Χωρίς να έχει ποτέ προταθεί για Οσκαρ παρότι σε κάποιες περιπτώσεις το άξιζε – για το οικογενειακό δράμα τού Ρόμπερτ Ρέντφορντ «Συνηθισμένοι άνθρωποι» ή για την αντιπολεμική σάτιρα «MASH» του Ρόμπερτ Ολτμαν – ο 83χρονος καναδός ηθοποιός βραβεύεται φέτος με ένα ειδικό Οσκαρ για το σύνολο της καριέρας του που περιλαμβάνει εμφανίσεις σε περισσότερες από 150 ταινίες. Αλλά η ίδια η ζωή του είναι τελικά από μόνη της μια ταινία.

Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Ντόναλντ Σάδερλαντ έκανε οντισιόν για μια ταινία ονόματι «Three O’Clock in the Morning», ένιωσε τόσο σωστός για τον ρόλο που, παρότι άπειρος, νεότατος και εκτός χώρου, ακόμα και ο ίδιος πίστεψε ότι δεν επρόκειτο να τον χάσει. Την επόμενη μέρα τον κάλεσαν στο ίδιο γραφείο, τον κάθησαν σε μια καρέκλα και σαν να επρόκειτο για ένα παιδί που θα έπαιρνε αποβολή από το σχολείο, τού είπαν ότι μετά τεραστίας λύπης, ενώ αναμφισβήτητα ήταν ο καλύτερος ηθοποιός γι’ αυτόν τον ρόλο, δεν μπορούσαν να τον προσλάβουν γιατί «ο ρόλος χρειάζεται ένα πρόσωπο της διπλανής πόρτας και, για να είμαστε ειλικρινείς, ο κύριος Σάδερλαντ δεν μοιάζει να έχει ζήσει ποτέ του δίπλα σε κανέναν».

Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν η αντιπολεμική σάτιρα «MASH» εκτίναξε την καριέρα του στους ουρανούς κάνοντας τον Ντόναλντ Σάδερλαντ celebrity (αν και δεν ήταν εκείνος, μα ο Τζέιμς Γκάρνερ πρώτη επιλογή του σκηνοθέτη Ρόμπερτ Ολτμαν με τον οποίο συνεργάστηκε άσχημα), το παραπάνω περιστατικό ήταν κάτι σαν καθημερινότητα στη ζωή του.

Από μικρό παιδί ταλαιπωρούνταν και το παρουσιαστικό του ήταν ο μεγάλος του αντίπαλος. Το να πούμε ότι ο Ντόναλντ Σάδερλαντ πέρασε απλώς δύσκολα τα παιδικά χρόνια του θα ήταν πολύ ελαφρύ. Στο Νιου Μπράνσουικ της Νέας Σκωτίας του Καναδά όπου το 1935 γεννήθηκε, ο Σάδερλαντ μεγάλωσε σε φάρμα παρέα με όλες τις αρρώστιες του κόσμου.

Είχε πολιομυελίτιδα, ηπατίτιδα, ταλαιπωρούνταν από ρευματικούς πυρετούς, έκανε μαστοειδεκτομή, δύο αμυγδαλεκτομίες (η πρώτη ανολοκλήρωτη) και το αριστερό του πόδι ήταν κοντύτερο του δεξιού. Στα δέκα του ο Ντόνι ήταν ένας κρεμανταλάς πολύ ψηλότερος από οποιονδήποτε δίπλα του. Το κεφάλι του ήταν πολύ αδύνατο, πολύ μακρύ και όπως έχει πει και ο ίδιος τον αποκαλούσαν Γκούφι για το ύψος του ή Ντάμπο για τα πεταχτά αφτιά του, παρόμοια με φτερά αεροπλάνου. Κάτι σαν τη θλιβερή εικόνα του καθυστερημένου μπουνταλά αντιήρωά του στη «Μέρα της θεομηνίας» του Τζον Σλέσινγκερ, μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες στην καριέρα και των δύο.

Ο πατέρας του ήταν πλανόδιος πωλητής και «άρρωστος» τζογαδόρος. Οπως οι περισσότεροι Καναδοί έτσι και αυτός είχε σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στους Αμερικανούς, γι’ αυτό και έλεγε ότι αν ήταν Αμερικανός θα ήταν επίσης ο καλύτερος πωλητής στον κόσμο. Τις περισσότερες φορές ήταν ταπί με ταπί αλλά ποτέ δεν έχανε την αισιοδοξία και το χιούμορ του. Ο ίδιος ο Ντόναλντ Σάδερλαντ έχει πει για την εθνικότητά του: «Οταν είσαι Καναδός, σκέφτεσαι τον Αμερικανό σαν έναν αδελφό που πήγε στα καράβια, έπαθε σύφιλη και έκανε ένα εκατομμύριο δολάρια στην Κόστα Ρίκα ή στο Χονγκ Κονγκ».

Χαρακτήρας προσώπουκαι δύσκολη εφηβεία

Σε κάποιες θερινές διακοπές της παιδικής ηλικίας του Ντόνι, παιδιά κρυμμένα πίσω από δέντρα είχαν κατουρήσει στο κεφάλι του. Πήγε κλαίγοντας και το ’πε στη μητέρα του, κόρη ιεραπόστολου. Κι εκείνη που σύμφωνα με τον ίδιο διακρινόταν από «μια αίσθηση απολυτότητας ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, την αλήθεια και το ψέμα, υπέροχα ειλικρινής και με το συνήθειο να μην εκπλήσσεται ποτέ και για τίποτε», του είπε, «εμ βρε Ντόνι, τι περίμενες;». Οταν όμως κάποτε την ρώτησε αν είναι όμορφος, εκείνη ναι μεν του είπε όχι, πρόσθεσε όμως ότι το πρόσωπό του έχει «πολύ χαρακτήρα».

Ακόμα και στον ίδιο τον Σάδεραλντ δεν άρεσε ποτέ η φάτσα του, το έχει παραδεχτεί σε συνεντεύξεις του. Ενα από τα παράπονά του για μια περίοδο ήταν ότι πολύς κόσμος όταν τον πλησίαζε του έλεγε ότι σίγουρα δείχνει πολύ καλύτερος από κοντά συγκριτικά με την εικόνα του στην οθόνη. Αυτός ήταν ο λόγος που για κάποιο διάστημα ο Σάδερλαντ αρνούνταν να δώσει αυτόγραφο.

Ομως σε αυτόν ακριβώς τον χαρακτήρα προσώπου, ο Ντόναλντ Σάδερλαντ οφείλει τελικά τη δημοτικότητά του και το γεγονός ότι στη δεκαετία του ‘70, ίσως την πιο δημιουργική του, είχε γίνει πραγματικά ένας διεθνής σταρ.

Τα εφηβικά χρόνια του είχαν κι αυτά τις δυσκολίες τους, το καλβινιστικό περιβάλλον του σπιτιού του τού είχε προκαλέσει ενοχές και τον είχε φέρει στο σημείο να φοβάται τα κορίτσια. Η πρώτη ερωτική πράξη του στα 13 κατέληξε σε συγγνώμες και απολογίες προς το κορίτσι. Σε μια παλιά συνέντευξή του ο Σάδερλαντ ακτινογράφησε τη σεξουαλική εφηβεία του χρησιμοποιώντας το παράδειγμα ενός στίχου τραγουδιού της Λένα Χορν: «If it feels good, it must be right» – «Αν σε κάνει να νιώθεις καλά, θα πρέπει να είναι σωστό». Για εκείνον ήταν το ακριβώς αντίθετο. Αν ένιωθε καλά θα πρέπει να ήταν λάθος. «Αν ξαναζούσα τη ζωή μου, το μόνο πράγμα που θα άλλαζα θα ήταν ότι θα έκανα περισσότερο έρωτα όταν ήμουν έφηβος» έχει πει στο παρελθόν.

Και σαν να μην έφαναν όλα αυτά, ο Ντόναλντ Σάδερλαντ είχε μια εμμονή με τον θάνατο. Οταν ήταν μικρός τον απασχολούσαν οι θάνατοι επωνύμων, θυμόταν απέξω πόση ώρα χρειάστηκε ώστε η Εθελ Ρόζενμπεργκ να πεθάνει στην ηλεκτρική καρέκλα, μπορούσε να περιγράψει πώς δείχνει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που μόλις είχε κρεμαστεί.

Ταλέντο που φωτίζειτη σκηνή

Η ιδέα της ηθοποιίας ως επάγγελμα δεν πέρασε ποτέ στα σοβαρά από το μυαλό του. Το Χόλιγουντ ήταν απλώς ένα μέρος που υπήρχε, οι ερασιτεχνικές θεατρικές δουλειές κάτι εντελώς το διαφορετικό. Εξάλλου το σύμπλεγμα του Καναδού απέναντι στον «αδελφό» Αμερικανό που προαναφέρθηκε είχε κυριεύσει και τον Σάδερλαντ. Αποφάσισε ωστόσο να σπουδάσει υποκριτική στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο και κάπου εκεί, σε μια καλοκαιρινή παράσταση της «Τρικυμίας» του Σαίξπηρ, όπου κρατούσε έναν μικρό ρόλο, κάποιος κριτικός τον παρατήρησε γράφοντας στην «Globe and Mail» του Τορόντο «ο Ντόναλντ Σάδερλαντ έχει μια σπίθα ταλέντου που φωτίζει τη σκηνή.» Τότε ήταν που ο Σάδερλαντ αποφάσισε στα σοβαρά να γίνει ηθοποιός.

Ηταν 23 ετών όταν πήγε στην Αγγλία για να σπουδάσει στην Ακαδημία Μουσικής και Δραματικών Τεχνών του Λονδίνου. Τα παράτησε στον δεύτερο χρόνο. Ηταν ο «επαρχιώτης», σαν τον Τζον Κλουτ, τον ήρωά του στην «Εξαφάνιση» του Αλαν Πάκουλα, όπου ο Σάδερλαντ έπαιξε έναν αστυνομικό της επαρχίας που ξαφνικά βρίσκεται σαν το ψάρι έξω από το νερό στην παράνοια μιας μεγαλούπολης όπως η Νέα Υόρκη. Συν τοις άλλοις, την περίοδο που βρισκόταν στο Λονδίνο ζήτησε από τη μέλλουσα πρώτη γυναίκα του, τη Λόις Χάρντουικ, να πάρει το καράβι και να έρθει στην Αγγλία για να παντρευτούν. Το έκαναν και ο γάμος τους κράτησε επτά χρόνια. Η ευθύνη για τον χωρισμό τους ήταν του ιδίου, στο Λονδίνο είχε περάσει περίοδο κατάθλιψης. Αργότερα διατήρησαν μια στενή σχέση φιλίας.

Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 η καριέρα του φάνηκε να παίρνει μια σταθερή πορεία. Δούλεψε στην τηλεόραση και σε σειρές όπως ο «Αγιος» και άρχισε σιγά σιγά να μπαίνει στο σινεμά.Το 1964 γύρισε στην Ιταλία την πρώτη κινηματογραφική ταινία του, ένα θρίλερ ονόματι «Castle of the living dead» και την ίδια χρονιά γνώρισε τη Σίρλεϊ Ντάγκλας, τη δεύτερη γυναίκα του. Παντρεύτηκαν ενώ γύριζε την πρώτη μεγάλη επιτυχία του, σε δεύτερο ρόλο φυσικά, την πολεμική περιπέτεια «Και οι 12 ήσαν καθάρματα». Ο Τζων Κασσαβέτης, συμπρωταγωνιστής του εκεί, ήταν ο κουμπάρος. Αλλη μια δύσκολη περίοδος για τον Σάδερλαντ που εκείνη την εποχή κατά ομολογία του κατανάλωνε μαζί με τη Σίρλεϊ Ντάγκλας ένα μπουκάλι ουίσκι την ημέρα.

Το FBI και η Τζέιν Φόντα εισβάλλουν στη ζωή του

Η περίοδος του Σάδερλαντ με τη Σίρλεϊ Ντάγκλας ήταν ίσως μια από τις πιο επεισοδιακές της ζωής του. Η εμπλοκή της με τους Μαύρους Πάνθηρες είχε ως αποτέλεσμα το FBI να εισβάλει αρκετές φορές στο σπίτι τους και μια φορά τα πράγματα σοβάρεψαν πολύ διότι ο Σάδερλαντ βρισκόταν στη Γιουγκοσλαβία όπου γύριζε την πολεμική περιπέτεια «Ηρωες με βρώμικα χέρια» μαζί με τον Κλιντ Ιστγουντ και τον Τέλη Σαβάλα (ο Ιστγουντ πολλά χρόνια αργότερα θα τον χρησιμοποιούσε στη δική του ταινία, «Οι καουμπόι του διαστήματος»). Στη Γιουγκοσλαβία, την ώρα που το FBI έκανε επιδρομή στο σπίτι του, ο Σάδερλαντ βρισκόταν σε κώμα εξαιτίας μηνιγγίτιδας στη σπονδυλική στήλη. Παραλίγο να πεθάνει. Οταν μίλησε τηλεφωνικά στην Ντάγκλας, της είπε ότι μπορεί και να πέθαινε προτού εκείνη φτάσει να τον δει. Μάλιστα, η Ντάγκλας είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες για την κηδεία του στην Αγγλία.

Τέσσερα χρόνια αργότερα όμως και ενώ ο Ντόναλντ είχε αποκτήσει με την Ντάγκλας δύο παιδιά, (εκ των οποίων το ένα είναι ο επίσης διάσημος ηθοποιός Κίφερ Σάδερλαντ), μια άλλη γυναίκα τον παρέσυρε κοντά της, δίνοντας τέλος στον γάμο του. Η Τζέιν Φόντα. Γνωρίστηκαν στο σπίτι του συμπρωταγωνιστή του στο «MASH» Ελιοτ Γκουλντ και η Φόντα ήταν ακόμα με τον Ροζέ Βαντίμ (στα τελευταία του γάμου τους). Με το που ακούμπησαν ο ένας το χέρι του άλλου, ο Σάδερλαντ ένιωσε τον ηλεκτρισμό. Τέλη της δεκαετίας του ‘60 αρχές του ‘70, η Φόντα διένυε την πιο πολιτικοποιημένη φάση της ζωής της – ο Πόλεμος του Βιετνάμ, τα γκέτο των μαύρων, οι Ινδιάνοι, θέματα που ώς τότε γνώριζε επιδερμικά, άρχισαν να την απασχολούν σε καθημερινή βάση και ο Σάδερλαντ ήταν μαζί της. Η Φόντα ήταν που τον βοήθησε να βγει έξω από την «διανοητική και συναισθηματική ντουλάπα», όπως το είχε θέσει ο ίδιος. Το σόου «FTA» (Free Τhe Army) που έκαναν μαζί για τους αμερικανούς στρατιώτες του πολέμου στο Βιετνάμ είχε ενοχλήσει την κυβέρνηση Νίξον με την αντιπολεμική διάθεσή του.

Επαιξαν μαζί σε ταινίες, με κορυφαία την «Εξαφάνιση» του Πάκουλα για την οποία η Φόντα κέρδισε το πρώτο της Οσκαρ. Γέλασαν, έκαναν ωραίο σεξ, πέρασαν καλά. Για έναν περίπου χρόνο, από τα τρία που ήταν ζευγάρι, κανείς δεν είχε καταλάβει ότι ήταν ζευγάρι. Πέρασαν και κάποιες δυσκολίες όπως την σύλληψη της Φόντα όταν μια φορά περνούσε τα σύνορα του Καναδά για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Κάποια στιγμή, το ξέραμε και οι δύο, αυτή η σχέση θα τελείωνε» είπε αργότερα ο Σάδερλαντ. «Ομως αυτά τα τρία χρόνια που περάσαμε μαζί διαμόρφωσαν τις βάσεις, φαντάζομαι, της υπόλοιπης ζωής μου».

Μια νέα γυναίκα, η καναδή ηθοποιός Φρανσίν Ρασέτ μπήκε στη ζωή του τη δεκαετία του ‘70. Αυτή παρέμεινε. Αν και παντρεύτηκαν πολλά χρόνια αργότερα, το 1990, εξακολουθούν να είναι μαζί και έχουν κάνει τρία παιδιά, τον Ανγκους, τον Ροσίφ και τον Ρεγκ Σάδερλαντ, όλοι καλλιτέχνες. Ο Ρεγκ μάλιστα πήρε το όνομά του από τον σκηνοθέτη Νίκολας Ρεγκ, ο οποίος γύρισε με τον Σάδερλαντ στη Βενετία μια από τις πιο όμορφες ταινίες και των δύο, το μεταφυσικό – ψυχολογικό θρίλερ «Μετά τα μεσάνυχτα». Εκείνη η ταινία είχε συζητηθεί ιδιαίτερα για την ερωτική σκηνή του Σάδερλαντ με την Τζούλι Κρίστι, για την οποία οι δύο ηθοποιοί δεν έχουν καθόλου όμορφες αναμνήσεις.

Επαγγελματικά μιλώντας, η δεκαετία του ‘70 ήταν μακράν η καλύτερη του Σάδερλαντ. Υπήρξε ο «Καζανόβας» του Φεντερίκο Φελίνι (όπου όταν εμφανίζεται ηλικιωμένος παίζει με πρότυπο τον δικό του πατέρα), έπαιξε έναν εφιαλτικό φασίστα στο «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, καθώς επίσης σε τεράστιες εμπορικές επιτυχίες της εποχής όπως η πολεμική περιπέτεια «Ο αετός άγγιξε τη γη» και η ταινία τρόμου «Μακάβρια εισβολή».

Στα τέλη εκείνης της δεκαετίας ο Σάδερλαντ έπαιξε τον τραγικό αλλά ψύχραιμο πατέρα της ταινίας του Ρόμπερτ Ρέντφορντ «Συνηθισμένοι άνθρωποι» και ήταν ο μόνος από τους βασικούς ηθοποιούς της που δεν προτάθηκε για Οσκαρ. Αλήθεια ή ψέματα, είχε πει ότι δεν τον πείραξε. Επίσης ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να συμφωνήσει εκ των προτέρων ποσοστό από τα έσοδα της ταινίας, η οποία έγινε παντού τεράστια επιτυχία.

Οταν η ηλικία του άρχισε να φαίνεται στο πρόσωπό του, οι μεγάλοι ρόλοι σταμάτησαν να έρχονται, όμως εκείνος παρέμενε δημιουργικός, ευγενής και ως συνήθως εκκεντρικός δημιουργώντας χαρακτήρες που έμεναν στη μνήμη. Στην franchise τριλογία «Hunger Games» (2013, 2014, 2015) ο αδίστακτος ηγεμόνας Σνόου που ο Σάδερλαντ ενσάρκωσε τον έκανε cult φιγούρα στις νεότερες γενιές, των εγγονιών του.

Ενα τιμητικό Οσκαρ φέτος είναι το λιγότερο που η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου θα μπορούσε να προσφέρει σε αυτόν τον ακούραστο εργάτη του σινεμά, του θεάτρου, αλλά και της τηλεόρασης. Μετά τις σειρές «Crossing lines» και «Ice» που προβλήθηκαν μέσα στην τελευταία πενταετία, μια νέα σειρά του αναμένεται τον Μάρτιο του 2018: το «Trust», όπου ο Ντόναλντ Σάδερλαντ υποδύεται τον αδίστακτο εκατομμυριούχο Τζον Πολ Γκέτι, ρόλος που κατά τραγική ειρωνεία οδήγησε φέτος στα Οσκαρ τον συμπατριώτη του Σάδερλαντ, Κρίστοφερ Πλάμερ, ο οποίος αντικαθιστώντας τον Κέβιν Σπέισι τον υποδύθηκε στην ταινία «Ολα τα λεφτά του κόσμου» του Ρίντλεϊ Σκοτ.