Στις 7 και 8 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με δυτικές πηγές, μια αμερικανική αεροπορική επίθεση σε δυνάμεις πιστές στον σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Ασαντ είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 300 ρώσων μισθοφόρων που εργάζονταν για την ιδιωτική εταιρεία παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών Wagner. Ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών ισχυρίσθηκε πως μόνο 5 ρώσοι πολίτες, χωρίς καμία σύνδεση με τις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις, σκοτώθηκαν και μερικές δεκάδες τραυματίσθηκαν. Μάλιστα ο Σεργκέι Λαβρόφ στηλίτευσε τις δυτικές αναφορές σε θανάτους χαρακτηρίζοντάς τες ως «απόπειρες να γίνουν εικασίες για τον πόλεμο».

Με πρώτη ματιά, η αντίδραση της Ρωσίας είναι αναπάντεχη. Σε μια περίοδο αυξανόμενης έντασης με τις ΗΠΑ, η επίθεση θα αποτελούσε μια χρυσή ευκαιρία για το Κρεμλίνο να καταδικάσει τον αντίπαλό της. Επίσης, συνήθως η Μόσχα αντιμετωπίζει τους πολίτες της που σκοτώνονται σε μάχες ως ήρωες. Κι όμως, στην περίπτωση της αμερικανικής επίθεσης δεν σκοτώθηκαν ρώσοι στρατιώτες, αλλά μισθοφόροι, η συμμετοχή των οποίων στη σύγκρουση αντικατοπτρίζει τη διάθεση του Κρεμλίνου να βρίσκεται σε θέση στην οποία έχει αρνηθεί οποιαδήποτε εμπλοκή. Η επίσημη ανακοίνωση το τονίζει: «Ρώσοι πολίτες βρίσκονται στη Συρία με τη δική τους θέληση και για διαφορετικούς λόγους, χωρίς το υπουργείο να έχει τις αρμοδιότητες να αξιολογήσει τις αποφάσεις τους».

Η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει τέτοιου είδους δυνάμεις για τους σκοπούς της και στο παρελθόν, ιδιαίτερα στην παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Τότε το Κρεμλίνο ισχυρίσθηκε ότι δεν επρόκειτο για ρωσική επέμβαση, αλλά για έκφραση της βούλησης των πολιτών της Κριμαίας. Παρομοίως στη Συρία οι μισθοφόροι διευκολύνουν το Κρεμλίνο να υποβαθμίσει τη ρωσική εμπλοκή καθώς και τις απώλειές της. Ο Πούτιν δεν θέλει να κατηγορηθεί ότι επαναλαμβάνει τον καταστροφικό Αφγανικό Πόλεμο του 1979-1989, που συνέβαλε στην κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης.

Γι’ αυτό άλλωστε ο Πούτιν μπήκε στον κόπο να παρουσιάσει τη στρατιωτική ανάμειξη της Ρωσίας ως περιορισμένη επιχείρηση με αποκλειστικό στόχο την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Και γι’ αυτό τον περασμένο Δεκέμβριο, σε επίσκεψή του στη ρωσική αεροπορική βάση στο Κμεϊμίμ της Συρίας, ανακοίνωσε την απόσυρση των στρατευμάτων επειδή ο στόχος επετεύχθη.

Ετσι, επισήμως, η Ρωσία θα διατηρούσε περιορισμένο αριθμό δυνάμεων στις στρατιωτικές της βάσεις στη Συρία για «αποστολές σχετικές με τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα». Ομως όλη η επέμβαση στη Συρία, συμπεριλαμβανομένων των μισθοφόρων, αφορά κυρίως την προάσπιση των ρωσικών εθνικών συμφερόντων. Στηρίζει τον Ασαντ ώστε να έχει πάτημα στη Μέση Ανατολή, στέλνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα ότι οι εξεγέρσεις με στόχο την ανατροπή συμμάχων της Μόσχας δεν θα επιτύχουν. Παράλληλα, δοκιμάζει νέα οπλικά συστήματα καθώς και τα μαχητικά Su-57 πέμπτης γενιάς.

Το Κρεμλίνο θεωρεί πως η στάση του στη Συρία αποκατέστησε τη φήμη της Ρωσίας ως παγκόσμιας δύναμης. Ολα αυτά πριν τις εκλογές της 18ης Μαρτίου. Παρότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν θα τις κερδίσει εύκολα, χρειάζεται να πείσει τους Ρώσους ότι η επιλογή τους είναι Πούτιν ή χάος.

Η Νίνα Χρούστσεβα είναι καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στο New School της Νέας Υόρκης