Μου διηγήθηκε η Ελένη Ευαγγελοδήμου τις σκηνές που, τόσο παραστατικά, περιγράφει παραπάνω. Κωμωδία πανικού –και δεν ξέρω καν αν υπάρχει τέτοιος όρος. Είναι σκηνές που, με τις ανάλογες προσαρμογές, επαναλαμβάνονται κάθε τόσο σε δημόσιους χώρους. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν πά’ να μιλάμε σε smartphones, να ανακαλύψαμε τη Λυρική Σκηνή και να ξεχωρίζουμε με κλειστά μάτια τον λούνγκο από τον στρέτο εσπρέσο; Οι παιδικές ασθένειες μιας κοινωνίας που αστικοποιήθηκε βιαστικά και άτσαλα έγιναν χρόνιες παθήσεις. Και σε όσα περιγράφει η συνάδελφος αποτυπώνονται ανάγλυφα οι σύγχρονες παθογένειές μας.

Μία από τις ρίζες του κακού είναι η αίσθηση πως οι δημόσιοι χώροι ή ό,τι αφορά τη δημόσια ωφέλεια και εξυπηρέτηση ανήκουν στον καθένα από μας ξεχωριστά. Είναι το βιλαέτι μας όπου μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Μετά, είναι η διάχυτη καχυποψία, αυτή που μας φέρνει στις ψηλές θέσεις σε παγκόσμιες έρευνες για το αν πιστεύουμε σε συνωμοσιολογίες. Και που, στην προκειμένη περίπτωση, γίνεται βεβαιότητα ότι στον μπροστινό μας –στο μετρό, στο πλοίο, σε οποιαδήποτε ουρά –κάτι δεν κάνει καλά. Γι’ αυτό κωλυσιεργεί και καθυστερεί και εμάς. Και ακόμη η αίσθηση ότι τα ξέρουμε όλα, δεν χρειάζεται να μας δείξει κάποιος. Θα μιλήσουμε στο μηχάνημα κι εκείνο θα μας απαντήσει. Γι’ αυτό δεν ζητάμε εύκολα βοήθεια, ενώ ακόμη δυσκολότερα τη δίνουμε στον συμπολίτη μας. «Γιατί να βοηθήσω την ηλικιωμένη που δυσκολεύεται να βγάλει το εισιτήριο; Πιο εύκολο μου είναι να τη βρίσω μέσα από τα δόντια μου».

Τέλος, είναι η κουλτούρα του τζάμπα. Πολλοί από αυτούς που χθες κατέκλυσαν το μετρό, πιθανότατα να χρησιμοποιούσαν ταξί αν δεν υπήρχε η απεργία. Τον ταξιτζή, βέβαια, θα το πλήρωναν. Το απρόσωπο μετρό όμως γιατί να το πληρώσουν; Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα το τζάμπα εκλαμβάνεται ως μαγκιά και επαναστατική πράξη. Εδώ, θα μου πείτε, ήθελαν να μας πείσουν ότι το «δανεικά κι αγύριστα» τεκμηριώνει αξιοπρέπεια.