Αν κανείς τον γνωρίζει από την πρώτη του κιόλας δημιουργική περίοδο, από μυθιστορήματα όπως ο «Τσιμεντόκηπος», μπορεί και να τον θεωρεί γοητευτικά μακάβριο. Αν πάλι έχει δει απλώς την οσκαρική «Εξιλέωση» που βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του, μάλλον πιστεύει ότι έχει να κάνει με έναν οξυδερκή εξερευνητή του αισθήματος της ντροπής. Από την άλλη, το «Αμστερνταμ» που του χάρισε το βραβείο Μπούκερ ήταν μια σπουδή στις πιο δυσάρεστες πλευρές της ανδρικής ψυχολογίας.

Ισως λοιπόν σε αυτήν ακριβώς την πολλαπλότητα του Ιαν ΜακΓιούαν ως συγγραφέα οφείλεται η χτεσινή του συζήτηση με τον Χάρη Βλαβιανό στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα την τέχνη της μυθοπλασίας και τους τρόπους με τους οποίους ένας μυθιστοριογράφος επινοεί τον εαυτό του. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα πάντως, ο Βρετανός πήγε ένα βήμα παραπέρα: στο «Καρυδότσουφλο» πρωταγωνιστής είναι ένα φιλοπερίεργο έμβρυο, που παρατηρεί και ακούει τα πάντα μέσα από την κοιλιά της μητέρας του, Τρούντι, η οποία συνωμοτεί με τον εραστή της, Κλοντ, ώστε να δολοφονήσουν τον σύζυγό της. Οι αναφορές στον σαιξπηρικό Αμλετ, που έχει να αντιμετωπίσει τη Γερτρούδη και τον Κλαύδιο, είναι παραπάνω από προφανείς. Οπως όμως φαίνεται κι από τα αποσπάσματα της συνομιλίας μας με τον Ιαν ΜακΓιούαν που ακολουθούν, ένας Αμλετ, ακόμα και αγέννητος, βασανισμένος από το ερώτημα «να γεννηθεί κανείς ή να μη γεννηθεί», μπορεί να προβληματιστεί για αμέτρητα άλλα ζητήματα.

ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ: Αν έπρεπε να τσουβαλιάσουμε όλα τα δεινά των τελευταίων δεκαετιών, θα καταλήγαμε νομίζω σε ένα: την καταστροφή του περιβάλλοντος, την κλιματική αλλαγή, την εξαφάνιση πολλών ειδών του φυσικού κόσμου. Ισως φταίει που ο πληθυσμός της Γης βαδίζει πάνω από το όριο των δέκα δισεκατομμυρίων. Πώς να σταματήσουμε όμως την επιθυμία για υλική πρόοδο; Εστω κι έτσι, ένα μέρος του πλανήτη βγαίνει από συνθήκες ακραίας φτώχειας, τα ποσοστά αναλφαβητισμού φτάνουν σε ιστορικό χαμηλό, η βρεφική θνησιμότητα μειώνεται και οι θάνατοι από ελονοσία ελαττώνονται στο μισό. Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, είναι να διατηρήσουμε στο οπτικό μας πεδίο τις δυνατότητες της προόδου. Ο βρετανός βιολόγος Πίτερ Μένταγουερ έλεγε ότι το να απολέσουμε την πίστη μας στην πρόοδο συνιστά την απόλυτη ευτέλεια του πνεύματος. Και ως προς το περιβάλλον, τουλάχιστον γνωρίζουμε τι χρειαζόμαστε: καθαρές μορφές ενέργειας, φιλικές στη φύση και την κοινωνία.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ: Η ταυτότητα είναι κάτι σημαντικό, αλλά όχι το μόνο. Υπάρχει και η ταυτότητα του άλλου. Στηρίζω με κάθε τρόπο την έκρηξη της προσωπικής ελευθερίας σε ζητήματα έκφρασης φύλου και σεξουαλικότητας –εδώ ταιριάζει η ρήση του Μάο «αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν». Πρόκειται όμως για την αρχή της ύπαρξης, όχι για το τέλος της. Μπορεί κάποιος να είναι και υπεύθυνος πολίτης ή στοργική μητέρα, να ενδιαφέρεται για το περιβάλλον και την κοινωνική δικαιοσύνη, να απολαμβάνει τη μουσική. Δεν αρνούμαι την έμφαση στις ταυτότητες. Θα ήθελα όμως να τις συμπεριλάβω στην ορχήστρα που λέγεται ζωή.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΟΥΤΟΠΙΕΣ: Από ό,τι αντιλαμβάνομαι, οι άνθρωποι που διαπράττουν μαζικές δολοφονίες στο όνομα μιας θρησκείας πιστεύουν πολύ δυνατά σε αυτήν –και δεν μιλάω μόνο για το ριζοσπαστικό Ισλάμ, αλλά για όλες. Καταλαβαίνω ότι προσφέρουν μια παρηγοριά, την οποία όμως δεν μπορώ να δεχθώ ούτε για ένα λεπτό. Συμφωνώ με τον Φρόιντ ότι η ιδέα της μετά θάνατον ζωής είναι μια φαντασίωση, γεννημένη από την απόλυτα λογική απόγνωση της πιθανότητας ότι στο τέλος του βίου μας δεν υπάρχει τίποτα. Οσοι όμως πιστεύουν ότι σκοτώνοντας άλλους ανθρώπους θα κερδίσουν μια θέση στον παράδεισο είναι ηθικά αποκρουστικοί. Θυμίζουν τον σοβιετικό κομμουνισμό, τον μαοϊσμό: αν πιστεύεις ότι θα δημιουργήσεις μια ουτοπία επί γης, ο σκοπός σου αγιάζει τα μέσα σου. Είναι μια καταστροφική και επικίνδυνη πίστη, που γέννησε τους μεγάλους εφιάλτες του 20ού αιώνα. Πάντοτε βέβαια οι άνθρωποι έμοιαζαν να εξαπατώνται από κάποιον απλησίαστο σκοπό. Στον Μεσαίωνα υπήρχαν πολλές χριστιανικές ομάδες, συνήθως εμμονικές με τη Δευτέρα Παρουσία, που ήθελαν να σκοτώσουν τους Εβραίους, τους γαιοκτήμονες, τους αστούς. Μοιάζει σαν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης που ακόμα να ξεφορτωθούμε κι έτσι εμφανίζεται σποραδικά.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ-ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗ ΔΙΑΜΑΧΗ: Οταν το 2011 βραβευόμουν με το Jerusalem Prize, πίστευα ότι τα πράγματα στην περιοχή είναι πολύ άσχημα. Κάθε χρόνο ωστόσο επιδεινώνονται. Σε εκείνον τον λόγο μου, παρόντος του Σιμόν Πέρες, είχα επισημάνει ότι με τις εκκαθαρίσεις στην Ιερουσαλήμ ήταν σαν να σκεπάζεις με τσιμέντο ένα πρόβλημα και να νομίζεις ότι το λύνεις. Δεν θα αλλάξει κάτι αν δεν αναγνωρίσεις ότι το Ισραήλ θεμελιώθηκε σε έδαφος που προηγουμένως ζούσαν κάποιοι άλλοι. Την ίδια στιγμή το κράτος του πρέπει να υπάρχει. Το επισκέπτομαι και συναντώ φίλους συγγραφείς όπως τον Αβραάμ Γεοσούα και τον Νταβίντ Γκρόσμαν, οι οποίοι παρακολουθούν τις εξελίξεις απελπισμένοι. Είναι σαν να έχει χαθεί στην περιοχή κάτι από την αίσθηση μιας κοινοτικής, αριστερόστροφης ανοχής, για χάρη μιας μιλιταριστικής συμπεριφοράς.

ΓΙΑ ΤΟ BREXIT: Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι μια μικρή, δεξιά ελίτ πολιτικών, ιδιοκτητών εφημερίδων και εύπορων επιχειρηματιών έχει με κάποιο τρόπο αρπάξει αυτή την ιδέα και την εκμεταλλεύεται εις βάρος πολύ συνετότερων. Το δημοψήφισμα ήταν μετά βίας μια απλή σφυγμομέτρηση που διαίρεσε τη χώρα: περίπου έντεκα εκατομμύρια δεν ψήφισαν. Η σημασία του υποστηρίχτηκε από το σλόγκαν «Ο λαός μίλησε», όμως στο σύνολο του εκλογικού σώματος, περίπου το ένα τρίτο ψήφισε έξοδο, σχεδόν το ίδιο ποσοστό επέλεξε την παραμονή, ενώ άλλο ένα τρίτο δεν ψήφισε καν. Κάπως έτσι, πάνω σε αυτή τη βάση, κάθε γωνιά της ζωής μας –το Σύνταγμα, η πολιτική, το εμπόριο, η εκπαίδευση –πρόκειται να αλλάξει. Νομίζω ότι πρόκειται για μια τραγωδία η οποία συμπεριλαμβάνεται στις συνέπειες του ίδιου λαϊκισμού που συναντάμε στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, αλλά και στις ΗΠΑ και φυσικά στην Τουρκία και τη Ρωσία. Αισθανόμουν περήφανος και χαρούμενος που ήμουν πολίτης της Βρετανίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η τελευταία, με όλα τα στραβά της, έφερε ως σημείο εκκίνησης μια σχετική ειρήνη και ευημερία.
Η κρίση στην Αθήνα και στη λογοτεχνία

Εχω να βρεθώ στην Αθήνα από τα δεκαοχτώ μου, όταν έφτασα ως εδώ μαζί με ένα φίλο, με ωτοστόπ από το Λονδίνο. Ηταν υπέροχα, πλέναμε πιάτα σε ξενοδοχεία, κοιμόμασταν στις παραλίες του Πόρου κι είχαμε επισκεφθεί τη Μάνη, ένα από τα πιο θαυμαστά μέρη της Ευρώπης. Ηθελα όμως να ξανάρθω· οι οικονομικές ειδήσεις από την Ελλάδα εμφανίζονταν συνεχώς στις οθόνες μας. Είδα την πρόσκληση στην «Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου» ως μια υπέροχη ευκαιρία, αλλά και για έναν ακόμα λόγο: στον δυτικό κόσμο η ανάγνωση αντιμετωπίζει προβλήματα, και στη χώρα μου ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια οι βιβλιόφιλοι μειώνονται. Σε τέτοιες εκδηλώσεις, λοιπόν, το κοινό συναντιέται με συγγραφείς και διαπιστώνει ότι η λογοτεχνία δεν είναι μόνο τυπογραφικά στοιχεία σε ένα κομμάτι χαρτί. Ενα από τα μεγάλα προνόμια του πολιτισμού μας είναι εκείνο της μοναχικότητας. Στο πλαίσιό της η ανάγνωση δίνει την δυνατότητα να συνομιλήσεις με ένα άλλο πνεύμα.

ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ: Ποτέ δεν έρχονται με τον ίδιο τρόπο. Η συγκεκριμένη ήταν και θέμα τύχης. Βρισκόμουν σε μια ιδιαιτέρως βαρετή σύσκεψη και κάποια στιγμή, έβγαλα από την τσέπη μου ένα χαρτί κι άρχισα να σκέφτομαι. Τότε, μια πρόταση πέρασε από το μυαλό μου σαν τέλεξ: «Να ‘μαι, λοιπόν, με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, μέσα σε μια γυναίκα» –η εναρκτήρια πρόταση του «Καρυδότσουφλου». Την κατέγραψα όντας βέβαιος ότι επρόκειτο για την πρώτη φράση ενός μικρού μυθιστορήματος, η οποία θα ανήκε σε ένα έμβρυο. Ολα αιωρούνταν από πάνω της. Κι αφού σκέφτηκα και μια δομή, μετά, άφησα απλώς το έμβρυο να μιλήσει. Αποφάσισα να του δώσω πλήρη ελευθερία λόγου κι αυτό που φαινόταν σαν μια ιδέα περιοριστική, εξελίχθηκε στο απελευθερωτικό κόνσεπτ ενός χαρακτήρα με το προνόμιο να στέκεται λίγο έξω από τον κόσμο μας και να κρυφακούει συζητήσεις και ραδιοφωνικές εκπομπές ή να αισθάνεται τις συναισθηματικές αλλαγές της μητέρας του.