Δημιουργικότητα, σύνθεση, κριτική σκέψη. Τρεις δεξιότητες που το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν καλλιεργεί στους μαθητές του. Και μια έλλειψη που σύντομα θα καταγραφεί εκ νέου στα αποτελέσματα του φετινού διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ο οποίος ολοκληρώθηκε τις προηγούμενες ημέρες στα σχολεία μας.

Ενα εντυπωσιακό στοιχείο, ωστόσο, στη διαδικασία του διαγωνισμού PISA είναι η οξύμωρη εικόνα που τον χαρακτηρίζει: στη χώρα μας, ένα μέρος των ερωτήσεων που εκτιμώνται στη συνέχεια από τον ΟΟΣΑ βαθμολογείται από έλληνες εκπαιδευτικούς, οι οποίοι εργάζονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ή απλά είναι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων. Πώς βαθμολογούν λοιπόν με τα κριτήρια του ΟΟΣΑ, ενώ οι ίδιοι είναι εκπαιδευτικό «προϊόν» ενός συστήματος που από την έναρξη του διαγωνισμού PISA κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις του;

«Είναι απλό», απαντάει εκπαιδευτικός που βαθμολόγησε στο παρελθόν αντίστοιχα διαγωνίσματα. «Παρακολουθούμε ειδικό σεμινάριο που κρατάει περισσότερο από ενάμιση μήνα». Οπως αναφέρουν οι έλληνες επιστήμoνες που ασχολούνται με το θέμα, οι οδηγοί βαθμολόγησης που απαιτούνται από τον ΟΟΣΑ είναι πολύ αυστηροί και συνήθως μόνο η μετάφρασή τους απαιτεί μήνες… Ενα αντίστοιχο σεμινάριο φυσικά κανείς πολιτικός δεν σκέφτηκε ώς σήμερα να κάνει στους εκπαιδευτικούς της χώρας μας, ώστε να βοηθήσουν στην καθημερινότητα τους δεκάδες μαθητές. Και τελικά μια ολόκληρη χώρα.

Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ. «Το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών», λέει ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Δουκίδης. «To αναπτυξιακό σοκ που χρειάζεται η χώρα μας τα επόμενα χρόνια για να επανέλθει σε μια κανονική οικονομική ισορροπία θα πρέπει να έχει ως βασικό στόχο τη δημιουργία 250.000 θέσεων εργασίας υψηλής εξειδίκευσης. Και πρέπει να ξεκινήσουμε από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσης», λέει. «Για καθεμία τέτοια θέση υψηλής προστιθέμενης αξίας δημιουργούνται άλλες δυο – τρεις υποστηρικτικές. Αρα με αυτόν τον τρόπο μπορεί να υλοποιηθεί και ο μεγάλος εθνικός στόχος της πάταξης της ανεργίας και της αντιστάθμισης των περίπου ενός εκατομμυρίου θέσεων εργασίας που χάθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης, αφού η μεγάλη πλειοψηφία των ανέργων στη χώρα μας είναι νέοι άνθρωποι με υψηλά γνωσιακά προσόντα ή μακροχρόνια άνεργοι με περιορισμένες δεξιότητες».

Πράγματι, τα στοιχεία δείχνουν ότι σήμερα στην Ελλάδα τα 8/10 των νέων θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους προετοιμάζει για την αγορά εργασίας. Η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού από πλευράς πολιτείας είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα που επισημαίνουν πολιτικοί και εκπαιδευτικοί, με μια μεγάλη νέα αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης να βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά προς… λάθος κατεύθυνση.

Μόνο το 1/2 των αποφοίτων κατέχει σήμερα ειδικότητες που συμβάλλουν άμεσα στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας. Στην πληροφορική κατευθύνεται μόνο το 4% των φοιτητών στα πανεπιστήμια, στη βιομηχανική παραγωγή κατευθύνεται μόνο το 4% των φοιτητών στα ΤΕΙ. Με τελικό αποτέλεσμα σήμερα 40% των αποφοίτων ΑΕΙ να είναι άνεργοι, ενώ 500.000 νέοι (υψηλών προσόντων) να εργάζονται εκτός Ελλάδας.

Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ. Ολα όμως τελικά ξεκινούν από τη βάση της εκπαιδευτικής πυραμίδας. Στον φετινό διαγωνισμό του ΟΟΣΑ συμμετείχαν 259 σχολεία από όλη τη χώρα (με στρωματοποιημένη δειγματοληψία ανά αστικότητα) και περίπου 6.450 μαθητές. Εξετάστηκε δε, εκτός των τριών βασικών αντικειμένων, και νέο γνωστικό αντικείμενο, «γνώσεις και δεξιότητες του πολίτη του κόσμου».

Τους επόμενους μήνες θα πραγματοποιηθεί η καταγραφή των στοιχείων, η βαθμολόγηση (coding), οι έλεγχοι εγκυρότητας. Ολα αυτά από την ομάδα PISA του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που ωστόσο έχει εδώ και ενάμιση χρόνο στα χέρια της μια αναλυτική έρευνα, η οποία δείχνει γιατί αποτυγχάνουν οι έλληνες μαθητές στον διαγωνισμό, αλλά δεν την ανακοινώνει. Πιθανότατα γιατί ο ίδιος ο ΟΟΣΑ έχει επισημάνει τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, στην περίφημη «εργαλειοθήκη» του, την οποία η χώρα μας ποτέ δεν εφάρμοσε.

Η ΕΡΕΥΝΑ. «Θετική ήταν φέτος η αντιμετώπιση των μαθητών στη διεξαγωγή της έρευνας λόγω των θεμάτων που είναι ενδιαφέροντα και ξεφεύγουν από τα τυποποιημένα του ελληνικού σχολείου, του τρόπου (ηλεκτρονικός, διαδραστικότητα κ.λπ.) και της έλλειψης άγχους αξιολόγησης», λέει στα «ΝΕΑ» η Χρύσα Σοφιανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο και εθνική διαχειρίστρια του PISA στην Ελλάδα. «Επιφυλακτική η στάση των εκπαιδευτικών (όχι στην πλειονότητά τους) λόγω άγνοιας και κακής πληροφόρησης του αντικειμένου της έρευνας, της έγκυρης και αξιόπιστης μεθοδολογίας της και των δυνατοτήτων αξιοποίησης των δεδομένων», αναφέρει. Τα αποτελέσματα της έρευνας θα ανακοινωθούν από τον ΟΟΣΑ τον Δεκέμβριο 2019.

Οπως αναφέρουν όμως οι σχετικές πληροφορίες, και φέτος αναμένεται ότι οι έλληνες μαθητές δεν θα πετύχουν υψηλή βαθμολογία. «Οι εκτιμήσεις μας είναι ότι δεν θα έχει αλλάξει κάτι, γιατί πρώτα πρέπει να έχουμε αλλάξει εμείς κάτι…» λένε ειδικοί βαθμολογητές που μίλησαν στα «ΝΕΑ».
Με ηλεκτρονικό τρόπο η βαθμολογία

Ο διαγωνισμός της PISA βαθμολογείται κατά ένα μέρος στην Ελλάδα και κατά ένα άλλο μέρος αποτελείται από κλειστού τύπου ερωτήσεις που βαθμολογούνται με ηλεκτρονικό τρόπο κατευθείαν από τον ΟΟΣΑ. Φέτος έχει ζητηθεί η συνδρομή του Πανεπιστημίου Αθηνών στην αξιοποίηση μεταπτυχιακών φοιτητών του στα Επιστημονικά Πεδία που εξετάζονται, οι οποίοι φυσικά θα περάσουν τα ειδικά σεμινάρια που απαιτούνται για να πάρουν «άρωμα ΟΟΣΑ». Στον τελευταίο διαγωνισμό, του 2015, μετείχαν 72 χώρες (35 χώρες του ΟΟΣΑ και 37 συνεργαζόμενες χώρες) και αξιολογήθηκαν περίπου 540.000 μαθητές. Στις Φυσικές Επιστήμες, όπου δόθηκε το βάρος, όπως και στα Μαθηματικά, οι έλληνες μαθητές βρέθηκαν στην 43η θέση, ενώ στην Κατανόηση Κειμένου η Ελλάδα ήταν 41η.