Η μετάφραση ενός ποιητικού έργου είναι στην ουσία μια διπλή ποιητική πράξη. Η πρώτη, να αντιλαμβάνεται κανείς αυτό που λέει και αυτό που εννοεί ο ποιητής. Επίσης, με ποιους τρόπους το λέει και γιατί επιλέγει τους τρόπους αυτούς. Με άλλα λόγια, να ταυτίζεται με τον ποιητή την ώρα που δημιουργεί. Η δεύτερη, να αναπαράγει με πιστότητα και ακρίβεια, αλλά και με ανάλογους τρόπους, το συντελεσμένο ποιητικό γεγονός του πρωτοτύπου. Να αναπαράγει δηλαδή στο δικό του μεταφραστικό ιδίωμα τον ποιητικό κόσμο, και τον ποιητικό τρόπο, ενός άλλου δημιουργού. Πράξη απόλυτα δεσμευτική, και δύσκολη, σε σχέση με την ελευθερία, και την άνεση, της πρωτότυπης γραφής. Δυσκολία η οποία πολλαπλασιάζεται όταν όλα αυτά πρέπει να συναιρεθούν σε ένα.

Η μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού έργου είναι παράλληλα μια διπλή γλωσσική πράξη. Η πρώτη, να έχει κανείς βαθιά γνώση του αρχαίου ιδιώματος, του λεκτικού, της δομής, του τυπικού. Κυρίως, να μπορεί να παρακολουθεί, και να ανιχνεύει, την εσωτερική κίνηση και λειτουργία του. Η δεύτερη, να έχει επίσης βαθιά γνώση, και αίσθηση, του νεοελληνικού ιδιώματος. Και εδώ, να μπορεί να παρακολουθεί, και να επεξεργάζεται, τη ζωντανή δομή και λειτουργία του, καθώς μάλιστα πρόκειται για ιδίωμα ανοικτό και κινούμενο (και από την άποψη αυτή ιδεώδες για ενδογλωσσική μετάφραση). Χωρίς τη διπλή αυτή αίσθηση, και πράξη, δεν μπορεί να υπάρξει μεταφραστικό εγχείρημα με την αναγκαία πληρότητα και επάρκεια.

Η μετάφραση ενός αρχαίου αφηγηματικού ποιητικού έργου απαιτεί επιπλέον μιαν άλλη, ειδική και ουσιώδη, ιδιότητα. Να μπορεί κανείς να αφουγκράζεται, πίσω από τον γραπτό, την αιχμή και την κίνηση ενός προφορικού λόγου. Ενός λόγου ζωντανού και εκφωνητικού με συγκεκριμένο ακουστικό ύφος και ανάλογη ηχητική εκφορά. Στοιχεία τα οποία πρέπει να αναπαράγονται, ως δυναμικά εμβλήματα του αρχαίου εκφωνητικού κειμένου, και στο νεοελληνικό. Του οποίου επίσης πρέπει να υπάρχει ισχυρή ηχητική και ακουστική αίσθηση. Χωρίς και εδώ τη διπλή αυτή δυνατότητα δεν μπορεί να υπάρξει (μεταφρασμένο) νεοελληνικό κείμενο σε στοιχειώδη αντιστοιχία με το (μεταφραζόμενο) αφηγηματικό και εκφωνητικό αρχαίο.

Ο,τι προέχει σε μια μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού κειμένου είναι πρωτίστως ο χαρακτήρας της. Ο οποίος πρέπει να αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, και στόχο και προϋπόθεση. Το γνωστό δίλημμα «φιλολογική» ή «λογοτεχνική» είναι στην ουσία ψευδώνυμο και ατελέσφορο. Γιατί, για όσους το θέτουν, η μία υπονοεί καταναγκασμό και η άλλη ασυδοσία. Η μετάφραση είναι (πρέπει να είναι) μία. Στην οποία να συναιρούνται και η φιλολογική και η λογοτεχνική ιδιότητα. Καμιά μετάφραση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την αναγκαία φιλολογική ακρίβεια και πιστότητα. Διαφορετικά, ολισθαίνει στη διασκευή, κάποτε και στην παραχάραξη (τουλάχιστον στα σημεία). Εδώ πρέπει να προστεθούν ακόμη η ενάργεια, η σαφήνεια, η αμεσότητα. Από την άλλη, καμιά μετάφραση αρχαίου ποιητικού κειμένου δεν μπορεί επίσης να υπάρξει χωρίς την αύρα της λογοτεχνικής αποτύπωσης. Χωρίς δηλαδή την ένδυση της έννοιας, και της διάνοιας, του κειμένου με αδρούς λογοτεχνικούς εκφραστικούς τρόπους, λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικούς. Η σύζευξη και η συζυγία ακριβώς αυτή συνθέτουν, στην πράξη, τον ιδιόσημο χαρακτήρα του οποιουδήποτε μεταφραστικού εγχειρήματος.

Ο,τι προσδιορίζει περισσότερο τη μετάφραση ενός αρχαίου ποιητικού κειμένου είναι κυρίως το γλωσσικό της ιδίωμα, το λεκτικό και το ύφος της. Το νεοελληνικό μεταφραστικό ιδίωμα πρέπει να υποστηρίζει, και να υπηρετεί, το πρωτότυπο, όχι να το χρησιμοποιεί για αλλότριους σκοπούς και στόχους. Ιδεολογικούς και δημοτικιστικούς, όπως παλαιότερα, ιδιοπροσωπικούς και ιδιοποιητικούς, όπως συχνά σήμερα. Εδώ ισχύει (πρέπει να ισχύει) το αξίωμα: η μετάφραση για τη μετάφραση. Θέση και πρακτική η οποία επιτρέπει την περισσότερο αποτελεσματική και ευθύβολη επικοινωνία με το πρωτότυπο. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό κρίνεται αναγκαίο γλωσσικό ιδίωμα, στο οποίο να συναιρείται η υποκειμενική άρθρωση με την περιρρέουσα, και αντικειμενική, γλωσσική αίσθηση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει εδώ το μεταφραστικό Εγώ να μετατρέπεται, συχνά μάλιστα αυτάρεσκα, από υπο-κείμενο σε υπερ-κείμενο.

Η μετάφραση υπηρετεί ανάγκες ενός κλειστού καιρού και χρόνου, και από την άποψη αυτή φέρνει εγγενώς το στίγμα του πεπερασμένου. Σπάνια, και ανάλογα με τις δυνάμεις που εγκλείει, μπορεί να υπερβεί τον ιστορικό χρόνο και να αποκτήσει διάρκεια. Χωρίς τη συνείδηση αυτή και χωρίς αντικειμενικό γλωσσικό περίβλημα η μετάφραση καταλήγει σε ερμητισμό και γίνεται αυτοσκοπός.

Ο,τι χρωματίζει ιδιαίτερα μια μετάφραση είναι προπάντων οι μεταφραστικές θέσεις στα επιμέρους ζητήματα. Ειδικά για το αρχαίο ποιητικό κείμενο, οι θέσεις στα κύρια ονόματα, στα επίθετα, στα μόρια (πολύσημα, ενεργά στοιχεία του αρχαίου ποιητικού λόγου), και σε πολλά άλλα σχετικά. Θέσεις οι οποίες πρέπει να είναι σύμφυτες με τον χαρακτήρα και, κυρίως, με το οικείο μεταφραστικό ιδίωμα. Να εντάσσονται δηλαδή, με φαντασία και τόλμη, στο σύγχρονο εκφραστικό περιβάλλον, χωρίς να βιάζουν την εκφορά και την ιδιοσημία των αρχετύπων. Με δυνατότητες μάλιστα εδώ εμπλουτισμού του μεταφραστικού νεοελληνικού λόγου και από αυτούσιο υλικό του πρωτοτύπου. Παρόμοιες λύσεις, δραστικά επεξεργασμένες, διευκολύνονται από την εκφραστική συγγένεια των δύο ιδιωμάτων και εμπλουτίζουν καίρια τη σύγχρονη μεταφραστική εμπειρία. Από την άποψη αυτή, η μετάφραση γίνεται, και στην περίπτωση αυτή, μια πρωτότυπη δημιουργική πράξη […]

Η μετάφραση στο νεοελληνικό ιδίωμα ενός αρχαίου ποιητικού κειμένου είναι, αναμφισβήτητα, μια αυτόνομη δημιουργική, και εξίσου ποιητική, πράξη. Η οποία και αποτελεί, στην ουσία, προέκταση του πρωτοτύπου. Η προνομιακή ηχητική, ρυθμική και εκφραστική συγγένεια των δύο ιδιωμάτων, αρχαίου και νεοελληνικού, καθιστά ικανή μια τέτοια μετάφραση να υπερβαίνει, κατά πολύ, την απλή νοηματική απόδοση. Στην πράξη, γίνεται ένα δραστικό εργαλείο, με το οποίο μπορούν να γίνουν ορατοί, ευκολότερα, οι ποικίλοι εκφραστικοί και ποιητικοί τρόποι του πρωτοτύπου. Ωστόσο, οποιοδήποτε και αν είναι το εκφραστικό νεοελληνικό αποτύπωμα, η αντικατάσταση του πρωτοτύπου παραμένει ανέφικτη. Μια μετάφραση αρχαίου ποιητικού κειμένου υπάρχει μόνο δίπλα στο πρωτότυπο. Οχι επειδή έτσι δοκιμάζεται η αντοχή της, αλλά και επειδή έτσι λειτουργεί ως πραγματική προέκτασή του. Ο αρχαίος ποιητικός λόγος δεν είναι μόνο διδακτικός, είναι πρωτίστως λογοτεχνικός. Και όπως σε κάθε καλλιτεχνικό αποτύπωμα η οποιαδήποτε μεταφορά ή αναδημιουργία δεν αναιρεί, ούτε αντικαθιστά, και συνήθως δεν υπερβαίνει ποτέ την πρωτότυπη μορφή, έτσι και εδώ. Οσο αποτελεσματική και αν είναι μια μετάφραση, το πρωτότυπο, το αρχαίο πρωτότυπο, παραμένει πάντοτε μοναδικό και αναντικατάστατο· στην ουσία δεν «μεταφράζεται».

Ο Μ.Κ. Χατζηγιακουμής έχει μεταφράσει την «Οδύσσεια» (Κέντρο Ερευνών και Εκδόσεων, 2015) και έχει επιμεληθεί το «Ανθολόγιο Οδύσσειας» (Κέντρο Ερευνών και Εκδόσεων, 3 τόμοι, 2016). Για το σύνολο του φιλολογικού του έργου έχει διακριθεί με το Αριστείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών. Το παρόν σημείωμα αναδημοσιεύεται με την άδειά του από τα προλεγόμενα της «Οδύσσειας»