Διαβάζοντας τα μινιμαλιστικά διηγήματα του Βασίλη Τσιαμπούση, αδυνατείς να φανταστείς ότι έχουν ως προϋπόθεσή τους μια τόσο ακριβή και δριμεία γνώση και αίσθηση της ιστορίας, όπως το σημερινό κείμενό του αποκαλύπτει να τον διακατέχει. Ενώ παράλληλα μια τόσο πυκνή πληροφορία, όπως την έχει προκαλέσει ένας ιστορικός χρόνος πραγματικά ασύγκριτου μεγέθους, ξεδιπλώνεται μέσα σε 850 λέξεις με την άνεση δεκάδων σελίδων. Σε βαθμό που θα έλεγες ότι Τσιαμπούσης και Δράμα είναι ένα και το αυτό.

Φωτογραφικό ενθύμιο της 21ης Μαΐου 1917, ημέρας της ονομαστικής εορτής του τότε βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου. Στη δοξολογία, που τελέστηκε στη Μητρόπολη της Δράμας, παρέστησαν: Ο εβραίος ραβίνος Σολομών Οβαδιά· ο διοικητής της «Βουλγαρικής Επιθεωρήσεως» στρατηγός Τάνεφ∙ ο έλληνας δήμαρχος της πόλης Μιχαήλ Φέσσας και ο βούλγαρος «αξιωματικός του επισιτισμού» Πασκάλοβ∙ ο υψηλόσωμος γερμανός στρατιωτικός Πουτκάμερ που φορούσε το χαρακτηριστικό πρωσικό κράνος του· ο επίσκοπος Αντιοχείας Γεννάδιος, τοποτηρητής του μητροπολίτου Δράμας Αγαθαγγέλου «του Μάγνητος»· ο νομάρχης Νικόλαος Μπακόπουλος· ο έλληνας ειρηνοδίκης της Δράμας του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα∙ αξιωματικοί της 50ής Τουρκικής Μεραρχίας που έδρευε στο Παγγαίο (οι εξ ανατολών γείτονές μας είχαν προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις νωρίτερα από τους Βουλγάρους), και άλλοι επίσημοι. Φυσικά, στη δοξολογία δεν παρίσταντο έλληνες αξιωματικοί, αφού εννέα μήνες νωρίτερα το Δ’ Σώμα Στρατού, που έδρευε στην Καβάλα, είχε μεταφερθεί στο Γκέρλιτς της Γερμανίας…

Το ύφος και προπαντός το βλέμμα όσων συμμετείχαν στη δοξολογία φανερώνουν τον σουρεαλισμό της όλης κατάστασης.

Από τον Αύγουστο του 1916 Βούλγαροι και Γερμανοί είχαν εισβάλει στην Ανατολική Μακεδονία και μάλιστα ανενόχλητοι, καθώς η Κυβέρνηση των Αθηνών είχε διατάξει τον ελληνικό στρατό να μην αμυνθεί. Αυτό για να τηρηθεί η «ουδετερότητα» της χώρας, που ο βασιλεύς ήθελε να την προστατεύσει με κάθε θυσία. Το επιχείρημα των εισβολέων ήταν ότι, αφού τα στρατεύματα της Αντάντ με την ανοχή του Βενιζέλου χρησιμοποιούσαν ήδη τη Θεσσαλονίκη, για να ενισχύουν τους Σέρβους εναντίον της Αυστροουγγαρίας, θα έπρεπε αναλόγως και οι Κεντρικές Δυνάμεις να έχουν την ευχέρεια να χρησιμοποιήσουν την Ανατολική Μακεδονία για τα δικά τους συμφέροντα. Ως εγγύηση των «έντιμων» προθέσεων απέναντι στην Ελλάδα, οι Γερμανοβούλγαροι έδωσαν διαβεβαιώσεις ότι η πολιτική διοίκηση της περιοχής θα παρέμενε ελληνική και στα δημόσια και δημοτικά καταστήματα θα εξακολουθούσε να κυματίζει η ελληνική σημαία. Επιπλέον, οι βουλγαρικές στρατιωτικές μονάδες δεν θα εισέρχονταν στις πόλεις των Σερρών, της Δράμας και της Καβάλας, αλλά θα παρέμεναν στην ύπαιθρο (δέσμευση που φυσικά δεν τηρήθηκε) και, μόλις θα εξέλιπαν οι λόγοι της παραμονής τους στο ελληνικό έδαφος, θα αποχωρούσαν.

Εκ της φωτογραφίας –και όχι μόνο από αυτήν –αποδεικνύεται ότι, αντίθετα με τη μεγάλη πλειοψηφία των ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων που, προτού καν εισβάλουν οι Βούλγαροι, πέρασαν τον Στρυμόνα για να γλιτώσουν, ο δήμαρχος Μιχαήλ Φέσσας και ο νομάρχης Νικόλαος Μπακόπουλος παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Μπακόπουλος, μάλιστα, προσπαθώντας να διαδραματίσει κάποιο ρόλο, διαμαρτυρήθηκε επανειλημμένως τόσο στον Γερμανό Πουτκάμερ για την εθνοκάθαρση που συντελούνταν από τους Βουλγάρους στην περιοχή και για τη δράση των κομιτατζήδων, όσο και στους Τάνεφ και Πασκάλοβ για την κατάσχεση του συνόλου της ντόπιας παραγωγής και την κατακράτηση της επισιτιστικής βοήθειας. Κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να πεθαίνουν άνθρωποι από την πείνα. Φυσικά, κανείς δεν του έδωσε σημασία και, όταν τα προσχήματα σώθηκαν, τον εξόρισαν κι αυτόν, όπως πολλούς άλλους, στη Βουλγαρία.

Κατά τα άλλα: Η παρουσία του Εβραίου ραβίνου πιστοποιεί την ύπαρξη στη Δράμα ακμαίας εβραϊκής κοινότητας. Το 1943, δηλαδή κατά την Τρίτη Βουλγαρική Κατοχή, τα τετρακόσια περίπου άτομα που την αποτελούσαν συνελήφθησαν από τους Βουλγάρους και στάλθηκαν στην Πολωνία, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα, απ’ όπου δεν γύρισε κανείς.

Ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος –ο οποίος, αν ήταν στη Δράμα, θα συμμετείχε βεβαίως στη δοξολογία και τη φωτογράφιση -, είχε κατέβει στην Αθήνα για να διαμαρτυρηθεί στην ελληνική κυβέρνηση για τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Ανατολική Μακεδονία. Επειδή όμως, από το 1914, με άρθρα του στην αθηναϊκή εφημερίδα «Σημαία» αλλά και με άλλες ενέργειες είχε αντιδράσει στην πολιτική του Βενιζέλου για το προσφυγικό ζήτημα, καθώς επέστρεφε απ’ το ταξίδι του συνελήφθη από όργανα της Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και κρατήθηκε στη συμπρωτεύουσα, στην ιερά μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας.

Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Χατζόπουλος, που ασκούσε χρέη διοικητή του Δ’ Σώματος Στρατού, από τη μια δεν αποδέχτηκε να επιβιβαστούν οι αξιωματικοί και οι οπλίτες σε αγγλικό πολεμικό πλοίο, που θα τους μετέφερε από την Καβάλα στη Θεσσαλονίκη, γιατί ως ακραιφνής βασιλόφρων δεν ήθελε να ενισχύσει τη δύναμη του Βενιζέλου∙ από την άλλη, αρνούμενος να παραδοθεί στους Βουλγάρους ήρθε σε συμφωνία με τους Γερμανούς και όλο το Δ’ Σώμα με τον οπλισμό του μεταφέρθηκε σιδηροδρομικώς στο Γκέρλιτς της Γερμανίας. Εκεί, 6.500 άντρες παρέμειναν ως το τέλος του πολέμου σε καθεστώς «τιμητικής αιχμαλωσίας»…

Τέλος, οι Τούρκοι, που ήταν «μουσαφίρηδες» στην περιοχή, δεν έλειπαν ποτέ από γιορτές και πανηγύρια. Και, όπου πήγαιναν, κουβαλούσαν και την μπάντα της 5ης Τουρκικής Μεραρχίας, που κάλυπτε μουσικά τις εκδηλώσεις.

Την επόμενη χρονιά, στις πηγές της Αγίας Βαρβάρας, τραβήχτηκε μια ιδιωτική φωτογραφία που περιέχεται στο υπέροχο λεύκωμα της αστικής, μη κερδοσκοπικής εταιρείας ΚΥΚΛΩΨ, και είναι αφιερωμένο στην πόλη. Σε αυτήν εικονίζονται όρθιοι, σε μια ξύλινη γέφυρα πάνω από τα νερά, δύο μυστακοφόροι βούλγαροι αξιωματικοί. Ηταν άνοιξη κι ο χώρος ειδυλλιακός∙ εντούτοις, οι δύο αξιωματικοί ούτε ξέγνοιαστοι ούτε αγέρωχοι φαίνονται, ενώ και το βλέμμα τους μοιάζει τελείως άδειο. Ισως γιατί ο Πόλεμος δεν εξελισσόταν καλά για τις Κεντρικές Δυνάμεις και η Ανατολική Μακεδονία δεν θα γινόταν ούτε αυτή τη φορά βουλγαρική. Ισως κι επειδή κατατρύχονταν από τύψεις ύστερα από όσα εγκλήματα είχαν διαπράξει στην περιοχή προκειμένου να την αφελληνίσουν.

Από κάποια απόσταση τρία δεκάχρονα παιδιά παρακολουθούν τους δύο αξιωματικούς με δέος. Λίγο μακρύτερα, πάνω στα κλαδιά μιας λεύκας, ένα κοτσύφι κοιτά τη σκηνή παραξενεμένο. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας έγραφε στα βουλγάρικα με κόκκινο μελάνι: Δράμα, 14 Μαρτίου 1918.