Βασιλιάς – Ηλιος Λουδοβίκος είχε μέσα του έντονη την επιθυμία να γίνει χορευτής. Ετσι συχνά υποχρέωνε τον Μολιέρο να γράφει κωμωδίες – μπαλέτα και τις ανέβαζε στις σάλες του Λούβρου με μόνους θεατές και μπαλέτο τους αυλικούς και τον βασιλέα καμαρωτό καμαρωτό να κάνει με το κολάν τις φούρλες του. Πώς ν’ αντισταθεί κανείς στις καλλιτεχνικές ευαισθησίες του ηγεμόνα.

Ο Χίτλερ εξάλλου κάθε μέρα πηγαίνοντας στην καγκελαρία έκανε μια στάση στο Μουσείο του Βερολίνου και για λίγες στιγμές μόνος «ερωτοτροπούσε» με το υπέροχο κεφάλι της Νεφερτίτης, αιγύπτιας συζύγου του φαραώ Ακενατόν.

Ο Μπρέζνιεφ, απόλυτος (και τελευταίος εντέλει) κομμουνιστής ηγέτης, απαιτούσε μέσω των πρέσβεων της Σοβιετίας από τους ξένους ηγέτες που επισκέπτονταν επισήμως τη Μόσχα, αντί άλλων συμβολικών δώρων, να δωρίζουν στον ρώσο ηγεμόνα ένα αυτοκίνητο πολυτελείας και υψηλής τεχνολογίας. Οταν κατέρρευσε η Σοβιετική Ενωση βγήκαν στο σφυρί Ρολς Ρόις, Μαζεράτι, Μπέντλεϊ, κ.τ.λ.

Σκέφτομαι τι αριστουργήματα θα είχαν παραδώσει στο παγκόσμιο θέατρο, αν ο Στάλιν και η κλίκα του δεν τους είχαν οδηγήσει στην κόλαση της Σιβηρίας ή στην αυτοκτονία, ο Μαγιακόφσκι, ο Ερντμαν, ο Γεσένιν και ο Μπουλγκάκοφ.

Και αυτοί οι εξαίσιοι και τολμηροί σατιρικοί ποιητές πριν εξαφανιστούν από προσώπου γης άφησαν αριστουργήματα όπως το «Λουτρό», τον «Αυτόχειρα» και την «Ερυθρά νήσο» (τώρα «Πορφυρό νησί»).

Επιτρέψτε λοιπόν και στην αφεντιά μου να επιστρέψει περίπου σαράντα χρόνια πίσω, πριν από την κατάρρευση του σοβιετικού μετασταλινικού μοντέλου, και να θυμίσω τι έγραφα για ένα αριστουργηματικό σατιρικό κείμενο του Μπουλγκάκοφ που ανέβασε ο Λεωνίδας Τριβιζάς (1979). Τότε στο «Βήμα» είχα τιτλοφορήσει την κριτική μου «Η ερυθρά νήσσα», ήτοι η κόκκινη πάπια, και παρέπεμπα σαφώς στο γεγονός πως μια ιστορικά και ηθικά μεγάλη επανάσταση κατήντησε να «κάνει την πάπια»!!:

«Ο συγγραφέας είναι γνωστός στην Ελλάδα από τα μυθιστορήματά του «Η λευκή φρουρά» και ο «Δάσκαλος και η Μαργαρίτα» αλλά τελείως άγνωστος παρέμεινε ώς τώρα ως δραματουργός, μόλο που το θέατρο ήταν το πάθος του και για την αξιοπρέπεια της θεατρικής τέχνης τον έφαγε το σκοτάδι πριν πατήσει τα πενήντα, την περίοδο που η Σοβιετική Ενωση περνούσε τη σταλινική αρρώστια.

Θύμα του ζντανοφισμού και της ηλίθιας θεωρίας για την τέχνη που για να ντύσει τη γύμνια της έπρεπε να δανειστεί και να εξευτελίσει δύο ιερές λέξεις της ιστορίας και του πνεύματος, τον σοσιαλισμό και τον ρεαλισμό, ο Μπουλγκάκοφ ήταν απαγορευμένος ώς το Εικοστό Συνέδριο. Πρόσφατα ξανάπεσε σε δυσμένεια και γίνεται μονάχα ανεκτός όταν τον παίζει ο Λιουμπίμοφ στο θέατρο Τανγκάνκα για λίγους θεατές σε συνθήκες που θυμίζουν τις πρωτοχριστιανικές κατακόμβες.

Υστερα από τον περσινό «Αυτόχειρα» του Ερντμαν και το φετινό «Λουτρό» του Μαγιακόφσκι (το πρώτο ανέβασε ο Κουν, το δεύτερο ο Σολομός), έργα τελείως σύγχρονα με του Μπουλγκάκοφ, το κοινό μας είναι πια ενήμερο. Ξέρει τι μπορούσε να γίνει και δεν έγινε γύρω στο 1930, δεκατρία χρόνια ύστερα από την Επανάσταση στη Σοβιετική Ενωση. Ξέρει τι σήμαινε για το πνεύμα και την τέχνη το πεντάχρονο πλάνο ενός ανθρώπου που αποδύθηκε το σχήμα του καλογερόπαιδου του μοναστηριού της Γεωργίας και υποδύθηκε τη στραταρχική στολή του Κρεμλίνου χωρίς να χάσει ούτε κόκκο από τον φανατισμό του νεοφώτιστου και την πίστη στην παιδεία του κομποσκοινιού και του κάνονα.

Ο Μπουλγκάκοφ συντρίφτηκε μέσα στις συμπληγάδες μιας γραφειοκρατίας που όπως κάθε γραφειοκρατία τρέμει τη φαντασία και την τέχνη.

Στο «Πορφυρό νησί» («Ερυθρά νήσο») βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν ιδιοφυή πρώτα απ’ όλα πνευματικό άνθρωπο και θεατρικό τεχνίτη. Δεν υπάρχει είδος της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας που να μην το έχει αφομοιώσει. Το αφομοιώνει για να το μετατρέψει σε μπούμερανγκ.

Ολο το έργο είναι μια σάτιρα του αστικού θεάτρου και ταυτόχρονα μια σάτιρα του σοβιετικού θεάτρου τού καιρού του και, αν λάβουμε υπόψη τον παλιό και πρόσφατο γνώριμό μας Αρμπούζοφ, του καιρού μας. Γιατί ο Μπουλγκάκοφ ούτε λίγο ούτε πολύ μπόρεσε να ξεσκεπάσει τη φάρσα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που συμπυκνώνεται στη διατύπωση: «Γράφετε, παίζετε αστικά, αλλά ζητωκραυγάζετε αριστερά· ιδιαίτερα στο φινάλε». Αυτό είναι η επαναστατική τέχνη, κάτι ανάμεσα σε προσκοπική κραυγή και αισιοδοξία για το μέλλον.

Διαλεκτική στην τέχνη είναι να κατασκευάζεις την Ιστορία στα μέτρα του πεντάχρονου πλάνου σου.

Η «Ερυθρά νήσος» («Πορφυρό νησί») είναι μια απροκάλυπτη αλληγορία για το πώς η Ιστορία γίνεται θούριο. Με την ευφάνταστη και φανταχτερή τεχνική του αστικού θεάτρου, με εξωτικά στοιχεία, με αγρίους και αριστοκράτες, Αγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους, με φάρσα και μπουλβάρ, με θέατρο μέσα στο θέατρο, με πικρό και μαύρο χιούμορ, ο Μπουλγκάκοφ σκάρωσε ένα θεατρικό χουνέρι για γέλια και για κλάματα. Δίκαια απαγόρεψε το έργο ο Στάλιν. Ισως να μην είχε χιούμορ, την κοροϊδία όμως, όπως και να ‘ναι, τη μυριζόταν. Ο δογματισμός και η γραφειοκρατία την κοροϊδία δεν την αντέχουν. «Κρίνω θα πει κοροϊδεύω», έγραφε την ίδια περίπου εποχή ο Βάρναλης.

Η «Ερυθρά νήσος» («Πορφυρό νησί») ανήκει στο είδος του μεικτού θεάτρου· εξαντλεί όλα τα μέσα, όλες τις τεχνικές και όλα τα σκηνικά τεχνάσματα. Χρειάζεται μεγάλη σκηνή, ηθοποιούς πολυδύναμους και πολυσήμαντους. Χρειάζεται σκηνοθέτη με φαντασία… Το έργο ούτε λιτά ούτε υπαινικτικά ούτε με αφαίρεση ανεβάζεται. Θέλει χλιδή, θέλει θεατρικές μηχανές, περιστρεφόμενη πλατφόρμα, τραμπουκέτα, φωτοχυσίες, πλήθη κομπάρσων, θέλει βελούδα, πιάνα με ουρά, θέλει αγήματα ναυτών και μια «αληθινή» κορβέτα.

Μόνο μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, κατ’ εξοχήν μπουρζουάδικο, πρέπει να κυλήσει η αλληγορία για την εξαπάτηση των λαών από το παιχνίδι της εξουσίας, ώστε να αποκαλυφθεί σ’ όλη τη γελοία της αντίφαση η παρέμβαση της λογοκρισίας».

Στο θέατρο Αλφα Ιδέα η Μαρία Βαρδάκα μετέφρασε, διασκεύασε, σκηνοθέτησε το αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ. Η εποχή των ισχνών αγελάδων που περνάει και το θέατρο δεν της επέτρεψε να στήσει αυτό το αλληγορικό μπουρζουάδικο σοσιαλιστικό τέρας που θέλει ο συγγραφέας. Δεν έκανε την «επανάσταση» φάρσα και την Ιστορία φάντασμα. Είχε στη διάθεσή της ταλαντούχους νέους και πιο έμπειρους ηθοποιούς (όπως ο Δημήτρης Παπανικολάου π.χ.), επιστράτευσε και το χιούμορ και τον σατιρικό οίστρο, αλλά δεν βοήθησε να κατέβει στην πλατεία το αισθητικό αλαλούμ που σατιρίζει ο αδικοχαμένος ιδιοφυής συγγραφέας.

Το θέαμα στη λιτότητά του είχε και γούστο και ποιότητα και οι ηθοποιοί προσπάθησαν να αναπληρώσουν την έλλειψη της σοσιαλιστικής χλιδής που γνωρίζουμε από τις παρελάσεις των «προλεταρίων» την Πρωτομαγιά στη Μόσχα, στην Αβάνα, στο Πεκίνο, ανάλογες σε «μεγαλείο» με τις παρελάσεις στο Μόναχο και στη Ρώμη του φασιστικού εξπρεσιονισμού.

Δυστυχώς το πρόγραμμα της παράστασης αναφέρει αλφαβητικά τους ηθοποιούς. Δεν αντιλαμβάνομαι αυτή την τακτική, ομολογώ. Τον Παπανικολάου τον γνωρίζω από τη θητεία του στο Αμφι-θέατρο του Ευαγγελάτου.

Ο ηθοποιός οφείλει να εκτίθεται στο κοινό με την ερμηνεία του που είναι επώνυμο – ρόλος. Ετσι αναφέρω τον κατάλογο: Βάρσου, Κακαβούλας, Καπενής, Μηλιαράκης, Μπένος, Μπούγος (κι άλλος από το Αμφι-θέατρο), Ξυπολιτάς, Σκούρτας, Φιλίππου.