α εν οίκω μη εν δήμω». Δύσκολη υπόθεση να πας κόντρα σε αυτό, αλλά ακόμα δυσκολότερη, αν τολμήσεις να το κάνεις, να το φέρεις εις πέρας χωρίς να αμβλύνεις τις (οικογενειακές) γωνίες ή να ωραιοποιήσεις ανθρώπους και καταστάσεις. Η Μαρίνα Καραγάτση με το «Ευχαριστημένο» άντλησε από το πλούσιο υλικό της ζωής της και κατέγραψε αναμνήσεις και γεγονότα, συνδυάζοντας το προσωπικό με το ιστορικό. Κόρη του πεζογράφου, εκπροσώπου της Γενιάς του ’30 Μ.Καραγάτση (1908-1960) και της ζωγράφου Νίκης Καραγάτση, η Μαρίνα, ή Μανιώ, ή «Ευχαριστημένο» (παρατσούκλι που της είχε δώσει η Λασκαρώ) επιστρέφει και αντλεί από τα παιδικά-εφηβικά της χρόνια το υλικό για το οικογενειακό της μυθιστόρημα (βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω», 2009).

Οπως πολύ σωστά επισημαίνει στο σημείωμά της στο πρόγραμμα η καθηγήτρια Λίζυ Τσιριμώκου «»Το ευχαριστημένο» σκηνοθετεί ένα σύμπαν συνεκτικό και συνεχές, σε δυναμική ροή, όπου η εξομολόγηση συγχέεται με τη μαρτυρία, η μυθοπλασία με την ιστορική τεκμηρίωση, η αλήθεια με την αληθοφάνεια, η παιδική εξιστόρηση με την επεξεργασμένη, συνειδητοποιημένη αφήγηση».

Η υπόθεση που εξελίσσεται στη σκηνή του Πορεία χωρίζεται στο τότε –μια μέρα το ’50 –και στο τώρα –γύρω στο 2006, όταν η Μαρίνα Καραγάτση ξεκίνησε να το γράφει. Τα δύο τρίτα της παράστασης που αφορούν το τότε παίζονται πίσω από μια διάφανη κουρτίνα: ο συγγραφέας Καραγάτσης, η ζωγράφος Νίκη, η μητέρα της, γιαγιά Μίνα, η Λασκαρώ, η γυναίκα που είχαν στο σπίτι, και φυσικά η Μαρίνα, η κόρη του. Στο τελευταίο μέρος η κουρτίνα έχει φύγει και όλοι, πλην της Μαρίνας, απολαμβάνουν τη ζωή στο επέκεινα, σε έναν ιδανικό Παράδεισο, ξυπόλυτοι, ανάμεσα σε λουλούδια και σταγόνες νερού. Και όλα αυτά ενώ το άγρυπνο μάτι της συγγραφέως, μέσα από την οθόνη, εξακολουθεί να είναι εδώ, προστάτις και θεματοφύλακας μαζί της οικογένειάς της.

Ο σκηνοθέτης επέλεξε τη διαφάνεια για να χωρίσει τις μνήμες από τα γεγονότα, το παρελθόν από το παρόν, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης διατήρησε την απόσταση μιας συγκρατημένης εμπλοκής. Ακολουθώντας πιστά το κλίμα και το πνεύμα του αυτοβιογραφικού βιβλίου της μητέρας του, αποτύπωσε σκηνικά το στίγμα της οικογένειάς του. Δύσκολο το εγχείρημα: να σταθείς απέναντι στα γεγονότα και να μην εμπλακείς συναισθηματικά, αφήνοντας το συναίσθημα να τρυπώσει μόνο του και να προκαλέσει μια ελεγχόμενη συγκίνηση στον θεατή.

Η επιτυχία του «Ευχαριστημένου» ξεκινά από την εξαιρετική δουλειά που έκανε η Ερι Κύργια, η οποία πήρε στα χέρια της το βιβλίο για να το παραδώσει σκηνικά διασκευασμένο στον σκηνοθέτη. Ο Δημήτρης Τάρλοου, μέσα από την (και αυτή τη φορά) καίρια διανομή του, ζωντάνεψε τους συγγενείς του. Δίχως καμία διάθεση διόρθωσης ή ωραιοποίησης, είδαμε από την κλειδαρότρυπα κομμάτια της ζωής και της προσωπικότητας του Καραγάτση. Μέσα από μικρές, έξυπνες κινήσεις μπόλιασε με υπόγειο χιούμορ την παράσταση –πόρτες ανοιγοκλείνουν, η μικρή Μαρίνα χάνει τα λόγια της, ώστε έμμεσα να ελέγξει το συναίσθημα, το δικό του και το δικό μας.

Ο Χρήστος Μαλάκης ερμηνεύει τον Καραγάτση και του «μοιάζει» με τρόπο σχεδόν μεταφυσικό. Γύρω του οι γυναίκες: η πηγαία Λασκαρώ της Καίτης Μανωλιδάκη που άγγιξε την υπερβολή, η μεστή και ουσιαστική γιαγιά της Σμαράγδας Σμυρναίου, η ηθελημένα απορημένη Μαρίνα της Σίσσυς Τουμάση και, τέλος, η Νίκη της Ειρήνης Δράκου, μια φιγούρα βγαλμένη πραγματικά από τον κόσμο της τέχνης.

Πλήρως ενταγμένη στο οικογενειακό μοτίβο, η παράσταση στο Πορεία δεν είναι καθαρό θέατρο: είναι μια γυμνή φέτα ζωής επί σκηνής, μια τολμηρή προσωπική μαρτυρία. Γι’ αυτό και έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία και αξία.