Το είχαν πει οι δικηγόροι τους. Στο κελί των φυλακών της Σηλυβρίας, όπου κρατούνται εδώ και 17 μήνες, αρχικά αναμένοντας τη δίκη τους, εδώ και δύο εβδομάδες καταδικασμένοι σε ισόβια για «προσπάθεια βίαιης ανατροπής της συνταγματικής τάξης», οι αδελφοί Αλτάν, ο 67χρονος Αχμέτ και ο 65χρονος Μεχμέτ, «γράφουν ασταμάτητα». Ενα πρώτο δείγμα δημοσίευσαν προχθές οι «New York Times». Φέρει την υπογραφή του μεγαλύτερου των δύο διανοούμενων, ενός από τους πιο σημαντικούς και ευπώλητους τούρκους συγγραφείς. Ο Αχμέτ Αλτάν γράφει για την ημέρα που καταδικάστηκε. Δεν αναφέρει ούτε μία φορά το όνομα του θύτη του. Δεν χρειάζεται, όλοι το ξέρουν πια.

Τρεις δικαστές που βαριούνται, χασμουριούνται, χαζεύουν το κινητό τους, αδιαφορούν απόλυτα. Εξι κατηγορούμενοι, πέντε άνδρες και μία γυναίκα, κάποιοι συγγραφείς, όλοι δημοσιογράφοι ή αρθρογράφοι, που περιμένουν, μέσα στο κελί, την ετυμηγορία τους. «Βηματίζουμε νευρικά πάνω κάτω. Τα λεπτά περνούν, τώρα πιο γρήγορα, τώρα πιο αργά, ανάλογα με το τέμπο των συζητήσεων μας. Οταν τα λεπτά επιβραδύνονται, νιώθουμε πληγές να ανοίγουν μέσα μας. Το κρύβουμε ο ένας από τον άλλον».

ΟΝΕΙΡΑ ΣΤΟ ΚΕΛΙ. Ο Αχμέτ Αλτάν δεν αισιοδοξεί και εντούτοις «συναντώ με κάποια αμηχανία λαμπυρίσματα ελπίδας και ονείρων κάτω από τον πεσιμισμό μου. Ενας άνθρωπος που παγώνει μέσα του δεν μπορεί να εγκαταλείψει την ελπίδα και τη ζεστή της λάμψη. Ονειροπολώ μέσα στο κελί: βγαίνω από τη φυλακή, μια βαθιά ανάσα, η πρώτη αγκαλιά, λόγια χαράς, η μυρωδιά της ευτυχίας και ένας ανοιχτός ουρανός από πάνω. Ενώ εγώ ονειρεύομαι, τρεις άνδρες με τις γραβάτες χαλαρωμένες από βαρεμάρα, αποφασίζουν τη μοίρα μου… Θυμάμαι ξαφνικά ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Του Ερωτα και της Αμαρτίας» [εξαντλημένο στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Λιβάνη – Νέα Σύνορα], που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενας από τους χαρακτήρες μου έχει συλληφθεί και βρίσκεται σε ένα δωμάτιο περιμένοντας την ετυμηγορία.

Εγραψα για αυτόν: «Το χάσμα ανάμεσα στη στιγμή που η μοίρα ενός ανθρώπου αλλάζει και τη στιγμή που ο άνθρωπος το συνειδητοποιεί τού μοιάζει η πιο τραγική και τρομακτική πτυχή της ζωής. Το μέλλον έχει γίνει ξεκάθαρο, αλλά αυτός συνεχίζει να περιμένει άλλο μέλλον…»».

Ο Αχμέτ Αλτάν θυμάται το απόσπασμα αυτό και ανατριχιάζει. Βιώνει αυτό που έγραψε σε ένα μυθιστόρημα. Χρόνια πριν, καθώς περιπλανιόταν σε αυτή την αχαρτογράφητη, αινιγματική και ομιχλώδη επικράτεια όπου η λογοτεχνία αγγίζει τη ζωή, είχε συναντήσει τη δική του μοίρα χωρίς να την αναγνωρίσει. Προσπαθεί να θυμηθεί: τι μοίρα είχε επιλέξει για τον πρωταγωνιστή του; Το θυμάται ξαφνικά, μόλις ακούει τις μπότες των χωροφυλάκων και μια φωνή να λέει: «Ελάτε, έβγαλαν απόφαση». «Ο πρωταγωνιστής μου καταδικάστηκε –αυτή ήταν η μοίρα που επέλεξα για αυτόν. Ξέρω πως κι εγώ θα καταδικαστώ».

Ο πρόεδρος του δικαστηρίου διαβάζει την απόφαση. Ισόβια χωρίς αναστολή. «Θα περάσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας μόνοι σε ένα κελί τρία επί τρία. Θα μας βγάζουν να βλέπουμε το φως του ήλιου για μία ώρα την ημέρα. Δεν θα μας δώσουν ποτέ αμνηστία και θα πεθάνουμε σε ένα κελί φυλακής. Αυτή είναι η απόφαση. Τείνω τα χέρια. Μου περνούν χειροπέδες. Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον κόσμο. Δεν θα ξαναδώ ποτέ ουρανό απλαισίωτο από τα τείχη ενός προαυλίου. Πηγαίνω στον Αδη. Περπατώ στο σκοτάδι σαν ένας θεός που έγραψε την ίδια του τη μοίρα. Ο πρωταγωνιστής μου κι εγώ χανόμαστε μαζί μέσα στο σκοτάδι».

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ. Ο Αχμέτ Αλτάν δεν ζητάει ρητά τη στήριξή μας. Αλλά το έχουν πει και αυτό οι δικηγόροι των δύο αδελφών. Τις τελευταίες τους ελπίδες, τόσο αυτοί οι δύο διανοούμενοι όσο και οι χιλιάδες ακόμη άνθρωποι που έχει ρίξει στη φυλακή ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τις πιο σαθρές κατηγορίες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, τις εναποθέτουν στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη και στο Στρασβούργο: στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.