Το υγιές στόμα, που σημαίνει υγιή ούλα και υγιή δόντια, απομακρύνει τον κίνδυνο για καρδιοπάθειες και ιδιαίτερα την ενδοκαρδίτιδα. Τα μικρόβια του στόματος, ιδίως έπειτα από εξαγωγή δοντιού ή οποιαδήποτε αιματηρή οδοντιατρική πράξη, μπορεί να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος και να εγκατασταθούν πάνω στις βαλβίδες της καρδιάς ή στα ηλεκτρόδια βηματοδοτών – απινιδωτών και να δημιουργήσουν ενδοκαρδίτιδα. Συνηθέστερο υπεύθυνο μικρόβιο είναι ο στρεπτόκοκκος. Αποτέλεσμα της ενδοκαρδίτιδας είναι η καταστροφή μιας βαλβίδας, με συνέπεια όχι μόνο ανεπάρκεια της βαλβίδας αλλά πολλές φορές και ανεπάρκεια όλης της καρδιάς.

Παλαιότερα, πριν από την αποκάλυψη των αντιβιοτικών, η επιπλοκή αυτή ήταν κατά κανόνα θανατηφόρα. Σήμερα όμως με τα σύγχρονα αντιβιοτικά η ενδοκαρδίτιδα μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία, αρκεί να αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Ευαίσθητοι για να προσβληθούν από ενδοκαρδίτιδα είναι οι άρρωστοι που πάσχουν από στένωση ή ανεπάρκεια των βαλβίδων ή από οποιαδήποτε άλλη εκ γενετής καρδιοπάθεια, τις λεγόμενες συγγενείς καρδιοπάθειες. Γενικότερα, οποιαδήποτε βλάβη του εσωτερικού τοιχώματος της καρδιάς, που λέγεται ενδοθήλιο, μπορεί να αποτελέσει εστία εγκατάστασης μικροβίων.

Πρόσφατα, μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επίσημο περιοδικό του Αμερικανικού Κολεγίου Καρδιολογίας (JACC) υποστηρίζει ότι ακόμη και ασυμπτωματικές βλάβες των βαλβίδων εκ γενετής, όπως είναι η δίπτυχη βαλβίδα της αορτής και η πρόπτωση της μιτροειδούς βαλβίδας, αποτελούν ευαίσθητες περιοχές για την εγκατάσταση μικροβίων και μάλιστα στις περιπτώσεις αυτές η προληπτική χρήση των αντιβιοτικών έχει απόλυτη ένδειξη.

Η προληπτική χορήγηση αντιβιοτικών εφάπαξ 2 ώρες πριν από οποιαδήποτε αιματηρή οδοντιατρική επέμβαση είναι αναγκαία και επιβεβλημένη. Η αμοξυκιλλίνη και τα παράγωγά της θεωρείται το φάρμακο πρώτης εκλογής.

Ο πυρετός, ακόμη και πυρέτιο με ρίγος, έπειτα από οποιαδήποτε αιματηρή επέμβαση πρέπει να στρέψει τη σκέψη σε ενδοκαρδίτιδα. Ομως επί αποτυχίας της φαρμακευτικής θεραπείας συνιστάται η χειρουργική επέμβαση και η αντικατάσταση της πάσχουσας βαλβίδας ή η αφαίρεση των ηλεκτροδίων σε περίπτωση που η διάγνωση της ενδοκαρδίτιδας επιβεβαιώνεται με ηχωκαρδιογράφημα.