Μόλις διάβασα ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουίς, συγγραφέα και ακτιβιστή της άκρας αριστεράς, που έχει μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία. Πρόκειται για το χρονικό ενός βιασμού: την παραμονή των Χριστουγέννων ένας νεαρός Αλγερινός, ο Ρεντά, βιάζει τον Εντουάρ και προσπαθεί να τον στραγγαλίσει. Αλλά ο Εντουάρ, που ως μέλος της χρυσής νεολαίας εντρυφά στον Νίτσε και στην όπερα, δικαιολογεί τις πράξεις του Ρεντά: φταίει η φτώχεια την οποία αποδίδει στην αποικιοκρατία και στον ρατσισμό. Ο Ρεντά δεν είναι άτομο υπεύθυνο για τις πράξεις του: η βία, λέει ο μεγαλόψυχος συγγραφέας, προκύπτει από τις κοινωνικές δομές· ο Ρεντά είναι ο τελευταίος κρίκος των φρικαλεοτήτων που υπέστησαν οι Αλγερινοί. Γι’ αυτό, το θύμα δεν θέλει να μηνύσει τον βιαστή του· εξάλλου, είναι εναντίον της καταστολής και των φυλακών. Μόνον όταν πρόκειται για Αλγερινούς, σπεύδω να προσθέσω· αν ο βιαστής ήταν Γάλλος, θα του άξιζε να σαπίσει στο κελί.

Στη συνέχεια, εφόσον αυτή είναι η ιδεολογία που κυριαρχεί στη γαλλική λογοτεχνία, έπεσε στα χέρια μου ένα παρόμοιο βιβλίο του Πατρίκ Σαμουαζό, ο οποίος κατάγεται από τη Μαρτινίκα αλλά αρνείται να κατανοήσει ότι το νησί του δεν είναι «αποικία», αλλά υπερπόντιο γαλλικό έδαφος. Δεν υπάρχουν γαλλικές αποικίες. Κι όμως ο κ. Σαμουαζό, διάσημος στη Γαλλία, επιτίθεται λάβρος εναντίον της αποικιοκρατίας όχι ως παρελθόν αλλά ως παρόν ― μολονότι, επιμένω, η Μαρτινίκα έγινε γαλλικός νομός, με τη θέληση των κατοίκων της, το 1946. Ο Πατρίκ Σαμουαζό κατηγορεί τις δυτικές χώρες για απρόθυμη υποδοχή μεταναστών, χωρίς να αναφέρει τι κάνει τους ανθρώπους να φεύγουν από τη χώρα τους και να μην κατευθύνονται σε χώρες πολιτιστικά συγγενικές με τις δικές τους. Αν και η Δύση είναι ρατσιστική και αντιδημοκρατική, συνωστίζονται στις θύρες της.

Η εξήγηση είναι εύκολη: όσα δυσάρεστα συμβαίνουν στον Τρίτο Κόσμο είναι συνέπεια της αποικιοκρατίας· όσα δυσάρεστα συμβαίνουν με τους ξένους πληθυσμούς στη Δύση –άρνηση κοινωνικής ένταξης, ρατσιστικό και θρησκευτικό μίσος εναντίον της χώρας υποδοχής, σχολική αποτυχία, υψηλά ποσοστά παραβατικότητας, τρομοκρατία, βία εναντίον των γυναικών, αντισημιτισμός, γκετοποίηση –είναι κι αυτά συνέπειες της αποικιοκρατίας. Το ρολόι της Ιστορίας έχει σταματήσει και μαζί μ’ αυτό έχει σταματήσει το μυαλό μας: όταν οι ευρωπαϊκές αρχές συλλαμβάνουν εγκληματίες που τυγχάνουν μη-«λευκοί», κατηγορούνται για αποικιοκρατική και ρατσιστική συμπεριφορά –στην πραγματικότητα, οι Ευρωπαίοι δικάζονται καθημερινά για γεγονότα που αφορούν γενιές νεκρών.

Η μετα-αποικιακή μωρολογία έχει δημιουργήσει μια ζώνη άνεσης όπου καταφεύγουμε όταν μας λείπουν τα εργαλεία της κατανόησης τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Η αριστερή προπαγάνδα κολακεύει τον Τρίτο Κόσμο αντί να τον βοηθήσει· αντί να παρέμβει δημιουργικά στην οικονομική του ανάπτυξη, στην ειρήνη, στη χρηστή διοίκηση, στην απελευθέρωσή του από την τρομακτική επίδραση της θρησκείας και των πρωτόγονων εθίμων. Η αριστερά, θωπεύοντας τους «αποικιοκρατούμενους» –αν και δεν υπάρχουν αποικίες εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα –ενισχύει τον εγκλεισμό τους στο παρελθόν, σε ένα είδος νηπιακής ηλικίας της Ιστορίας. Και αρθρώνει, με τη γνωστή της μεροληψία, τον μονομερή καταγγελτικό λόγο του «ρατσισμού». Όμως, αν θέλουμε να δούμε τι σημαίνει ρατσισμός πρέπει να πάμε στην Αλγερία –όπου διώκονται, επισήμως, οι υποσαχάριοι πληθυσμοί –ή στη Λιβύη όπου γίνεται δουλεμπόριο με όρους του 19ου αιώνα. Εκεί ο ρατσισμός δεν είναι στραβά βλέμματα και υποτιμητικές χειρονομίες· είναι κρατική πολιτική και λαϊκή απαίτηση. Η θρησκευτική μισαλλοδοξία στις μουσουλμανικές χώρες είναι θεσμική· εν τέλει, ο χριστιανισμός είναι η μοναδική θρησκεία που μπορούμε να καθυβρίσουμε ανενόχλητοι. Όσο για τα «τείχη», γίνεται πολύς λόγος για την Ευρώπη των τειχών αλλά όχι για το τείχος μεταξύ Αλγερίας και Μαρόκου –και πάει λέγοντας.

Η μετα-αποικιακή συνείδηση περιέχει μια θέαση της Ιστορίας που, εξαιτίας της αμείλικτης προπαγάνδας, τροφοδοτεί νοοτροπία θύματος, συμπλέγματα κατωτερότητας, ένστικτα εκδίκησης, παρανοειδή καχυποψία και προδοτολογία. Υπό αυτή την έννοια, στις ΗΠΑ, οι Αφροαμερικανοί ηγέτες που υιοθετούν μετα-αποικιακή ρητορική, εκτός του ότι προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες στους μαύρους, εξοστρακίζουν όποιο μέλος της κοινότητας δεν υποκύπτει στην ενιαία σκέψη. Η κοινωνική συμφιλίωση θεωρείται ξεπούλημα στον εχθρό.

Ο ναρκισσισμός του θύματος εξελίσσεται σε ναρκισσισμό ενός φαντασιακού πολιτισμού. Όσοι νιώθουν αποικιοκρατούμενοι –περιέργως, έτσι νιώθουν πολλοί Έλληνες –έχουν την τάση να καυχώνται για έναν πολιτισμό που είναι δήθεν ανώτερος από εκείνον του αποικιοκράτη. Αντί δηλαδή να αναρωτιόμαστε τι συνέβαλε στις αποτυχίες, στις ξένες κατακτήσεις, στην καθήλωση σε μια παγίδα της Ιστορίας, επινοούμε ηθική και πολιτιστική ανωτερότητα χωρίς να αναρωτιόμαστε για τις δικές μας ευθύνες, για τα δικά μας ελαττώματα και εγκλήματα.

Όταν ο Ντανιέλ Λεφέβρ, ιστορικός ειδικευμένος στην αποικιοκρατία, έγραψε το βιβλιαράκι «Να τελειώνουμε επιτέλους με την αποικιοκρατική μεταμέλεια», η γαλλική αριστερά έπεσε κυριολεκτικά να τον φάει –και κατά κάποιον τρόπο τον έφαγε· ο Λεφέβρ αρρώστησε και πέθανε. Πρώτες στην κατακραυγή ήταν φυσικά οι εφημερίδες «Le Monde» και «Libération» που προσπαθούν να πείσουν τους Γάλλους ότι η δυτική ευημερία οφείλεται στα «φτηνά» εργατικά χέρια από τις πρώην αποικίες (δεν υπάρχουν φτηνά και ακριβά χέρια: υπάρχουν φτηνές και ακριβές δουλειές οι οποίες ορίζονται με νόμους). Αλλά η ευημερία δεν οφείλεται τόσο σε χέρια, όσο σε μυαλά· προπάντων, οφείλεται στη δυνατότητα των ανθρώπων να προχωρούν λειαίνοντας τις διαφορές τους και ερμηνεύοντας την Ιστορία με όρους επιτευγμάτων, όχι εγκλημάτων. Το παρελθόν ― το λέει η λέξη ― είναι ο χρόνος που έχει περάσει. Οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι που ξύνουν τις παλιές πληγές, εκτός του ότι διατυπώνουν πολλά ψέματα, απομονώνουν τους πρώην αποκιοκρατούμενους καθιστώντας τους «διαφορετικούς» (μια ιδιαίτερη μορφή ρατσισμού σαν εκείνη που δείχνει ο «ανώτερος» Εντουάρ στον Ρεντά). Στη συνέχεια, αναδεικνύουν σε αξία την επιλεγόμενη «διαφορετικότητα» κατακερματίζοντας το κοινωνικό σώμα και ευνοώντας τον κοινοτισμό από τον οποίον τίποτα καλό δεν μπορεί να προκύψει.