Με θεματολογία που αντλείται από τη σύγχρονη, ως προς τη συγγραφή της, Ιστορία, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία, γράφτηκε το 472 (π.Χ.), μόλις οκτώ χρόνια μετά την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα (480 π.χ.). Αυτή ακριβώς η ήττα μαζί με την οδύνη τους βρίσκονται στο επίκεντρο του έργου, όπου ο Αισχύλος καταγράφει τη νίκη των Ελλήνων από την πλευρά των ηττημένων. Είναι οι ίδιοι οι Πέρσες που αποκαλύπτουν το μέγεθος της συμφοράς τους, που αναγκάζονται να παραδεχτούν τα λάθη τους. Οι νικητές απέφυγαν έτσι να εκτεθούν στους πανηγυρισμούς από τα επινίκια.

Ο Αισχύλος, που πήρε μέρος στους Περσικούς Πολέμους, μεγαλουργεί με τους «Πέρσες». Ακολουθώντας τη φιλοσοφία τού «μέτρον άριστον» παραδίδει στα χέρια του κοινού ένα έργο που αποφεύγει την έπαρση και την αλαζονεία. Χωρίς να μειώσει την αξία της νίκης των Ελλήνων, τους προστατεύει από την Υβρι…

Με τον Χορό των Περσών να πρωταγωνιστεί στη συγκεκριμένη τραγωδία, τους Γέροντες Αρχοντες, η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στο παλάτι του Ξέρξη. Τέσσερα είναι τα πρόσωπα του έργου: Η Ατοσσα, η βασίλισσα, σύζυγος του Δαρείου και μητέρα του Ξέρξη, ο Ξέρξης, το φάντασμα του Δαρείου και ο Αγγελιοφόρος.

Με αφετηρία τη μουσική, τους ήχους, τον ρυθμό, ο Αρης Μπινιάρης, σκηνοθέτης της νεότερης γενιάς, καταπιάνεται με το κορυφαίο έργο του αρχαίου δράματος. Στις αποσκευές του, μεταξύ άλλων, το εξαιρετικό «Θείο τραγί» του Σκαρίμπα και οι πρόσφατες «Βάκχες». Αλλωστε για τον ίδιο το είδος είναι ένα κατ’ εξοχήν μουσικό, με σύμβολα και αρχέτυπα πέρα από κάθε έννοια χώρου και χρόνου.

Στην ουσία, με τους «Πέρσες» ο Μπινιάρης καταθέτει μια πρόταση, όπου το μέτρο, ο ρυθμός και η κίνηση υπαγορεύουν τόσο τον υποκριτικό κώδικα όσο και την ταυτότητα τελικά της παράστασης. Αγνά υλικά σε σωστές δόσεις.

Με τη δοκιμασμένη από τον Κάρολο Κουν μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά και την αρωγή του φιλολόγου Θεόδωρου Στεφόπουλου το κείμενο των «Περσών» ευτυχεί, καταρχήν, επί σκηνής. Λόγος καθαρός, ποιητικός, πλήρης, με αποκορύφωμα τα εκατό ονόματα των πεσόντων Περσών που ακούγονται όλα, ένα-ένα.

Μέσα στο ενδιαφέρον σκηνικό σύμπαν του Κωνσταντίνου Λουκά, ο Χορός των Περσών δεσπόζει με τη θεατρικότητά του, μέσα στην αυστηρή δομή του –ανάμεσά τους και ο σκηνοθέτης-ηθοποιός.

Ο Νίκος Ψαρράς ως φάντασμα του Δαρείου καταθέτει μια ειλικρινή ερμηνεία τού τσακισμένου ηγέτη. Ο Χάρης Χαραλάμπους ξεχωρίζει ως Αγγελιαφόρος, συνδυάζοντας την αμεσότητα με τον λυρισμό. Λιγότερο πειστικός ο Ξέρξης του Αντώνη Μυριαγκού, μοιάζει ανένταχτος στο πνεύμα της παράστασης, κρατώντας μια απόσταση από τα γεγονότα και το ύφος του σκηνοθέτη.

Τέλος, με την Ατοσσα η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη καταθέτει στο αρχαίο δράμα μια κορυφαία στιγμή της: Δεν είναι μόνο η επίκληση που ξεπερνά τα ειωθότα. Είναι η πλήρης ερμηνεία που δεν αφήνει περιθώριο λάθους ούτε στην παραμικρή χειρονομία και καθιστά αυτή την Ατοσσα σημείο αναφοράς. Το έχω γράψει και θα το επαναλάβω. Η Καραμπέτη αποτελεί συνέχεια των μεγάλων τραγωδών, που στέκονται με σεβασμό και αφοσίωση απέναντι στη δουλειά τους. Με μέτρο και ακρίβεια, ξεπερνά κάθε φορά τον εαυτό της, αποδεικνύοντας ότι οι ρόλοι είναι μεγέθη –πάμε εμείς σε αυτούς και δεν έρχονται εκείνοι σε εμάς.

Μετάφραση:Παναγιώτης Μουλλάς

Σκηνοθεσία – μουσική δραματουργία:Αρης Μπινιάρης

Μετρική διδασκαλία:Θεόδωρος Στεφανόπουλος

Σκηνική:Κωνσταντίνος Λουκά

Κοστούμια:Ελένη Τζιρκαλλή

Παίζουν:Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Ψαρράς, Χάρης Χαραλάμπους, Αντώνης Μυριαγκός.

Χορός:Δαβίδ Μαλτέζε, Ηλίας Ανδρέου, Παναγιώτης Λάρκου, Κωνσταντίνος Σεβδαλής κ.ά.

Πού:Πάτρα (7/7), Ηράκλειο (10/7), Χανιά (13/7), Ρέθυμνο (16/7), Φιλίππους (21/7), Βεάκειο (25/7) και Ανδρο (28/7).