Σημαντικές παραλείψεις ως προς την διαχείριση του στόλου του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών Θεσσαλονίκης (ΟΑΣΘ) από την προηγούμενη διοίκηση διαπίστωσε η σημερινή μεταβατική διοίκηση του Οργανισμού, η οποία παρουσίασε, σε συνέντευξη Τύπου, τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα της απογραφής και της έρευνας που έχει ξεκινήσει, προκειμένου να διαπιστώσει την λειτουργικότητα και τις ανάγκες που υπάρχουν. Μάλιστα, ο πρόεδρος του ΟΑΣΘ, Στέλιος Παππάς, υποστήριξε ότι ο στόλος των λεωφορείων ήταν αντικείμενο μίας ιδιότυπης διαχείρισης, η οποία έχει δημιουργήσει σοβαρά ερωτήματα σε σχέση με την ανάγκη διαφανούς αξιοποίησης των πάγιων στοιχείων του οργανισμού, ενώ άφησε υπονοούμενα για μερίδα μετόχων και εργαζομένων που συνδέονται με το καθεστώς της προηγούμενης διοίκησης και έχουν «επιλεκτική συγγένεια με πρόσωπα της τότε κυβέρνησης, που έχουν όνομα και επίθετο».

Από την απογραφή προκύπτει ότι η νέα διοίκηση παρέλαβε έναν στόλο λεωφορείων σε πρόωρη γήρανση, που σε μεγάλο βαθμό δεν υποβάλλονταν σε συντηρήσεις, ή ανατάξεις, για διάστημα πολλών χρόνων, με αποτέλεσμα η πόλη της Θεσσαλονίκης να στερηθεί έναν σημαντικό αριθμό οχημάτων που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του πληθυσμού της, αλλά και να ζημιωθεί κατά εκατομμύρια ο ΟΑΣΘ από την μη αξιοποίησή του. Κατά την ίδια περίοδο που εκκρεμούσαν τέτοια θέματα διαχείρισης των λεωφορείων -παράλληλα με τους απλήρωτους εργαζόμενους- για τα έτη 2015-2017 είχαν καταβληθεί στους μετόχους του οργανισμού περί τα 36 εκατομμύρια ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, από την απογραφή που διενεργήθηκε από γραφείο ορκωτών ελεγκτών, εμφανίζονται 622 λεωφορεία, από τα οποία διαπιστώθηκε ότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση του κοινού μόνο τα 245, ακόμη και αυτά με σημαντικά προβλήματα (σημειώνεται ότι σήμερα κυκλοφορούν στην πόλη 350 οχήματα). Σύμφωνα με άλλη επιτροπή που ορίστηκε για να καταμετρήσει τα ποσοστά ακινησίας του στόλου, για το διάστημα από 25/7/2017 έως 31/1/2018, χάθηκαν 47.446 μέρες κυκλοφορίας των λεωφορείων (προσθετικά για το κάθε όχημα). Από έγγραφα, δε, των διευθύνσεων του ΟΑΣΘ, την τελευταία περίοδο πριν την ανάληψη καθηκόντων της σημερινής διοίκησης, διαπιστώθηκε μακροχρόνια έλλειψη προληπτικής συντήρησης, ελλείψεις ανταλλακτικών και δυσκολίες προμηθειών, εξαιτίας των χρεών προς τους προμηθευτές, έλλειψη τεχνιτών για την συντήρηση και καθυστέρηση της διαδικασίας προμήθειας και ανανέωσης του ηλεκτρονικού εξοπλισμού των αμαξοστασίων.

«Την ίδια περίοδο που οι εργαζόμενοι παρέμεναν απλήρωτοι για τα έτη 2015, 2016 και 2017 είχαν καταβληθεί στους μετόχους 35,9 εκατομμύρια ευρώ. Γιατί; Ποια είναι η προτεραιότητα, αυτό είναι ένα ζήτημα προτεραιότητας» είπε ο κ.Παππάς και πρόσθεσε ότι η σημερινή διοίκηση προχώρησε και σε μία ακόμη ιστορική διαδρομή στη διαχείριση του στόλου, από την οποία προέκυψαν και άλλα στοιχεία, που εγείρουν ερωτήματα ως προς τις επιλογές της προηγούμενης διοίκησης, και για αυτό η συγκεκριμένη έρευνα θα συνεχιστεί.

Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι λεωφορεία που είχαν αποσβεστεί λογιστικά, ηλικίας 12 ή 15 ετών, εκποιήθηκαν είτε ως λειτουργικά (πώληση σε ΚΤΕΛ και αυτοκινητιστές) ή ως άχρηστο υλικό (scrap), «μεγάλο μέρος του οποίου σε έναν αγοραστή». Πιο ειδικά, στην περίοδο 2000-2016 εκποιήθηκαν- αποσύρθηκαν από τον ΟΑΣΘ 399 λεωφορεία, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων (80%) ήταν ηλικίας 12 ετών. Σύμφωνα με τον Στέλιο Παππά, από την συνεργασία με την ΕΛΒΟ διαπιστώθηκε ότι τα συγκεκριμένα οχήματα θα μπορούσαν να αναταχθούν και να προσφέρουν, τουλάχιστον για μία τριετία (εγγυημένη) ή και περισσότερο, τις υπηρεσίες τους, με ένα μέσο κόστος 15.000 ευρώ ανά λεωφορείο. «Αυτό σημαίνει ότι ο στόλος (399 που αποσύρθηκαν) θα κόστιζε 6 εκατομμύρια ευρώ, προσφέροντας πάνω από 360.000 μέρες εργασίας, αν αξιοποιούνταν. Αν υπολογίσουμε ότι το κάθε λεωφορείο προσφέρει έσοδο 500-600 ευρώ ημερησίως, αυτό σημαίνει ότι θα μπορούσαν να αποφέρουν στην τριετία 180-220 εκατομμύρια ευρώ. Αντί αυτής της επιλογής επελέγη η εκποίηση. Όμως αυτή η επιλογή δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Ήταν ένα πρόβλημα επιχειρηματικής διορατικότητας ή κάτι άλλο;» αναρωτήθηκε ο πρόεδρος του ΟΑΣΘ, και ξεκαθάρισε ότι τα ερωτήματα αυτά αναμένεται να απαντηθούν στο μέλλον. «Τα λεωφορεία που έχουν περάσει από τον οργανισμό ξεπερνούν τα 1.000 και πρέπει να τα δούμε ένα προς ένα, καθώς και εάν αυτές οι συναλλαγές ήταν διαφανείς ή όχι» τόνισε.