος ανάμεσα σ’ ένα βουνό από πηλό και δοχεία με νερό και χρώματα, κάλυπτε συνεχώς το κεφάλι του με τον πηλό. Θάβοντας έτσι τον εαυτό του και εξαλείφοντας την ταυτότητά του, της έδινε νέα υπόσταση, αφού με τα χέρια του έφτιαχνε κάθε φορά διαφορετικές μορφές. Γουρούνια, άλογα, πουλιά, σκυλιά και δαίμονες, δυσνόητες συχνά μορφές που διακοσμούνταν με χρώματα, άχυρα και βαμβάκι, πάντα πάνω στο πρόσωπό του, τον έκαναν να μοιάζει μ’ ένα ζωντανό αλλά συχνά τρομακτικό έργο τέχνης. Η κορύφωσή του ήταν η μεταμόρφωσή του σε γυναίκα, όπου σκίζοντας τα ρούχα του, καλύπτοντας τα γεννητικά του όργανα με τον πηλό, μέσα σ’ έναν παροξυσμό κραυγών και χτυπημάτων με το σιδερένιο παραπέτασμα που ήταν πίσω του, κυοφόρησε και τελικά γέννησε το δημιουργικό του τέκνο. Η τελετουργία του έκλεισε μ’ έναν χορό αντίστοιχο με των Ινδιάνων γύρω από τη φωτιά που έβαλε ο ίδιος στο πρόσωπό του, σαν ένας ιδανικός παράφρων καλλιτέχνης.