Ενας τρόπος να αξιολογήσει κανείς έναν πολιτικό είναι να δει ποιοι και γιατί του επιτίθενται. Αν είναι μετριοπαθείς ή ακραίοι. Αν τον καταγγέλλουν επειδή είπε ψέματα ή επειδή εργάστηκε για τη συμφιλίωση και την ειρήνη. Αν ο στόχος τους είναι να τον κρίνουν ή να τον εκδικηθούν.

Ενας άλλος τρόπος είναι να δει κανείς τις παρεμβάσεις του ίδιου του πολιτικού. Αν είναι ακριβείς ή φλύαρες. Αν είναι χρήσιμες για το κοινωνικό σύνολο ή αποσκοπούν στην προσωπική προβολή. Αν κρύβουν πάθος ή ματαιοδοξία.

Ο Κώστας Σημίτης δεν μιλάει συχνά. Κι όταν θέλει να παρέμβει στα πολιτικά δρώμενα, το κάνει συνήθως με ένα άρθρο του σε μια εφημερίδα. Αυτή τη φορά διάλεξε έναν άλλο τρόπο. Στον θόρυβο των ημερών, και στις επιθέσεις των φανατικών, απάντησε με ένα κείμενο 69 λέξεων. Δεν πρότεινε άλλο ένα όνομα για την Ακατονόμαστη, όχι. Δεν εξήγησε αν προτιμά το «Βόρεια» ή το «Ανω», τη «Μακεδονία» στα ελληνικά, τα αγγλικά ή τα σλαβικά. Τα κλειδιά για εκείνον είναι άλλα.

Ενα από αυτά είναι η «ενδιάμεση συμφωνία». Οπως δεν έχει κουραστεί να επαναλαμβάνει τις τελευταίες ημέρες ο συντάκτης της, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, η διεθνής αυτή συμφωνία του 1995 υπερισχύει του Συντάγματος της ΠΓΔΜ. Το ίδιο θα ισχύει και για οποιαδήποτε άλλη διεθνή συμφωνία υπογραφεί στη συνέχεια. Οι κραυγές λοιπόν περί αλυτρωτισμού είναι παραπλανητικές.

Το άλλο κλειδί είναι ο «ενσυνείδητος πατριωτισμός». Σε μια εποχή όπου τα συλλαλητήρια διεκδικούν αποφασιστικό, και όχι απλώς εκφραστικό, ρόλο και όπου η Εκκλησία ή μερικοί απόστρατοι πιστεύουν ότι μπορούν να καθορίζουν την εξωτερική πολιτική της χώρας, ο πρώην πρωθυπουργός επανατοποθετεί τον πατριωτισμό στο οικουμενικό του πλαίσιο, αποσυνδέοντάς τον από τον άκριτο εθνικισμό και τον επιθετικό σοβινισμό. Οπως έλεγε κι ο Ντε Γκολ, «πατριωτισμός είναι να αγαπάς τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι να μισείς την πατρίδα των άλλων».

Και ο εθνικολαϊκισμός, στον οποίο «πρέπει να αντιτάξουμε την πολιτική βούληση, την ευθύνη και τον ενσυνείδητο πατριωτισμό», είναι η ασθένεια της εποχής. Τον συναντάμε παντού, από τον Τραμπ μέχρι το Brexit, κι από την Ανατολική Ευρώπη μέχρι τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Στην Ελλάδα, αποκτά και πάλι διακομματικό χαρακτήρα. Οι κινητοποιήσεις αυτών των ημερών για τη «Μακεδονία μας» έχουν, για να θυμηθούμε τον Ταγκιέφ, τον ίδιο «μιζεραμπιλιστικό» χαρακτήρα με τις διαδηλώσεις των Αγανακτισμένων. Οι πολίτες εμφανίζονται για άλλη μια φορά ως θύματα. Αλλοτε τους έκλεβαν τη σύνταξη, τώρα τους κλέβουν την ταυτότητα.

Οπως είναι φυσικό, η κυβέρνηση που εξέθρεψε και ενθάρρυνε αυτό το φαινόμενο δυσκολεύεται τώρα να το αντιμετωπίσει. Ας επιμείνει τουλάχιστον στο τρίτο κλειδί του Σημίτη, τη «σοβαρή και υπεύθυνη διαπραγμάτευση». Κι αν όλα πάνε καλά, ας μετρήσει μετά τους εχθρούς της και τους συμμάχους της. Κι ας κάνει επιτέλους την αυτοκριτική της.